REAL LIFE WHO

Η πρώτη φορά που πήγα στην Κούβα


ΙΩΑΝΝΑ ΜΙΧΕΛΑΚΟΥ

28 Νοεμβρίου 2016

HavanaModern_p062-063-1542x1029.jpg

Η πόρτα ανοίγει και η ζέστη μας χτυπάει σαν χαστούκι. Στην απόσταση που μας χωρίζει από το υποτυπώδες αεροδρόμιο, έχει φτιαχτεί ένας διάδρομος από στρατιώτες, ανάμεσα από τους οποίους πρέπει να περάσουμε. Ξεροκαταπίνω και στέκομαι στη σκάλα διστακτικά.

Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν η μαμά μου. Με προειδοποιούσε επί μέρες «Πού πας έχεις τρελαθεί τελείως;». Το δεύτερο, όλες τις ταινίες που έχω δει για τις λατινοαμερικάνικες δικτατορίες (Σαλβαδόρ, o Aγνοούμενος, Κατάσταση Πολιορκίας) και τι μπορεί να σου συμβεί σε αυτές, να εξαφανιστείς π.χ.

Διασχίζω τον διάδρομο με τους στρατιώτες. Παιδιά όλοι, ήταν δεν ήταν 20 χρόνων, πάνω κάτω σαν εμένα. Bλέπω με την άκρη του ματιού μου τον πρώτο να σκάει χαμόγελο. Κοιτάω καλύτερα. Από τον ένα λείπει ένα κουμπί, ο άλλος δεν φοράει ζώνη, στον τρίτο λείπουν τα κορδόνια. Μας χαμογελούν ο ένας μετά τον άλλον. Η μονάδα συνοδείας, μετατράπηκε αυθόρμητα σε επιτροπή υποδοχής.

Αυτή η σκηνή είναι νομίζω η πιο χαρακτηριστική του ταξιδιού μου εκείνου. Αποφάσισα να επισκεφτώ μια χώρα που μέχρι τότε είχε κλειστά τα σύνορά της για τους τουρίστες. Δεν γνώριζα τίποτε γι αυτή, αλλά την είχα αγαπήσει χωρίς να την ξέρω. Κάτι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο μαγικός του ρεαλισμός, κάτι ο Αλεχάντρο Καρπεντιέρ και ο Γουιφρέδο Λαμ, κάτι οι μουσικάρες που είχα ακούσει την προηγούμενη χρονιά στο πρώτο λάτιν φεστιβάλ στην Αθήνα (NG La Banda και Orquesta Reve), η συναυλία της Σέλια Κρους στο Παλάς... σίγουρα ο μύθος του Τσε και του Φιντέλ που τις αφίσες τους έβλεπα μικρή κολλημένες στους τοίχους των φοιτητικών δωματίων των μεγάλων ξαδελφών μου, γενιά του πολυτεχνείου γαρ. Πήγα ψάχνοντας τη χαμένη ατλαντίδα που μας έκρυβαν τόσα χρόνια.

Όλα αυτά σε μια εποχή που δεν υπήρχαν πτήσεις για την Κούβα, ταξιδιωτικοί οδηγοί, ούτε καν άρθρα, ενώ ακόμη και οι τράπεζες όταν ρώτησα αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τις πιστωτικές μου εκεί, δεν ήξεραν τι να μου απαντήσουν. Μια εποχή πιο αγνή, όχι μόνο για μένα προσωπικά, αλλά και για τον μύθο που συνόδευε την επανάσταση και τους πρωταγωνιστές της.

