Αικατερίνη Παπαγεωργίου στο JennyGr: Στα 27 της, σκηνοθετεί το «Μεμοράντουμ», είναι υπεύθυνη στο θεατρικό εργαστήρι του Κορυδαλλού και μητέρα ενός αγοριού
Άννα Καντζηλιέρη
23 Δεκεμβρίου 2024
Ταλαντούχα, ευφυής, τολμηρή, γενναία και αποφασιστική θα ήταν τα πέντε επίθετα που θα χρησιμοποιούσα για να περιγράψω την Αικατερίνη Παπαγεωργίου, τη σκηνοθέτιδα που ήρθε με μεγάλη όρεξη και πολύ μεράκι να παρουσιάσει θεατρικά έργα μέσα από τη δική της σύγχρονη ματιά. Αν και μόλις 27 χρονών έχει καταφέρει να σημειώσει μια αξιόλογη πορεία στον χώρο της υποκριτικής, φέροντας τη σκηνοθετική υπογραφή επιτυχημένων παραστάσεων.
Φέτος, ανεβάζει μαζί με τη θεατρική ομάδα της «The Young Quill» την παράσταση «Μεμοράντουμ» στο θέατρο Μπέλλος. Τη συνάντησα ένα ηλιόλουστο πρωινό του Δεκέμβρη στις εγκαταστάσεις του θεάτρου και μιλήσαμε για τη ζωή της μπροστά και πίσω από τα φώτα. Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου δεν είναι απλώς μια σκηνοθέτιδα που υπογράφει έργα. Είναι μία καλλιτέχνιδα που της αρέσει να διηγείται ιστορίες με τον πιο ουσιαστικό και αληθινό τρόπο, παρουσιάζοντας στον θεατή μία άρτια ολοκληρωμένη δουλειά από κάθε άποψη. Δίνει προσοχή στις λεπτομέρειες, άλλωστε αυτές είναι που την οδήγησαν εδώ που βρίσκεται σήμερα.
Η αγάπη της για την υποκριτική δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο του θεάτρου. Εδώ και περίπου μια διετία είναι υπεύθυνη σκηνοθέτις στο Θεατρικό Εργαστήρι του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού 1. Καθημερινά έρχεται σε επαφή με άνδρες κρατούμενους, μυώντας τους στον κόσμο του θεάτρου, εκεί όπου όλα είναι πιο όμορφα. Όπως λέει, το θέατρο αποτελεί διέξοδο από μια ζοφερή πραγματικότητα για τους κρατούμενους την πιο ματαιωμένη περίοδο της ζωής τους.
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου έχει πολλούς λόγους να είναι υπερήφανη για τον εαυτό της και τη διαδρομή της ως σήμερα. Ωστόσο, αν έπρεπε να επιλέξει το πιο φωτεινό σημείο αυτής της διαδρομής, είναι βέβαιο πως θα ήταν ο ερχομός του γιου της. Στα 23 χρόνια της έγινε μητέρα ενός αγοριού και σίγουρα αυτός ο ρόλος είναι ο πιο δύσκολος, ο πιο απαιτητικός, αλλά και ο πιο όμορφος της ζωής της.
Η ζωή της θα μπορούσε να ήταν βιβλίο: Από την Ελλάδα στο Λονδίνο και πίσω, από τον χορό στη σκηνοθεσία, από την πρώτη παράσταση μετά τον κορονοϊό στο θεατρικό εργαστήρι του Κορυδαλλού και από την ανέμελη ζωή μιας φοιτήτριας στη γεμάτη υποχρεώσεις ζωή μιας μητέρας μονογονεϊκής οικογένειας. Τον τίτλο του τον αφήνω επάνω της, αν και μπορεί να τον γνωρίζει ήδη. Το happy end είναι δεδομένο.
