Ανταπόκριση από την απολαυστική πλευρά της Σαρακοστής.
Την πρώτη φορά που γεύτηκα καλαμαράκι, ήμουν δεν ήμουν 5 χρονών. Η συνάντησή μας ήταν μοιραία. Τόσο, που την θυμάμαι μέχρι σήμερα. Μέρες νηστείας, καλή ώρα, ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου, όπου υπήρχε ένας άγραφος κανόνας: δεν έφευγες ποτέ νηστικός. Η χρυσοχέρα γιαγιά μου, η κυρά-Μαίρη, δεν ήξερε τι θα πει κακή μέρα· ούτε στη ζωή, ούτε στη μαγειρική. Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, είχε σκοπό να μαγειρέψει καλαμαράκι. Έλα, όμως, που εγώ το συγκεκριμένο θαλασσινό δεν ήθελα να το βλέπω ούτε ζωγραφιστό. Εκείνη πάλι ήταν να μην βάλει κάτι με μυαλό της. Έκανε, λοιπόν, τα μαγικά της, γέμισε το καλαμάρι με ρύζι και μυρωδικά, έριξε και μπόλικο από το δικό της μυστικό συστατικό, ανόθευτη αγάπη, και ήρθε και έγινε ένα πιάτο… μούρλια. Δοκίμασα και αυτό ήταν: πιάστηκα στα πλοκάμια του για πάντα.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η γευστική σταδιοδρομία μου στη σαρακοστιανή κουζίνα αλά γιαγιά Μαίρη. Στο μαγειρικό σύμπαν της, οι μέρες αυτές είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα και για του λόγου το αληθές υπήρξε ειδικό section στο συνταγολόγιό της, με τον χειρόγραφο τίτλο «ΤΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΙΑΝΑ». Με καλλιγραφικά κεφαλαία γράμματα, για να προλογίσει όλα τα ωραία που ακολουθούσαν με την πρέπουσα επισημότητα. Την περίοδο εκείνη έκανε συνταγές που δεν τις συνήθιζε τον υπόλοιπο χρόνο. Στην κουζίνα της πρωταγωνιστούσαν τότε τα θαλασσινά, τα όσπρια και τα λαδερά, που πάντα τα «πείραζε» με κάποια μαγειρική τσαχπινιά. Προμηθευόταν τρυφερά αμπελόφυλλα και τύλιγε ένα-ένα με τέχνη τα ξακουστά της ντολμαδάκια γιαλαντζί. Πάντρευε τις σουπιές με τα κοκκάρια, τα χταπόδια με το κοφτό μακαρονάκι. Μα και τα επιδόρπια δεν πήγαιναν πίσω. Στριφτές κολοκυθόπιτες με κίτρινη κολοκύθα, σταφίδες και καρύδια, ψητά μήλα με κανέλα και ταχίνι, λουκουμάδες περιχυμένοι με μυρωδάτο μέλι. Δεν είχε τελειωμό στ’ αλήθεια η λίστα με τα νηστίσιμα καλούδια της γιαγιάς Μαίρης.
Σαράντα και βάλε Σαρακοστές μετά, ένα απόγευμα που ήμουν στην κουζίνα του πατρικού μου και βοηθούσα τη μητέρα μου να τακτοποιήσει τα ψώνια από τα Lidl, έπεσα πάνω στο ξεχασμένο συνταγολόγιο της γιαγιάς, ένα ιδιαίτερο γευστικό ενθύμιο από εκείνη. Οι συνειρμοί ήταν μοιραίοι, σαν την πρώτη συνάντηση του παιδικού μου εαυτού με το καλαμάρι. Άνοιξε το χρονοντούλαπο και βρέθηκα και πάλι σε εκείνη την ασίγαστη κουζίνα, που δεν στέρευε ποτέ από μυρωδιές και γεύσεις και μεράκι. «Μπορώ να το κρατήσω;» ρώτησα τη μητέρα μου και εκείνη ένευσε καταφατικά. Και έτσι, σε μια στιγμή, αποφάσισα να βάλω και εγώ το ίδιο στοίχημα που τότε με τόση ευκολία είχε κερδίσει η γιαγιά μου. «Φέτος θα νηστέψουμε!» είπα δυνατά, για να το πιστέψω και η ίδια.
