Η πρώτη αλλοδαπή anchorwoman του πιο ιστορικού δελτίου της Γερμανίας θα είναι Ελληνίδα.
Από τον Γιώργο Πράτανο.
Αμβούργο, δεκαετία του ‘90. Ένα μελαχρινό κορίτσι δουλεύει στο περίπτερο μιας γκρίζας συνοικίας, που ποτέ δεν έχει μπει σε τουριστικούς οδηγούς της πόλης. Ταυτόχρονα πηγαίνει στο σχολείο της περιοχής και τα βράδια ονειρεύεται ένα λαμπρό μέλλον. Πώς κάποια ημέρα θα ανήκει στο παρελθόν αυτή η συνοικία που ζει, με τους τόνους μπετόν. Οι γονείς της είναι μετανάστες από την Ελλάδα και έφτασαν στην πόλη που διαθέτει το μεγαλύτερο λιμάνι της Γερμανίας. Έφυγαν με το μεγάλο κύμα των μεταναστών, για να βρουν μια καλύτερη τύχη. Ανάμεσα στο περίπτερο των γονιών της και το σχολείο, το μελαχρινό κορίτσι με τα μεσογειακά χαρακτηριστικά ξεχωρίζει ανάμεσα στις βορειοευρωπαίες φιγούρες που κυριαρχούν. Από μικρή ξεχώριζε και φρόντισε να συνεχίσει να το κάνει. Η Λίντα Ζερβάκη θα είναι η πρώτη αλλοδαπή anchorwoman που θα παρουσιάζει το «Tagesschau», του κεντρικού δελτίου ειδήσεων των 8 της γερμανικής κρατικής τηλεόρασης. Ήδη από τον Απρίλιο παρουσιάζει το δελτίο «Tagesthemen». Είναι άλλωστε ο διευθυντής του δελτίου «Tagesschau», και Gniffke, που μιλώντας για την ελληνογερμανίδα έκανε ειδική μνεία στην «εξαιρετική ακτινοβολία» της, προβλέποντας πως πολύ σύντομα θα παρουσιάζει το δελτίο ειδήσεων «Tagesschau» ως η κεντρική του παρουσιάστρια. «Ξεκίνησα από ένα ραδιοφωνικό σταθμό και στη συνέχεια βρέθηκα στην τηλεόραση. Δούλευα σε ένα μικρό τηλεοπτικό σταθμό στο Κίελ, στην Βόρεια Γερμανία. Το επόμενο βήμα μου ήταν η παρουσίαση ενός μικρού δελτίο ειδήσεων. Εκεί με «εντόπισε» ο τωρινός διευθυντής μου», δηλώνει η ίδια στο jenny.gr . Είναι απλή, «δωρική», ταιριαστή με το βόρειο κλίμα και ας το DNA της φωνάζει «Μεσόγειος»! Τελειώνοντας το λύκειο βρήκε δουλειά σε μια διαφημιστική εταιρεία, ως κειμενογράφος. Η συνέχεια γνωστή… Το «αμερικάνικο όνειρο» στη… γερμανική του έκδοση!
Το Αμβούργο διαθέτει 2.302 γέφυρες, περισσότερες από όσες διαθέτουν η Βενετία και το Άμστερνταμ μαζί. Η «γέφυρα»… Αυτό που ενώνει δύο κομμάτια γης, πολιτισμού, ιδεών, κοινωνιών. Η Λίντα Ζερβάκη αποκαλύπτει πως η οικογένειά της δεν είναι αυτό που ονομάζουμε «παραδοσιακά ελληνική» και το ίδιο ισχύει και για εκείνη… «Από τη στιγμή που γεννήθηκα στο εξωτερικό, είναι λογικό να έχουν μπερδευτεί οι κουλτούρες», σημειώνει με νόημα, ενώ δεν κρύβει πως «πολύ σπάνια μαγειρεύω ελληνικές συνταγές». Και όταν μιλάμε για ελληνικές συνταγές, το μυαλό δεν χρειάζεται να πάει πολύ μακριά… «Ξέρω να φτιάχνω τις εξής… δύο: Φασολάδα και τυρόπιτα».
Η 35χρονη Ελληνίδα έγινε για πρώτη φορά μητέρα, πριν από εννέα μήνες… «Είναι το καλύτερο πράγμα που έχω επιτύχει στη ζωή μου», εξομολογείται. Και επειδή κάποια πράγματα είναι απλά χαραγμένα στο DNA και δεν «θολώνουν» ποτέ, όσες κουλτούρες και αν διασταυρωθούν το φαινόμενο «βάλε-ζακέτα-θα-κρυώσεις» της ελληνίδας μάνας υπάρχει και στη Λίντα Ζερβάκη. « Είμαι τυπική, ελληνίδα μάνα και υπερπροστατευτική », παραδέχεται χαμογελώντας και καμαρώνει για τον εννιά μηνών γιο της.