Διάβασε όλη τη συνέντευξη της Αικατερίνης Παπαγεωργίου στο JennyGr:
- Το «Μεμοράντουμ» θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθρεφτίζει την ελληνική κοινωνία όσον αφορά στο δημόσιο σύστημα και στη σχέση του ατόμου με το κράτος. Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε αυτό το θεατρικό έργο;
Αυτό που με γοήτευσε σε αυτό το έργο είναι ότι μου φάνηκε τόσο ενδιαφέρον το γεγονός ότι γράφτηκε ως σχόλιο ενός σοβιετικού καθεστώτος της Τσεχοσλοβακίας. Στην Ελλάδα είχε ανέβει μόνο μία φορά ως σχόλιο κατά της Χούντας. Και τα δύο καθεστώτα ήταν απολυταρχικά, αλλά ιδεολογικά ήταν πολύ αντίθετα, οπότε είχα την περιέργεια να μάθω πώς συνδέεται αυτό. Εν τέλει, επειδή το έργο λαμβάνει χώρα σε ένα πολύ καφκικό σύμπαν - παράδοξο και λίγο άχρονο - μιας δημόσιας υπηρεσίας, το ερώτημα που προέκυψε εκκωφαντικά διαβάζοντας αυτό το κείμενο, ήταν το τι κάνει ο άνθρωπος με το σύστημα. Τι κάνεις με ένα σύστημα που αναγνωρίζεις ότι είναι αναξιοκρατικό, δυσλειτουργικό και ξέρεις ότι αν συγκρουστείς μαζί του, θα ηττηθείς και θα περιθωριοποιηθείς εσύ ως μονάδα; Από την άλλη, αν ενταχθείς σε αυτό, θα εκφυλιστείς. Οπότε, εκεί γεννάται ένα τεράστιο ερώτημα που εγώ προσωπικά δεν έχω απάντηση και με αφορά. Πώς διαχειρίζεσαι την επιβεβλημένη κοινωνική αδικία, που ξέρεις ότι μπορεί εσύ τώρα να μην την υφίστασαι, αλλά αν πας να την καταδείξεις, μπορεί να αρχίσεις να την υφίστασαι;
- Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσα από το «Μεμοράντουμ» σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο; Μπορεί να αναφερόμαστε σε μια κωμωδία, όμως γνωρίζουμε ότι στο πλαίσιο του χιούμορ λέγονται οι μεγαλύτερες ή οι πιο σκληρές αλήθειες.
Θέλω να θέσω αυτό το ερώτημα για να κληθεί - όποιος το αντιληφθεί - να διερωτηθεί για τον εαυτό του. Μολονότι η παράσταση είναι κωμωδία, πολιτική σάτιρα, και ο κόσμος γελάει, υπάρχει έντονο το κομμάτι της πικρίας, ειδικά στο τέλος, γιατί στην πραγματικότητα γελάμε με τους εαυτούς μας, με την κοινωνία στην οποία όλοι είμαστε μέλη και όλοι κάτι δικό μας αναγνωρίζουμε σε αυτή τη συνθήκη. Τοποθετώντας το έργο σε ένα ερεβώδες χωροχρονικό πλαίσιο, αυτός ο δημόσιος οργανισμός θα μπορούσε να είναι μια πολυεθνική εταιρεία ή το εσωτερικό ενός κόμματος, δηλαδή ο τρόπος λειτουργίας του είναι τέτοιος που δεν σε οδηγεί απαραίτητα στο ΙΚΑ. Είναι λίγο πιο διευρυμένο.
- Τι θα θέλατε να έχει εισπράξει ο θεατής φεύγοντας από το θέατρο, μετά το πέρας της παραστασης;
Θα ήθελα να έχει εισπράξει ή να έχει ξαναθυμηθεί το μέγεθος του προβλήματος των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, στα οποία υπάρχουμε και αυτό, όχι να το έχει εισπράξει ως διαπίστωση, αλλά να αφιερώσει έστω και τρία λεπτά να σκεφτεί το γιατί, το πώς και το αν. Το σύστημα και οι ιδεολογίες αλλάζουν, αλλά επανέρχονται, είναι λίγο σαν τη Λερναία Ύδρα. Το σύστημα συνεχώς τροφοδοτείται και ανασυγκροτείται από τις στάχτες του. Όλες τις φορές που είχαμε μεγάλες ιστορικές μεταβολές, μετά από κάποια χρόνια, παρατηρεί κανείς ότι υπάρχει πάλι ένα πολύ ισχυρό κεντρικό σύστημα εξουσίας, το οποίο έχει μεγάλο βαθμό αναξιοκρατίας και πολλές δυσλειτουργίες. Ενώ κάτι φτιάχνεται από τους ανθρώπους με σκοπό να εξυπηρετήσει τους ανθρώπους, καταλήγει να είναι εντελώς αυτοτροφοδοτούμενο και εν τέλει να κάνει κάτι άλλο από το να εξυπηρετεί τους ανθρώπους από τους οποίους, αρχικά, φτιάχτηκε. Αυτό είναι που θα ήθελα να καταδεικνύεται μέσα από την παράσταση και πάνω σε αυτό να προβληματίζεται κανείς.