«Νηστεία; Δεν θα πάρω!» απάντησε ο αγαπημένος μου, αργότερα, όταν του έριξα την ιδέα στο σπίτι. Παρόμοια ήταν και η αντίδραση των παιδιών. «Δεν παίζει να την βγάλω τόσες μέρες με φακές και φασόλια» είπε ο έφηβος γιος μου, ενώ το πεντάχρονο κοριτσάκι μου πέταξε ένα αξιολάτρευτο «Έχει η νηστεία μακαλόνια με κιμά;» Παρόλα αυτά, δεν με πτόησαν οι αντιστάσεις τους, γιατί ήμουν βέβαιη ότι αυτή τη φορά θα κατάφερνα να τις υπερνικήσω! Πέρα από το όνομά της, δύο πράγματα ακόμη έχω πάρει από τη γιαγιά Μαίρη: το πείσμα της και το μαγειρικό της ταλέντο. Έχω βέβαια και τα Lidl για σύμμαχο, να τα λέμε και αυτά. Γιατί όπως έλεγε και εκείνη «οι πρώτες ύλες είναι το άλφα και το ωμέγα».
«Ελάτε, ας το δοκιμάσουμε!» επέμεινα. Ήμουν τόσο σίγουρη ότι το πείραμα θα πάει καλά που τους πρότεινα να νηστέψουν κατά βούληση. Εγώ θα ετοίμαζα καθημερινά μια νηστίσιμη συνταγή και όποιος ήθελε μπορούσε να ακολουθήσει. Για τους υπόλοιπους θα βρίσκαμε μια εναλλακτική. Μα έλα που τελικά τα νηστίσιμα πιάτα μου έγιναν… περιζήτητα. Το τεφτέρι με τις συνταγές της γιαγιάς δεν έπιασε απλά τόπο, έκανε θραύση. Φρόντισα, βέβαια, να οπλίσω τη μαγειρική φαρέτρα μου με τα πιο διαλεχτά υλικά. Αυτό ήταν μάλλον το ευκολότερο κομμάτι, αφού αρκούσε μια βόλτα στα Lidl. Κάπως ταυτίστηκα ακόμα πιο πολύ! Θες γάμπαρη, θες κάπαρη, ταραμάδες, ταχίνια, χαλβαδόκρεμες, εκλεκτά όσπρια, λαχανικά και μυρωδικά από κάθε γωνιά της Ελλάδας, πιο ψαγμένα vegan υλικά, όρεξη να υπάρχει και όλα τα καλά βρίσκονται.
Για την πρεμιέρα της σαρακοστιανής μου μαγειρικής διάλεξα - τι άλλο; - το ίδιο πιάτο που είχα ερωτευτεί και εγώ σαν παιδί: γεμιστό καλαμαράκι της… γιαγιάς. Είχα λιγάκι άγχος αν το αποτέλεσμα θα ήταν αντάξιο της γευστικής ανάμνησης. Μα, με το που έβγαλα το ταψί από τον φούρνο, μοσχοβόλησε η κουζίνα και όλοι ανυπομονούσαν να το γευτούν. Για το αν πέτυχε η συνταγή μίλησαν πρώτα και καλύτερα τα άδεια πιάτα. Τα παιδιά ζήτησαν και δεύτερη μερίδα, όσο ο αγαπημένος μου με παίνευε με ενθουσιώδη «Γεια στα χέρια σου!» «Γιαγιά στα χέρια μου…» σκέφτηκα και χαμογέλασα, κοιτώντας το μαγικό συνταγολόγιο που φέτος θα μας έκανε να αγαπήσουμε οικογενειακώς την κουζίνα της Σαρακοστής· μιας κουζίνας γεμάτης μεράκι και ψυχή, στην οποία κάθε μέρα αξίζει!
Ακολουθήστε το jenny.gr στο google news και μάθετε τα πάντα γύρω από τη διατροφή, τη γυμναστική, το σεξ και την ψυχική υγεία.