Αποδείχθηκε πως οι κάρτες μας δεν είχαν κανένα αντίκρισμα, τα μετρητά μας ήταν ελάχιστα, μπορούσαμε να τα ξοδέψουμε μόνο σε συγκεκριμένα σημεία του νησιού, καταστήματα και εστιατόρια μόνο για τουρίστες δηλαδή. Αν πχ πήγαινα σε μια παραλία, υπήρχαν δύο κιόσκια που πουλούσαν τα ίδια πράγματα, ένα για τους ντόπιους, ένα για εμάς. Έμαθα σύντομα πως απαγορευόταν (τότε ακόμα) η κατοχή δολαρίων από τους κουβανούς (η τιμωρία ήταν φυλάκιση) οπότε μας τα είχαν όλα χωριστά. Και παντού τοιχογραφίες με συνθήματα υπέρ της επανάστασης, μιας επανάστασης που είχε συμβεί δεκαετίες πριν και προσπαθούσε ακόμα να κρατηθεί στο μύθο της με νύχια και με δόντια. Κυρίως με προπαγάνδα και κατευθυνόμενη πληροφόρηση.

Ήξερα για το εμπάργκο, είχα ταξιδέψει ήδη στις περισσότερες χώρες του τότε ανατολικού μπλοκ, πριν και μετά την κατάρρευση του, αυτό όμως που συνάντησα ήταν πολύ μακριά από αυτό που είχα φανταστεί. Βρήκα μια χώρα διαλυμένη να τα έχει χαμένα. Ανθρώπους να προσπαθούν να κρύψουν με αξιοπρέπεια την πείνα τους. Λεωφορεία που τα έσερναν άλογα, βενζίνη υπήρχε με το σταγονόμετρο και μόνο για εμάς τους τουρίστες. Η κατάρρευση της σοβιετικής ένωσης, της μόνης πηγής τροφίμων και ενέργειας για την Κούβα, την άφησε να χαροπαλεύει. Η periodo especial είχε μπει σε εφαρμογή, μόνος τρόπος εισροής συναλλάγματος, εμείς, οι τουρίστες και οι ευρωπαίοι επενδυτές που αγόραζαν τα ξενοδοχεία. Τα ίδια ξενοδοχεία της μαφίας που ο Φιντέλ είχε κλείσει με την επανάσταση, τώρα να ανακαινίζονται με φρενήρεις ρυθμούς και ιταλικά ή ισπανικά χρήματα.

Τα μαγαζιά άδεια από τρόφιμα, οι Κουβανοί να σκαλίζουν τα προεπαναστατικά τους υπέργηρα αυτοκίνητα (στα σκουπίδια δεν υπήρχε πια τίποτα να σκαλίσουν), να μας κοιτάνε με περιέργεια, οι περισσότεροι δεν είχαν ξαναδεί ξένους.

Ακόμη δεν υπήρχε ζητιανιά, ακόμη δεν υπήρχε πορνεία στην έκταση που πήρε αργότερα, ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο εμφανής. Ο κόσμος ήταν αξιοπρεπής, δεν ζητούσε τίποτα και ταυτόχρονα ήταν σε απόγνωση, το έβλεπες στα μάτια τους. Στέκονταν στην άκρη του δρόμου και προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν θα περπατήσουν τα 5 χιλιόμετρα κάτω από τον καυτό ήλιο για να πάνε σε ένα γραφείο που δεν είχε πια νόημα η ύπαρξή του. Πεινούσαν αλλά το έκρυβαν. Συνήθως θα έβρισκαν κι ένα καφεδάκι να σε κεράσουν. Ή λιγο ρούμι, ας ήταν κι από το φτηνό που πουλιόταν στις πλατείες από πλαστικές δεξαμενές με κάνουλα.

Αυτό που είδα τότε και προσπαθούσα να εξηγήσω χωρίς να μου έρχονται οι λέξεις, ο μόνος που μπόρεσε να περιγράψει αριστουργηματικά, είναι ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, στον Βασιλιά της Αβάνας, ένα βιβλίο που όπως έμαθα αργότερα, έγραψε κλεισμένος σε ένα σπίτι δυό τετράγωνα από εκεί που έμενα, ενώ βρισκόμουν εκεί.