- Ασχολείστε με τη σκηνοθεσία εδώ και περίπου μια πενταετία. Υπήρξαν λεπτές γραμμές που σας δυσκόλεψαν στο εν λόγω έργο; Συναντήσατε κρίσιμα σημεία;
Η μεγαλύτερη πρόκληση που κλήθηκα και εγώ, αλλά και η ομάδα των ηθοποιών να διαχειριστούμε, είναι ότι έπρεπε να κατανοήσουμε όλα αυτά τα σύμβολα που φέρει μέσα το έργο. Τον υπάλληλο που έχει αυτά τα συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς, τον άλλο παράδοξο υπάλληλο, ο οποίος δεν μιλάει καθόλου κατά τη διάρκεια του έργου, αλλά εν τέλει είναι αυτός που διοργανώνει όλη την επανάσταση, η οποία επανάσταση καταστέλλεται απλώς με την απειλή μιας απόλυσης. Η μεγαλύτερη δυσκολία αυτού του έργου ήταν να αναγνωρίσουμε τα σύμβολά του και να δούμε πώς μπορούμε να τα αποτυπώσουμε σκηνικά με σαφήνεια, όπως εμείς τα αναγνωρίσαμε σε ένα γραπτό κείμενο, να μπορεί ένας θεατής να τα αναγνωρίσει στην παράσταση.
- Διάβασα ότι σπουδάσατε Παραστατικές Τέχνες στο Λονδίνο και μετά κάνατε μεταπτυχιακό στη Σκηνοθεσία. Στα 22 σας σκηνοθετήσατε την πρώτη σας παράσταση. Πώς προέκυψε αυτό; Πώς ξεκίνησε το ταξίδι σας στον κόσμο της σκηνοθεσίας;
Το ταξίδι της σκηνοθεσίας ξεκίνησε από τα σχολικά χρόνια μου. Ετοιμαζόμουν για σπουδές χορού, είχα κάνει τις ακροάσεις μου και είχα προσανατολιστεί σε αυτό το κομμάτι. Μέσα σε ένα βράδυ, σκέφτηκα ότι θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ με το θέατρο, όχι όμως με το κομμάτι της υποκριτικής. Είχα έναν καθηγητή στο σχολείο, ο οποίος με είχε επηρεάσει έντονα. Τότε, πήγα να κάνω την ακρόαση στο Central για το τμήμα των Παραστατικών Τεχνών. Μου είπαν ότι αυτή είναι η καλύτερη σχολή γι’ αυτό που θέλω, δεν υπήρχε και Τμήμα Σκηνοθεσίας σε προπτυχιακό επίπεδο, οπότε κατέληξα εκεί. Όταν με πήραν, είπα ότι θα πάω να το κάνω. Είχα άγνοια κινδύνου τότε. Από το πρώτο κιόλας έτος με ενδιέφερε η σκηνοθεσία, οπότε περίμενα να ολοκληρώσω αυτό το πτυχίο για να κάνω το μεταπτυχιακό μου στη σκηνοθεσία.
