Φοίβη Γουόλερ Μπριτζ: Πώς μια νεαρή Αγγλίδα ευγενικής καταγωγής κατέκτησε το Χόλιγουντ
14 Ιουλίου 2023
Στην πρόσφατη πρεμιέρα της τελευταίας ταινίας του πολυθρύλητου Ιντιάνα Τζόουνς στο Λονδίνο, η Φοίβη Γουόλερ Μπριτζ ποζάρει στο κόκκινο χαλί δίπλα στον Χάρισον Φορντ, με μια εντυπωσιακή δικτυωτή τουαλέτα με πέρλες και λευκή κάπα του Ashi Studio, σε μια εμφάνιση που ακτινοβολεί κομψότητα, λάμψη και Χολιγουντιανή αίγλη. Καθόλου άσχημα για το κορίτσι, που το 2006 αποφοιτούσε από τη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου, με την αίσθηση ότι «ως ηθοποιός, ήμουν αποκρουστική».
Λίγο πριν κλείσει τα 38, η Φοίβη Γουόλερ Μπριτζ έχει στο ενεργητικό της τρία Prime Time Emmy, δύο Χρυσές Σφαίρες κι ένα BAFTA (για τη σειρά “Fleabag”, στην οποία πρωταγωνίστησε κι έγραψε το σενάριο), συμμετοχές σε κινηματογραφικά brands όπως ο Τζέιμς Μποντ (στο σενάριο) και ο Ιντιάνα Τζόουνς (πρωταγωνίστρια), κι ένα συμβόλαιο πάνω από 20 εκατ. δολάρια το χρόνο με το Amazon, για το οποίο ετοιμάζει ήδη μια νέα τηλεοπτική εκδοχή του Tomb Raider.
Η διαδρομή της προς την επιτυχία μπορεί να χαρακτηριστεί ραγδαία κι εντυπωσιακή, όσο κι η μεταμόρφωσή της σε μια σταρ παγκόσμιας εμβέλειας. Μόλις 10 χρόνια πριν, στο Fringe Festival του Εδιμβούργου παρουσίαζε για πρώτη φορά ένα δικό της θεατρικό μονόλογο με τον τίτλο “Fleabag”. Η δεκαετία που μεσολάβησε ήταν αρκετή για να την οδηγήσει από τις παμπ και τις μικροσκοπικές πειραματικές σκηνές του Λονδίνου στο κόκκινο χαλί μεγάλων Χολιγουντιανών παραγωγών.
Η Φοίβη Γουόλερ Μπριτζ έφερε στο προσκήνιο ένα διαφορετικό μοντέλο σύγχρονης γυναίκας. Μιας γυναίκας, που δεν είναι ακριβώς εκπάγλου καλλονής, αλλά είναι αστεία, πνευματώδης, αιχμηρή, κυνική κι ευαίσθητη μαζί, λαμπερή ως Χολιγουντιανή σταρ και ταυτόχρονα γήινη.
Μια γυναίκα, που μπορεί να λέει τα πράγματα με το όνομά τους και δεν διστάζει να μιλάει ελεύθερα για τα πάντα, ακόμα και για τη σεξουαλικότητά της (με φράσεις που θα έκαναν τους -ευγενείς- προγόνους της να κοκκινίσουν).
«Παλιότερα, έτρεμαν τις καυλωμένες γυναίκες» είπε το 2019 κατά την παρουσίαση του Saturday Night Live. «Τώρα τους δίνουν 3 Emmy…»
Η Φοίβη Γουόλερ Μπριτζ, ποτέ δεν ήταν ακριβώς η Αγγλίδα της διπλανής πόρτας. Μεγάλωσε σε ένα αρκετά ευκατάστατο σπίτι στο Δυτικό Λονδίνο, μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή και τον μικρότερο αδερφό της. Οι γονείς της, που είχαν και οι δύο να υπερηφανευτούν για τίτλους ευγενείας των προγόνων τους, χώρισαν όταν ήταν μικρή, όμως συνέχισαν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, που ενθάρρυνε κάθε είδους ανησυχίες και δημιουργικές αναζητήσεις.
Από παιδί, η Φοίβη με την αδερφή της δημιουργούσαν και σκηνοθετούσαν τα δικά τους ραδιοφωνικά θεατρικά, έγραφαν τραγούδια και χορογραφούσαν τις επιτυχίες του αγαπημένου τους συγκροτήματος, Ace of Base. Η παιδική φαντασία της δεν περιορίστηκε ποτέ κι όταν μάλιστα πέρασε μια τετραετή περίοδο κατά την οποία θέλησε να ξυρίσει το κεφάλι της, να ντύνεται με αγορίστικα ρούχα και να απαιτεί να τη φωνάζουν Άλεξ, οι γονείς της δεν είχαν κανένα πρόβλημα.
Οι περιορισμοί ξεκίνησαν για εκείνη, όταν μπήκε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου κι ανακάλυψε έναν κόσμο με πολύ συγκεκριμένα όρια: «Τα κορίτσια δεν παίρναμε παρά ρόλους, στους οποίους κλαίγαμε ή πεθαίναμε. Δεν ήθελα να είμαι μονίμως το θύμα γεγονότων που συνέβαιναν γύρω μου».