Περάσαμε δύο εβδομάδες κάνοντας το γύρο του νησιού, με τη νιρβάνα μας για την ομορφιά της ξεχασμένης από το χρόνο χώρας να διακόπτεται βίαια από σκηνές της τραγικής της κατάστασης.

Φτάνει η 6η Αυγούστου: βγαίνουμε στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, 2 ώρες μακριά από την Αβάνα, 2-3 στρατιωτικοί κόβουν βόλτες γύρω μας. Μπαίνουμε στο νοικιασμένο αυτοκίνητο με κατεύθυνση την Αβάνα, μπροστά μας ένα τζιπ της αστυνομίας, πίσω μας ένα του στρατού κι ακόμη πιο πίσω ένα περιπολικό. Φταίει που οι βίζες μας έγραφαν εκεί που ζητάει επάγγελμα, δημοσιογράφοι, υποψιαστήκαμε. Μέρες τώρα άλλωστε όλο και κάποιος ένστολος μας γυροφέρνει όπου κι αν πηγαίνουμε. Η εθνική ασυνήθιστα γεμάτη από κίνηση, είχαμε καλομάθει να είμαστε μόνο εμείς και κάποια στρατιωτικά οχήματα, ελλείψει όχι μόνο βενζίνης αλλά και αυτοκινήτων. Προσπερνάμε δεκάδες φορτηγά αντίκες, στις καρότσες τους στριμωγμένοι άνδρες και γυναίκες, άλλοι με τα καλά τους, άλλοι είχαν εμφανώς αφήσει στη μέση κάποια αγροτική δουλειά, το μαρτυρούν οι γαλότσες με τις λάσπες. Μπαίνουμε στην πρωτεύουσα κονβόι. Εμείς, η προσωπική μας φρουρά, τα φορτηγά με τους φερμένους από την επαρχία μελλοντικούς διαδηλωτές. Μεγάφωνα παντού παίζουν επαναστατικά εμβατήρια, σημαίες, το πλήθος να φωνάζει φιλοκαστρικά συνθήματα.

Αφήνουμε το αυτοκίνητο στο γραφείο ενοικιάσεως, περπατάμε στα στενά κοντά στην παραλιακή λεωφόρο, το Malecon, με σκοπό να βρούμε ένα ταξί προς το αεροδρόμιο, αρχίζουμε να τραβάμε φωτογραφίες. Εμφανίζεται ένα χέρι και αρπάζει τη μηχανή του Φίλιππου, μια μεγάλη με τηλεφακό, προλαβαίνω να κρύψω τη δική μου, μια μικρούλα, δεν είχα τραβήξει παρά μία φωτό εκείνη την ημέρα, μερικά πιτσιρίκια σκαρφαλωμένα σε μια πρώην υδροφόρα, να ψάχνουν για νερό. Αστυνομία. Μας διατάζει να ανοίξουμε το πορτάκι του φιλμ, το ξηλώνει. Η μηχανή κατάσχεται, καταλαβαίνω με τα φτωχά τότε ισπανικά μου. Όσο μας ψάχνουν τις τσάντες εκνευριζόμαστε. Εξηγούμε πως πετάμε σε 2 ώρες γιαΤζαμάικα, δεν έχουμε άλλα φιλμ, προκειμένου να πάρουμε πίσω τη μηχανή, δεν θα τραβήξουμε άλλες φωτογραφίες. Ο αστυνομικός με πιστεύει ότι επιμένω ότι δεν έχω τραβήξει τίποτα, απαγορεύονται οι φωτογραφίες διατάζει, μας επιστρέφει τη μηχανή, και βεβαιώνεται πως μπήκαμε σε ταξί με κατεύθυνση το αεροδρόμιο.