Η αρχική μου σκέψη και επιθυμία ήταν να μείνω στην Αγγλία. Υπήρχε ένα κομμάτι μέσα μου που έλεγε ότι θα ήθελα να δουλέψω και στη μητρική μου γλώσσα. Μερικές φορές, ένιωθα ότι υπάρχει ένα χάσμα, όχι τόσο γλωσσικό, αλλά πολιτισμικό, οπότε ήθελα να το δω και αλλιώς. Τότε κιόλας η καθηγήτριά μου μού είπε ότι, αν γυρίσω στην Ελλάδα θα ξεκινήσω πιο γρήγορα να δουλεύω ως σκηνοθέτις, ενώ στην Αγγλία θα μου έπαιρνε πολλά χρόνια μέχρι να το κάνω εγώ η ίδια. Επειδή είμαι φύσει ανυπόμονη, μία που μου το είπε αυτό και μία που αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Τότε, έτυχε να έχω τα δικαιώματα του πρώτου έργου του Φλοριάν Ζελέ, που τον ήξεραν και στην Ελλάδα, γιατί είχαν ανέβει έργα του, οπότε ήταν εύκολο να κλείσω δουλειά έχοντας ένα καλό έργο στα χέρια μου. Μετά το ένα το έφερε το άλλο. Η ομάδα μου, το The Young Quill, υπήρχε, επίσης, από την Αγγλία. Είχαμε ανεβάσει παραστάσεις, οπότε είχαμε και αυτή την ασφάλεια που έπαιξε σημαντικό ρόλο. Κάπως οργανικά ξεκίνησα να οδηγούμε από τη μία δουλειά στην άλλη. Όχι εύκολα, αλλά δεν έζησα αυτό που τελείωνε κάτι και δεν ήξερα τι θα κάνω.
- Αλήθεια, αυτό ήταν το όνειρό σας; Γιατί γνωρίζω πως πέρα από το μικρόβιο της σκηνοθεσίας που έχετε μέσα σας, είστε και εξαιρετική χορεύτρια.
Σίγουρα η σκηνοθεσία ήταν το μεγάλο μου όνειρο. Εκεί καταλήγω. Γι’ αυτό μου ήταν και τόσο εύκολο να αφήσω τον χορό. Ο χορός μου άρεσε και μου αρέσει και για αυτό κάνω μαθήματα μέχρι σήμερα. Είμαι πολύ αφοσιωμένη σε αυτό, είναι κάτι εσωτερικό. Ακόμα και η διαδικασία εξέλιξης και προόδου ενός χορευτή απαιτεί μια πειθαρχία, μια εσωστρέφεια και μια επιμονή που είναι τρομερά αξιοθαύμαστα, αλλά εγώ συνειδητοποίησα πως είχα την ανάγκη να ασχολούμαι με κάτι πιο εξωστρεφές και όσον αφορά στο κοινό και όσον αφορά στη διαδικασία.
Αν δεν υπήρχε αυτός ο καθηγητής τότε, ίσως και να μην είχα ανακαλύψει την αγάπη μου για τη σκηνοθεσία. Επειδή είμαι πολύ πειθαρχημένος άνθρωπος, όταν παίρνω μια απόφαση, προσπαθώ να την υποστηρίζω μέχρι το τέλος. Δεν θα είχα αφήσει καν το περιθώριο στον εαυτό μου να κάνει κάτι άλλο. Ο χορός με έχει βοηθήσει πολύ στη σκηνοθεσία. Σχεδόν δεν θα μπορούσα να αντιλαμβάνομαι κάποια πράγματα με επάρκεια, αν δεν υπήρχε το κομμάτι του χορού. Το σώμα παράγει δραματουργία. Είναι σημαντικό να αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν χρειάζεται να κάνει ακροβατικά ή κάτι άλλο πολύ εντυπωσιακό για να παράγει δραματουργία. Το σώμα και η διάδραση των σωμάτων είναι φορείς και πομποί ιστοριών, συνθηκών και αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο να το ξέρεις, αλλά να μπορείς και να το καθοδηγήσεις.
- Από την άνοιξη του 2023 είστε υπεύθυνη σκηνοθέτις και εμψυχώτρια στο Θεατρικό Εργαστήρι του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού. Πώς ήρθε αυτή η πρόταση;
Η πρόταση να είμαι στο Θεατρικό Εργαστήρι του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού 1 προέκυψε εντελώς τυχαία. Όταν αναλάβαμε το θέατρο, θέλαμε όλες τις παραστάσεις που κάνουμε, να τις μεταφέρουμε σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Μακάρι να μπορούσαμε να το κάνουμε και λέω μακάρι, όχι γιατί δεν έχουμε τη θέληση, αλλά την οικονομική δυνατότητα. Τότε, βρέθηκε ένας άνθρωπος που μας πρότεινε το Σωφρονιστικό Κατάστημα Κράτησης του Κορυδαλλού 1. Εμείς δεχτήκαμε και πήγαμε να παρουσιάσουμε την παράσταση. Τότε, γνωρίστηκα με τους ανθρώπους της κοινωνικής υπηρεσίας. Το εργαστήριο έτρεχε ήδη, αλλά υπήρχαν πολλά προβλήματα λόγω του covid και μου ζήτησαν να πάω επικουρικά στην αρχή για να βοηθήσω στο στήσιμο της παράστασης που ανέβαινε τότε. Αυτή η συνεργασία πήγε πολύ καλά, είχα μεγάλο ενθουσιασμό. Άρχισα να ανακαλύπτω πράγματα για το θέατρο, τους ανθρώπους, την έννοια του σωφρονισμού, ακόμα και για εμένα την ίδια. Μετά μου πρότειναν να το αναλάβω εξ ολοκλήρου και έτσι έγινε.
