Διαβάζοντας τη Βουτιά της Κάτιας Δημοπούλου

Αυτή τη Δευτέρα όμως, μπαίνω στο γραφείο και με περιμένει μια έκπληξη. Το βιβλίο "Βουτιά" της Κάτιας Δημοπούλου (εκδ. Καστανιώτη) με κερδίζει απο το εξώφυλλο. Ένα αέρινο γυναικείο σώμα, δείχνει να αιωρείται σαν πέπλο, και να κολυμπάει σε βαθιά νερά. 

Μου δημιουργείται η επιθυμία να το σκάσω και να πάω να βυθιστώ μαζί του, σε ένα cozy περιβάλλον, μακριά απο τη πόλη και τον θόρυβο. Δεν τα καταφέρνω όμως και το αναβάλω για το weekend που είμαι σίγουρη πως δεν θα αργήσει. 

Και δεν αργεί. Εχω ήδη κουλουριαστεί στο γκρι καναπέ μου με μια αχνιστή κούπα και τα πάντα γύρω μου ακινητοποιημένα σε mute κατάσταση. Παίρνω μια ανάσα και βουτάω.

Διαβάζω για εκείνη την εργασιομανή γυναίκα, στα late 30s, που θα μπορούσε να είναι η κολλητή σου, η συνάδελφος, η γειτόνισσα, εσύ η ίδια. Γυναίκες με κρίση στην εποχή της κρίσης. Η γυναίκα που πρωταγωνιστεί βυθίζεται σε μια υπαρξιακή κατάσταση γιατί όλα γύρω της την έχουν εξουθενώσει. Ψυχικά και σωματικά. Και σε αυτό το σημείο αρνείται τα πάντα γύρω της, κάνει τον απολογισμό της και παραμένει αδρανής. Είναι στην Αθήνα, κατακαλόκαιρο, λείπουν όλοι και αυτή μένει να παρατηρεί τις ανάσες της και να παρηγοριέται με μνήμες. 

Κλείνω το βιβλίο έχοντας διαβάσει τις πρώτες δέκα σελίδες. Κοιτάζω στο κενό, χωρίς να βλέπω και σκέφτομαι αυτό που μόλις διάβασα. "Κάθε βουτιά προϋποθέτει και μια ανάδυση, γλυκιά μου, και φοβάμαι ότι έχω ξεχάσει τον τρόπο".

Τις σκέψεις μου διακόπτει το μήνυμα της κολλητής μου "Τι κάθεσαι και κάνεις Σαββατιάτικα; Κλείσ το και έλα να βγούμε να ξεμουδιάσουμε". Την αγνοώ και ξανακλείνομαι στον δικό μου κόσμο, επιμένοντας στην ακινησία μου. Εξάλλου, όταν διαβάζω βιβλία, ταξιδεύω με πρόσωπα, καταστάσεις και ρόλους. Παίζω με τους πρωταγωνιστές. Καμιά φορά γίνομαι εγώ η πρωταγωνίστρια που κερδίζει το ωραίο-μοιραίο αγόρι και το σκάμε για κάπου μακριά. Με τα βιβλία κινούμαι.. οπότε για ποια ακινησία, ποιο μούδιασμα συζητάμε;

Και όμως. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μιλάει για την αδράνεια, για το απόλυτο μούδιασμα, το burn out όπως το ονομάζουν οι μόδες των καιρών μας. Η αδράνεια είναι αυτή η κατάσταση κατά την οποία ένα σώμα δεν μπορεί να κινηθεί μόνο του, αν δεν ασκηθεί πάνω του κάποια εξωτερική δύναμη.

Η εξωτερική δύναμη στο μυθιστόρημα μας είναι η φίλη της πρωταγωνίστριας, που την τραβάει από το λήθαργο και την βάζει σε κίνηση.

Στις σελίδες όπως προχωράς σε συνεπαίρνει αυτή η παλιά φιλία, ένα ιαματικό ταξίδι και μια περιπέτεια αναζήτησης με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι, το λευκό και το μπλε των νησιών. Η συγγραφέας της Βουτιάς Κάτια Δημοπούλου σε ρίχνει στα βαθιά νερά της ιστορίας με πυκνές περιγραφές και ξεφυλλίζω τις σελίδες με ενδιαφέρον. 

Διάβαζα μια συνέντευξη της πρόσφατα, σχετικά με το θέμα του βιβλίου της, στην οποία παρομοιάζει αυτήν την πάθηση της ακύρωσης με ένα μεγάλο πηγάδι. Ένα πηγάδι στο οποίο αν πέσεις καλό είναι κάποιος να έρθει να σε τραβήξει, να σου πετάξει ένα σχοινί. Φυσικά, μπορείς να βγείς και απο μόνος σου, αλλά θα σου πάρει περισσότερο καιρό. Πρέπει να βάλεις τις φωνές, πρέπει να σε ακούσουν για να έρθουν να σε βοηθήσουν, να σε βγάλουν από αυτό.

Μήπως όλο αυτό το «κάψιμο» είναι το αναγκαίο κακό για όλους όσους νιώθουν ότι έχουν φτάσει σε ένα τέλμα στη ζωή τους; Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Πιστεύω όμως ότι η μεγάλη πίεση για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να γυρίσει έτσι στον καθένα μας. Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του δυνάμεις και στέκεται απέναντι σε τέτοιου είδους πιέσεις με διαφορετικό τρόπο. Άλλοι ξέρουν να κάνουν καλύτερη διαχείριση χρόνου και ταξινομούν τα όριά τους με μεγαλύτερη ευελιξία.

Η ζωή τρέχει, και εσύ και εγώ και όλοι μας μαζί της. Τι συμβαίνει όμως όταν εντελώς ξαφνικά όλα παγώνουν γύρω μας και μαζί με αυτά και ο εαυτός σου; Βουτάς μέσα σου, κλείνεσαι στον εαυτό σου, η δράση είναι ελάχιστη και παρατηρείς πως μεγεθύνονται τα πράγματα που δεν θα πρόσεχες αν βρισκόσουν σε κίνηση. Και το θέμα ειναι πως η ζωή είναι πάντα εκεί, προχωράει, τρέχει και δεν περιμένει κανέναν.

Τελειώνοντας το βιβλίο μου, μου μένει μια γλυκόπικρη γεύση, κλείνω τα μάτια και γυρνάω στο κορίτσι που ήμουν, στα όνειρα που είχα, στα σχέδια που έκανα. Όλα πάντα σε κίνηση, και ασταθή. Σε ένα μόνο έμεινα σταθερή. Δεν ήθελα να πλήξω ποτέ. Και σε αυτό φοβάμαι πως απέτυχα. Αποτυγχάνω κάθε μέρα.

Και αναρρωτιέμαι.. Μουδιάζουμε λόγω των συνθηκών που μας δοκιμάζουν τελευταία ή το ίδιο θα συνέβαινε σε όλες τις εποχές; Πέρα απο τις κρίσεις που ζούμε, κοινωνικές, οικονομικές, ηθικές και τόσες άλλες, μήπως υπάρχει και μια προσωπική για τον καθένα μας; Αυτή η ακινησία είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες μας, ακόμη κι αν έχουμε πετύχει τους στόχους μας;

Για να σας απαντήσω ειλικρινά δεν γνωρίζω. Γνωρίζω όμως πως πρέπει να παλεύω κάθε μέρα, ώστε μια φορά να έρθει κάποιος να με τραβήξει απο αυτό το πηγάδι της ακινησίας. Να σβήσω αυτό το κάψιμο. Το δικό μου burn out.