Στο ξενοδοχείο στο Μοντέγκο Μπέι ανοίγουμε τηλεόραση να μάθουμε τι συμβαίνει στον κόσμο, είχαμε 3 εβδομάδες να δούμε ειδήσεις. CNN πρώτο θέμα: η εξέγερση στην Αβάνα την προηγούμενη ημέρα, γνωστή ως Maleconazo, είχε μόλις καταπνιγεί και οι κάτοικοι της Αβάνας, διαδήλωναν αυθόρμητα (!) την πίστη τους στον Φιντέλ και την επανάσταση. Μετά από αυτό ξεκίνησε επίσημα πλέον η μαζική έξοδος των κουβανών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αν τυχόν πέσει στα χέρια σας η ταινία Balseros, να τη δείτε, αποτυπώνει την αγωνία των κουβανών να φύγουν από το νησί και την προσπάθειά τους να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στη δύση.

Εκείνη η απαγόρευση να φωτογραφίσω ήταν η πρώτη από πολλές που έμελε να μάθω για τη χώρα αυτή. Π.χ. απαγορευόταν η μετακίνηση και διαμονή ενός πολίτη από την επαρχία στην πρωτεύουσα, η είσοδος των κουβανών πολιτών στα ξενοδοχεία, η κατοχή playstation ή video, ή ηλεκτρικής κουζίνας, η κατανάλωση μοσχαριού, για να πούμε τα πιο ανώδυνα και σουρεαλιστικά.Τα περισσότερα νομίζω ισχύουν ακόμα. Για τις σοβαρές απαγορεύσεις, δεν θα γράψω εδώ. Έχετε διαβάσει, ελπίζω, τι συμβαίνει σε αυτή τη χώρα από άποψη προσωπικών ελευθεριών.

Στην Κούβα ξαναπήγα κι άλλες φορές, την ερωτεύτηκα σφόδρα. Πήγα μόνη, με φίλους, πήγα με οικογένεια, πήγα στην οικογένεια. Βρήκα αυτόν τον μαγικό σουρεαλισμό που έψαχνα και έζησα, όσο γίνεται για μια ξένη, τη ζωή εκεί από μέσα Άλλωστε τις χώρες τις φτιάχνουν ο άνθρωποί τους, όχι οι κυβερνήτες τους. Και αν την ερωτεύτηκα δεν ήταν εξαιτίας του Φιντέλ ή του Τσε ή του Καμίλο, ή της επαναστατικής ουτοπίας της. Ήταν από τους απλούς ανθρώπους της.

Δυό μέρες τώρα, με αφορμή το θάνατο του «Κομαντάντε» παρακολουθώ ένα διαδικτυακό ξεμάλλιασμα αντίστοιχο σχεδόν του περσινού μας δημοψηφίσματος, με τους περισσότερους να διαλέγουν στρατόπεδο (υπέρ ή κατά Φιντέλ), κι εμένα το μυαλό μου τρέχει στην Κούβα. Στο ανώνυμο αγόρι που με χόρεψε την πρώτη μου σάλσα.Τη φίλη που έμελε να γίνει αδελφή.Τη γειτόνισσα που μου έφερνε κάθε πρωί ένα μάνγκο από τον κήπο της. Το κορίτσι που μου είπε τα σώψυχά της κερνώντας με καφέδες. Στον τρελό της πλατείας που νόμιζε ότι είναι ο Μπένι Μορέ.

Στους φίλους που μένουν ακόμα εκεί, ή στους φίλους που κατάφεραν κι έφυγαν. Πώς νοιώθουν, πώς αισθάνονται, τι να σκέφτονται. Δυό μέρες τώρα τους βλέπω σιωπηλούς. Κανείς τους δεν έχει γράψει λέξη στο facebook. Ούτε θρηνεί ούτε πανηγυρίζει. Απλώς σιωπή. Μούδιασμα, κεκτημένη φοβία, ανησυχία για το μέλλον;

Δεν ξέρω τι απ’ όλα. Όμως, κι ενώ παρακολουθώ διάφορους «ειδήμονες» να αναλύουν την προσωπικότητα του Φιντέλ και τι ήταν και είναι καλύτερο για τη μοίρα της Κούβας, εγώ αυτούς σκέφτομαι.