- Περνάτε ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς σας στον Κορυδαλλό μαζί με τους φυλακισμένους. Πως έχει επηρεάσει το θέατρο τη ζωή τους; Ποιος είναι ο στόχος σας σε αυτή την προσπάθεια;
Το πιο απλό και το πιο βασικό είναι ότι σε μια ζοφερή πραγματικότητα ενός Καταστήματος Κράτησης, το θέατρο είναι μια τεράστια διέξοδος. Σε αυτό το εργαστήριο, φτιάχνουμε μια ομάδα που λειτουργεί για έναν ολόκληρο χρόνο. Συναντιόμαστε τρεις φορές την εβδομάδα. Στόχος μου είναι να δημιουργείται ένα θετικό αποτύπωμα για τους ανθρώπους αυτούς, γιατί βρίσκονται στην πιο ματαιωμένη στιγμή της ζωής τους, στην πιο ηττημένη, μετά από ένα σκληρό βίωμα. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για τη δημιουργία ενός θετικού βιώματος. Φτιάχνουμε αυτή την ομάδα, θεσπίζουμε όλοι μαζί κανόνες συμπεριφοράς και συνεργασίας, τους οποίους δεσμευόμαστε ότι θα τηρούμε. Θέτουμε ένα στόχο και τον πετυχαίνουμε, γεγονός που λειτουργεί σαν μια τεράστια κινητήρια δύναμη.
Σε αυτή τη στιγμή, που δεν υπάρχει τίποτα, δηλαδή ατενίζουν κάτι εντελώς ερεβώδες στη ζωή τους, είναι πολύ σημαντικό να καταφέρουν κάτι, να πιστέψουν σε κάτι και να μπορέσουν να φέρουν κάτι εις πέρας. Είναι το πρώτο βήμα προς την επανένταξη και την αποδοχή. Μέσα στην ομάδα είναι πρωτίστως ηθοποιοί ή μαθητές ενός θεατρικού εργαστηρίου και δευτερευόντως κρατούμενοι. Το ξεχνάμε αυτό, κάνουμε θέατρο και αυτό είναι σπουδαίο γι’ αυτούς και για εμένα που το παρατηρώ. Να βλέπεις ανθρώπους που είναι σε μια τόσο ματαιωμένη στιγμή στη ζωή τους, να βρίσκουν δύναμη και να παλεύουν για κάτι, είναι τρομερό μάθημα. Σου λέει ότι ο άνθρωπος έχει τρομερή δύναμη μέσα του, αξίζει να πιστεύεις σε αυτόν, γιατί στη δυσκολότερή του στιγμή μπορεί να έρχεται και να παράγει κάτι όμορφο. Να παράγει τέχνη. Επίσης, είναι ελπιδοφόρο και για το ίδιο το θέατρο, γιατί βλέπεις ότι είναι ένα τρομερά ισχυρά σωφρονιστικό εργαλείο. Βλέπεις ανθρώπους που μετατοπίζονται συθέμελα, που αλλάζουν συμπεριφορικά ημέρα με την ημέρα. Εκεί, εγώ απέκτησα μεγάλη πίστη για το τι μπορεί να κάνει το θέατρο.