Συζητάμε για τους Έλληνες που ζουν στον ελλαδικό χώρο γενικά και για την κρίση στη χώρα. «Βλέπω έναν λαό που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Αλλά οι Έλληνες έχουν κάτι που πάλι θα τους σώσει. Όσο και να μην τους εμπιστεύονται, θα καταφέρουν να ξεπεράσουν την κρίση. Οι Έλληνες είναι υπερήφανος λαός, δεν θα καταστραφούν τόσο εύκολα». Κι ενώ υπάρχουν πολλά περιστατικά όπου Έλληνες στο εξωτερικό αντιμετώπισαν χλεύη και ρατσιστική συμπεριφορά, λόγω όλων αυτών που συμβαίνει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της στρεβλής εικόνας που έχουν για όσα πραγματικά συμβαίνουν, η Λίντα Ζερβάκη είναι κάθετη: «Μέχρι τώρα δεν είχα ποτέ δυσκολίες με το συγκεκριμένο ζήτημα». Η προσαρμογή της καθημερινότητάς της, σε μια τόσο απαιτητική θέση, κάθε άλλο παρά εύκολη μπορεί να χαρακτηριστεί. Παρόλα αυτά, εκείνη δείχνει διατεθειμένη να ανταπεξέλθει! «Όταν δουλεύεις για τις ειδήσεις εργάζεσαι με βάρδιες. Δηλαδή μπορεί τη μια μέρα να ξεκινάω την δουλειά μου στις 03:30 τα ξημερώματα και να τελειώνω στις 10:00 το πρωί. Και την επομένη να πηγαίνω στις 23:30 μέχρι τις 06:00 χαράματα. Άλλοι παθαίνουν τζετ λαγκ από τα μακρινά ταξίδια, εγώ αισθάνομαι σχεδόν κάθε εβδομάδα έτσι. Δεν υπάρχει βιολογικό ρολόι! Και βέβαια, αν ξέρεις πως, παραδείγματος χάρη το βράδυ του Σαββάτου θα γίνει ένα πολύ καλό πάρτι αλλά το ξυπνητήρι θα χτυπήσει στις 05:30 τα ξημερώματα, θα είναι καλύτερα να ξεχάσεις το πάρτι και να πας νωρίς στο κρεβάτι». Είναι λογικό η επόμενη ερώτηση, να είναι πότε ακριβώς ήταν που «λύγισε». Πότε είπε στον εαυτό της «ok, ίσως και να μην αξίζει τόσο κόπο όλο αυτό που κάνω»; Η απάντηση της είναι έκπληξη, αφού δεν περιέχει κανένα ίχνος… γκρίνιας! «Όχι. Όλο αυτό που ζω μέχρι τώρα μοιάζει με ένα όνειρο και μου αρέσει πολύ!», απαντά χωρίς ίχνος δισταγμού. Πολλές ταινίες και σειρές βασίζονται στο concept του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στον εργασιακό χώρο. Και εκείνη, μια γοητευτική γυναίκα, πώς αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό με τους εκπροσώπους του αντίθετου φύλου; «Δεν έχω βρεθεί ακόμη αντιμέτωπη με μια τέτοια κατάσταση. Νομίζω, πάντως, πως ο ανταγωνισμός μεταξύ γυναικών είναι πιο σκληρός», τονίζει. Μιλώντας για άνδρες, η διάθεση ελαφραίνει, ειδικά όταν φτάνουμε στις συγκρίσεις! Οι Έλληνες άνδρες προσέχουν πιο πολύ την εξωτερική εμφάνιση τους, έχουν μεγαλύτερη αίσθηση του στυλ από τους Γερμανούς και… φαίνονται καλύτεροι όταν επιλέγουν να φορέσουν κοντά παντελόνια, απαντάει γελώντας ενώ εξίσου κολακευτική είναι η άποψη που έχει για τις σύγχρονες Ελληνίδες, «είναι πολύ μοντέρνες γυναίκες με αυτοπεποίθηση. Ξέρουν τι θέλουν στη ζωή τους», απαντάει. Ωστόσο, και λόγω επαγγελματικής διαστροφής, ζητάμε και τη γνώμη της για τις παρουσιάστριες της ελληνικής τηλεόρασης… «Είναι δύσκολα να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση γιατί δεν βλέπω και τόσο συχνά ελληνικά προγράμματα. Παρατήρησα ότι πάρα πολλές παρουσιάστριες έχουν ξανθιά μαλλιά και φαίνονται σαν Σουηδέζες. Αυτό είναι κρίμα». Το μικρό κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά που ξεχώριζε ανάμεσα σε όλα τα άλλα και ονειρευόταν μέσα στο στενό περίπτερο του πατέρα της κατάφερε να ξεφύγει. Και να συνεχίσει να ξεχωρίζει… Κλείνοντας, τη ρωτάμε αν θα άφηνε τα πάντα για να ζήσει μόνιμα στην Ελλάδα. «Αυτό μπορεί πραγματικά να το κάνω μια μέρα. Πιθανώς όταν γεράσω»...