Τελειώνοντας τη σχολή, καθοριστική γι’ αυτήν στάθηκε η συνάντηση με τη σκηνοθέτη Βίκι Τζόουνς. Μαζί το 2007 ίδρυσαν τη θεατρική εταιρία DryWrite, με την οποία την επόμενη δεκαετία παρουσίασαν πάνω από 100 έργα. Υπό τη σκηνοθετική ματιά της Τζόουνς, ξεκίνησε κι η ίδια να γράφει κι η έκφραση μέσα από το γράψιμο, άρχισε να γίνεται ανάγκη σε μια από τις πειραματικές παραστάσεις τους, σε μια παμπ του Ανατολικού Λονδίνου το 2007.
Τίτλος του event ήταν «Ο όχλος». Η Φοίβη, σε κείμενο που είχε η ίδια γράψει, υποδυόταν μια νεαρή κοπέλα που εξηγούσε στον σύντροφό της ότι τον αγαπάει, του είναι αφοσιωμένη, δεν θέλει να έχει σχέσεις με άλλους άντρες, μόνο που μια στο τόσο έχει ανάγκη να κάνει σεξ με κάποιον με πολύ μεγάλο πέος. Στο σημείο αυτό το κοινό άρχιζε ήδη να γιουχάρει κι όταν η Φοίβη συνέχιζε να παρακαλάει τον σύντροφό της να μη την εγκαταλείψει κι αυτός αμφιταλαντευόταν, το κοινό είχε ήδη σηκωθεί όρθιο και φώναζε: “Don’t do it, mate” (κι άλλα -όχι τόσο κομψά και καλύτερα αμετάφραστα…).
Τι την δίδαξε εκείνη η βραδιά, σχετικά με το γράψιμο; Όπως η ίδια έχει πει «συνειδητοποίησα ότι πρέπει να μιλάς για πέη, όσο περισσότερο μπορείς».
Παράλληλα, βέβαια, εκείνο το βράδυ μπήκε στο μυαλό της για πρώτη φορά η ιδέα για μια νέου τύπου ηρωίδα, που έμελλε να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί πολύ, τη Fleabag.
Το 2013, η “Fleabag” είχε πάρει τη μορφή θεατρικού μονόλογου. Τρία χρόνια μετά, το BBC 3, έχοντας προσθέσει κάποιους επιπλέον χαρακτήρες, παρουσίαζε την τηλεοπτική μεταφορά της. Η σειρά έγινε αμέσως επιτυχία, απέκτησε διεθνή προβολή από το Amazon, κέρδισε τις θετικότερες κριτικές και πολλά βραβεία και δημιούργησε φανατικούς θαυμαστές, μεταξύ των οποίων και ο Μπαράκ Ομπάμα. Μόνο στη Μεγάλη Βρετανία, το φινάλε της, τον Απρίλιο του 2019 συγκέντρωσε 2,5 εκατομμύρια τηλεθεατές.
Παράλληλα, από το 2018 είχε υπογράψει το σενάριο του πρώτου κύκλου ακόμα μιας επιτυχίας, του “Killing Eve” και κάπως έτσι το ένα έφερε το άλλο, κι ο ίδιος ο Ντάνιελ Κρεγκ τη σύστησε στους παραγωγούς του “No Time To Die”, με την ελπίδα ότι με την απόλυτα αυθεντική ματιά της στο σενάριο -το οποίο συνυπογράφει- θα μπορούσε να δώσει μια νέα πνοή τόσο στον ίδιο τον ήρωα, όσο και στο franchise.
Στο πλευρό της σήμερα βρίσκεται ένας άνθρωπος που σίγουρα μπορεί να μοιραστεί τις δημιουργικές ανησυχίες της. Ο θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάρτιν ΜακΝτόνα, δημιουργός θεατρικών έργων όπως ο -γνωστός και στο ελληνικό κοινό- «Πουπουλένιος» και κινηματογραφικών ταινιών όπως «Οι Τρεις Πινακίδες Εξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι», εσχάτως και το υποψήφιο για εννιά Όσκαρ «Τα πνεύματα του Ινισέριν» -που αποθεώθηκε από τους κριτικούς- είναι ο σύντροφός της από το 2018 (μετά τον τετραετή γάμο και χωρισμό της από τον Ιρλανδό παρουσιαστή Κόνορ Γούντμαν).
Αν και θεωρούνται ένα από τα πιο ισχυρά ζευγάρια του Χόλιγουντ, περνούν τον περισσότερο καιρό στο σπίτι τους στο Λονδίνο, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν έχουν καν ενεργή παρουσία στα social media, κάτι που η ίδια είχε εξηγήσει: «Νομίζω πως θα ένιωθα πίεση ότι πρέπει να είμαι αστεία όλη την ώρα».
Σε πρόσφατη συνέντευξή της στο Vanity Fair, παραδέχεται πόσο θαυμάζει τον ΜακΝτόνα και τονίζει ότι αυτό της δίνει κίνητρο να τον εντυπωσιάσει και με τη δική της καριέρα. «Είναι πραγματικά πολύ χρήσιμο να είσαι με κάποιον που θεωρείς ιδιοφυία. Σε αναγκάζει να ανέβεις επίπεδο».