- Τι μαθαίνετε καθημερινά μέσα από τη συναναστροφή μαζί τους;
Τις περισσότερες φορές συγκινούμαι για τις πλάκες που έκαναν στο μάθημα και γέλασαν, για τις στιγμές που άκουσαν τις οδηγίες μου ή που στο τέλος του μαθήματος έρχονται και μου λένε με τόση ζέση τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Μυούνται στη διαδικασία μιας πρόβας, που για εμάς δεν είναι καινούργιο και φρέσκο, αλλά γι’ αυτούς είναι μεγάλο. Ακόμα και να πάρουν μια υποκριτική οδηγία και να την ακολουθήσουν. Αυτή η κατάσταση που φέρνει συγκίνηση. Είναι μια εμπειρία που έχει να σε διδάξει. Δεν θέλω να το εξωραΐσω, αλλά παρουσιάζω μόνο το όμορφο κομμάτι. Είναι, όμως και σκληρό. Εκτός από όλα τα ωραία που σε διδάσκει, που είναι αποκαλυπτικό για εμένα, ούτε που το είχα φανταστεί στη ζωή μου, υπάρχει και μια σκληρότητα, από την οποία συνειδητοποιείς κάποια πράγματα. Το μέγεθος των σχέσεων εξουσίας και επιβολής ανάμεσά τους είναι ένα από αυτά. Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα περιβάλλον και να βλέπεις όλα τα προβλήματα και όλη την ομορφιά μιας κοινωνίας συμπυκνωμένα και σε τρομερή ένταση. Είναι έγκλειστοι, είναι εκεί και τα ζουν κάθε ημέρα.
- Είστε μητέρα ενός 4χρονου αγοριού που αποκτήσατε στα 23 χρόνια σας. Ποιο ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που κληθήκατε να διαχειριστεί αποκτώντας παιδί σε αυτή την ηλικία;
Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό, είναι να υπάρχει υποστηρικτικό περιβάλλον. Εγώ, αν δεν είχα τη μητέρα μου και τον σύζυγό της, να μου εγγυόντουσαν ότι θα με στηρίξουν ποικιλοτρόπως, από το οικονομικό κομμάτι μέχρι πρακτικό, γιατί τότε μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές και ξεκινούσα να δουλέψω και είχα πολλά όνειρα και στόχους, όπως και μια ομάδα ανθρώπων που δεν ήθελα να αφήσω, οπότε αν δεν υπήρχε αυτό το πλαίσιο, δεν ξέρω πως θα το έκανα, όχι μόνο εγώ, αλλά ο καθένας. Το παιδί χρειάζεται πολύ χρόνο, αλλά και κόστος. Και γι’ αυτό το κόστος πρέπει να δουλέψεις, αλλά οι χρόνοι δεν βγαίνουν. Είναι πολύ μεγάλη αλλαγή και εγώ ήμουν και πολύ μικρή. Κάποια πράγματα δεν τα ήξερα ούτε ως αφηγήματα. Μπήκα σε μια διαδικασία, που είπα ότι δεν θα διαβάσω τίποτα, δεν θα ακούσω τίποτα, αλλά θα προσπαθήσω να αναπτύξω τον δικό μου τρόπο να ενταχθώ σε αυτό το κομμάτι. Είναι μεγάλες οι αλλαγές και πολύ αποσταθεροποιητικές και χρειάζεσαι ανθρώπους να σε στηρίξουν.
- Η κοινωνία στέκεται στο πλευρό των μονογονεϊκών οικογενειακών; Ποιες προκλήσεις κληθήκατε να αντιμετωπίσετε;
Στο κομμάτι της μονογονεϊκής οικογένειας, επειδή εγώ έτυχε να είμαι και παιδί μονογονεϊκής οικογένειας, δεν συγκρίνονται οι δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η μητέρα μου με τις δυσκολίες που έχω κληθεί να αντιμετωπίσω εγώ. Εγώ κάποιες κοινές δυσκολίες, αποδοκιμασίες ή αμφισβήτηση τις έχω αντιμετωπίσει περισσότερο λόγω του νεαρού της ηλικίας και λιγότερο λόγω της μονογονεϊκής οικογένειας. Θεωρώ ότι αν ήμουν 35 και όχι 27 κάποια πράγματα που μπορεί να έχουν πει και να με έχουν στεναχωρήσει ή κάποια άλλα που καταλαβαίνω ότι έχουν συζητηθεί και να έχω πικραθεί, θεωρώ ότι δεν θα είχαν συμβεί. Στο κομμάτι της μητέρας μου, θυμάμαι ότι όταν ήμουν εγώ στο δημοτικό και χώρισε από τον πατέρα μου, υπήρχε ένα άλλου τύπου κουτσομπολιού και διάκρισης. Οι χωρισμένες μαμάδες ήταν μία παρέα και οι άλλοι γονείς άλλη παρέα. Στις ημέρες μας υπάρχουν πολλές μονογονεϊκές οικογένειες, όπως και ομόφυλα ζευγάρια που είναι κηδεμόνες ενός παιδιού. Σίγουρα τα πράγματα δεν είναι ιδανικά, αλλά έχουμε μπει σε μια διαδικασία που τα πράγματα έχουν αρχίσει να μεταβάλλονται.
- Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση του παιδιού σας, τι θα λέγατε για το ταξίδι της μητρότητας;
Αυτά τα τέσσερα χρόνια η μητρότητα μου έχει διδάξει υπομονή, που δεν είχα, και να κάνω μια καλύτερη ανάγνωση ερεθισμάτων του ανθρώπου. Τα παιδιά, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες, δεν μπορούν να σου εκφράσουν εύκολα αυτό που νιώθουν, οπότε μπαίνεις σε μια διαδικασία να αφουγκράζεσαι και να αντιλαμβάνεσαι. Το πώς ξαφνικά ξεκινάς και σκέφτεσαι για δύο, νιώθεις ότι σου δίνει ένα άπλωμα ζωής και τέλος, είναι μια σχέση που καταλαβαίνεις ότι πρέπει να κάνεις και πίσω. Γίνεσαι πιο ευμετάβλητος και ευπροσάρμοστος λόγω αυτής της βαθιάς αγάπης.
- Αν σας ζητούσε κάποιος να σκηνοθετήσετε τη ζωή σας, τι θα θέλατε να περιλαμβάνει η ιστορία της σε βάθος 10 χρόνων;
Ένα άλλο τρομερό πράγμα που μου συνέβη είναι ότι, μολονότι ήμουν ένα παιδί που έκανα πολλά όνειρα, όταν έμεινα έγκυος και αποφάσισα ότι θέλω να κάνω παιδί, ήρθε η ζωή μου τούμπα κυριολεκτικά μέσα σε εννιά μήνες. Τότε, έκανα πολύ πίσω στον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Ξεκίνησα να λέω ότι θα κάνω όνειρα για το επόμενο εξάμηνο, για το επόμενο επτάμηνο. Έλεγα στον εαυτό μου να μην κάνει μεγαλόπνοα όνειρα, γιατί η ζωή έρχεται τούμπα από τη μια στιγμή στην άλλη. Πραγματικά, δεν ξέρω. Νομίζω ότι θα ήθελα ότι προκύψει και για κάποιο λόγο θελήσω να κάνω, να έχω τη διαύγεια και να το δω και να το κάνω. Δεν θέλω να το προκαταβάλλω. Να βρεθώ στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή και να έχω την κατάλληλη ευκαιρία και την κατάλληλη διάθεση. Πολλές φορές, μπορεί να περνάνε πράγματα από μπροστά σου και εσύ να μην είσαι σε φάση να το αντιληφθείς.
Φωτογραφίες: Τζίνα Σκανδάμη
Πληροφορίες παράστασης:
Μεμοράντουμ, θέατρο Μπέλλος, Πέμπτη με Κυριακή
Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου
Παίζουν: Αλέξανδρος Βάρθης, Θανάσης Βλαβιανός, Τάσος Λέκκας, Αλεξάνδρα Μαρτίνη, Φάνης Μιλλεούνης, Ελίζα Σκολίδη, Ορέστης Χαλκιάς
Read More
- Τις είδαμε και τις προτείνουμε: 8 θεατρικές παραστάσεις να δεις τον Δεκέμβριο στην Αθήνα
- Από τον Χάβελ στον πυρήνα του ελληνικού δημοσίου: Το “Μεμοράντουμ” είναι η αλληγορική και σύγχρονη παράσταση που δεν πρέπει να χάσεις
- Θάλεια Ματίκα - Τάσος Ιορδανίδης: «Θέλω να σου κρατάω το χέρι, γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά»