«Όλοι υπηρετούμε την ιστορία που θέλουμε να πούμε, κι αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό»: Η Χρύσα Κολοκούρη στο JennyGr
Δήμητρα Πραντάλου
12 Δεκεμβρίου 2024
Την Χρύσα Κολοκούρη την έμαθα από την παράσταση «Δε Μιλένιαλς». Την έγραψε, την σκηνοθέτησε και είχε τον έναν από τους συνολικά τρεις ρόλους. H παράσταση καθρέφτιζε μια γενιά, που όσο κι αν είδε τα όνειρα της να συνθλίβονται, δεν άφησε ποτέ το χιούμορ της και δεν τα παράτησε. Μήνες αργότερα, είχα την χαρά να την μάθω και προσωπικά. Να γνωρίσω λίγο καλύτερα έναν άνθρωπο που με έκανε να ταυτιστώ με τη συγγραφή του.
Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε η παράσταση «Το Τυχερό Λαχείο», στο θέατρο 104, όπου η Χρύσα Κολοκούρη υποδύεται την Μάσα. Συμπρωταγωνιστής της είναι ο Νικόλας Μπράβο. Ένα έργο που έγραψε ο Άντον Τσέχωφ και διασκεύασε και σκηνοθέτησε υπέροχα, η Λούκια Ανάγνου.
Δώσαμε λοιπόν το ραντεβού μας στο κέντρο της Αθήνας. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές, η Χρύσα βγάζει μια ωραία αύρα. Ήρεμη, χαμογελαστή και πολύ συγκροτημένη στον λόγο της. Σπούδασε Νομική άλλωστε, αν και ήξερε πως δεν θα ακολουθούσε πότε αυτό το επάγγελμα. Η υποκριτική ήταν πάντα στο μυαλό της. Ήξερε από μικρή πως θα γίνει ηθοποιός και να δημιουργεί σε αυτόν τον χώρο, τις δικές της ιστορίες.
Η Θεσσαλονίκη, η Νομική και η υποκριτική
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Για δύο χρόνια, βέβαια, όταν ήμουν στη Δευτέρα δημοτικού, μετακομίσαμε στο Μόναχο με την οικογένεια μου. Η αδερφή μου είναι χορεύτρια και είχε πάρει υποτροφία από την Ακαδημία Μονάχου. Εκεί, ήταν πραγματικά από τα πιο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, θυμάμαι τα πάντα. Ήμουν όλη μέρα στο πατίνι μου, πήγαινα παντού. Οι άνθρωποι εκεί νιώθουν ασφάλεια».
«Η υποκριτική υπήρχε πάντα στο πλάνο. Πάντα ένιωθα ότι θα ασχοληθώ με αυτόν τον χώρο και θυμάμαι να λέω από παιδί πως θέλω να γίνω ηθοποιός, αν και δεν ξέρω πώς μου καρφώθηκε. Αφού τελείωσα το σχολείο, το είχα πάρει πλέον απόφαση. Πέρασα στη Νομική, την ξεκίνησα και την τελείωσα, αλλά ήδη από το β’ εξάμηνο ήξερα πως δεν θα ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα. Φαντάσου, πήρα πτυχίο στις 26 Ιουλίου και τρεις μέρες μετά, έδωσα εξετάσεις στο Κρατικό».
«Όσο σπούδαζα Νομική, ήμουν παράλληλα στο Κέντρο Θεατρικής Έρευνας. Είχα δάσκαλο τον Πέτρο Ζηβανό, από τον οποίο πήρα ωραίες βάσεις. Εκεί επί της ουσίας, ήταν που ασχολήθηκα ενεργά με την υποκριτική».
«Τελείωσα το Κρατικό και το 2019 ήρθα στην Αθήνα. Αναγνωριστικά στην αρχή, μιας και δεν είχα κανέναν. Ζορίστηκα αρκετά, αλλά η Αθήνα μου φαινόταν αστραφτερή, μου άρεσαν οι ρυθμοί της και το χάος της. Συνεχίζει δηλαδή να μου αρέσει. Πήγα σε διάφορες ακροάσεις, έκλεισα κάποιες δουλειές, οι οποίες δεν έγιναν τελικά ποτέ, εξαιτίας της πανδημίας. Τότε μούδιασα όπως όλοι. Είχα όλη την ενέργεια και την θέληση και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα».
Ο πρώτος ρόλος στο θέατρο και η σκηνοθεσία στο «Δε Μιλένιαλς»
«Ο πρώτος μου ρόλος ήρθε με την ομάδα Νοσταλγία και το θέατρο Rabbit Hole. Ο Γιώργος Σίμωνας έγραψε και σκηνοθέτησε την παράσταση «1975». Δούλεψα κοντά του και ως δραματουργός του κειμένου. Η παράσταση έτρεξε για δύο σεζόν. Εκείνη την περίοδο γνώρισα την Λουκία Ανάγνου, η οποία αναζητούσε μια κοπέλα για την παράσταση «Αγάπης Αγώνας Άγονος», την οποία σκηνοθετούσε».
«Στη δεύτερη καραντίνα είχε έρθει η ιδέα για το «Δε Μιλένιαλς». Ξεκίνησε από έναν δικό μου εσωτερικό προβληματισμό, αλλά μετά ξεπήδησαν και οι εικόνες. Πολύ αργότερα βέβαια πήρα την απόφαση και βρήκα το κουράγιο να πω ‘οκ, πάμε να το κάνουμε’».
«Φυσικά, υπήρχε ο φόβος του καινούριου. Περισσότερο για τη συγγραφή, όχι τόσο για τη σκηνοθεσία. Ευτυχώς εξελίχθηκε ομαλά και με ροή. Η σκηνοθεσία ήταν ένας τομέας που με ενδιέφερε. Είχα φυσικά την τύχη συνεργάζομαι ξανά με τη Λουκία, με την οποία έχουμε κοινό λεξιλόγιο, οπότε βοήθησε πολύ. Όπως και ο Άρης. Είχα την τύχη να περιβάλλομαι από υποστηρικτικούς συντελεστές. Ένιωσα τρομερή ασφάλεια και μόνο που με εμπιστεύονταν».
«Εξαρχής ήθελα το Μιλένιαλς να είναι σε ένα μπαρ, σε ένα μη θεατρικό χώρο. Ήθελα τη στενή επαφή με το κοινό, το εφέ δηλαδή του να κοιτάει το κοινό τη ζωή αυτών των ανθρώπων από τη κλειδαρότρυπα. Αυτό που ήθελα να περάσω μέσα από την παράσταση ήταν πως ναι μεν, υπάρχουν δυσκολίες, αλλά πρέπει να πάμε παρακάτω. Η ζωή συνεχίζεται και δεν θα μείνουμε με το ‘γαμώτο’».
Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν κύριο μεγαλύτερης γενιάς, που ήρθε συγκινημένος στο τέλος, και μου είπε ‘κορίτσι μου στεναχωριέμαι πολύ για τον κόσμο που σας παραδώσαμε΄».
«Σχετικά με την κριτική, προσπαθώ να νιώθω πριν ξεκινήσει η οποιαδήποτε δουλειά να ταξιδεύει στον κόσμο, να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου και τους συντελεστές, με όποιον ρόλο και να έχω. Είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης, είτε ως συγγραφέας. Να έχουμε κάνει δηλαδή το καλύτερο που μπορούμε. Όλοι υπηρετούμε την ιστορία που θέλουμε να πούμε, κι αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό. Κανένας προσωπικός εγωισμός, μόνο το κοινό όραμα που βρίσκεται στην ιστορία. Αν νιώσω ότι είμαστε όλοι στην ίδια σελίδα, φυσικά θα με απασχολήσει η κριτική, αλλά αν έχουμε κάνει το καλύτερο δυνατό που μπορούσαμε, τότε νιώθω ασφάλεια. Όπως και να ‘χει, η τέχνη είναι κάτι το υποκειμενικό».
Η παράσταση «Το Τυχερό Λαχείο», ο ρόλος της και το υπαρξιακό ερώτημα του έργου
«Στο Τυχερό Λαχείο έχω την πιο εύκολη συνεργασία που είχα ποτέ. Με τον Νικόλα έχουμε εξαιρετική χημεία, η οποία φάνηκε από τις πρώτες αναγνώσεις. Βγαίνει πολύ φυσιολογικά όλο. Με την Λουκία, εντάξει τι να πω, είναι η καλλιτεχνική μου οικογένεια. Συνεννοούμαστε πλέον με τα μάτια, δεν χρειάζεται να πει καν λεκτικά μια οδηγία».
«Με τον ρόλο μου δεν έχω ταυτιστεί καθόλου. Με τη Μάσα έχω μεγάλη απόκλιση. Αν δηλαδή κέρδιζα το λαχείο, είμαι πιο κοντά στον Ιβάν για το πώς θα το διαχειριζόμουν. Μου άρεσε όμως που προσέγγισα έναν χαρακτήρα που δεν έχω κοινά, αν και φυσικά έχει δικά μου στοιχεία που τα αναγνωρίζω. Κάπως η Μάσα βρίσκεται σε μια εφηβική ακόμα κατάσταση, που περισσότερο της αρέσει η διαδικασία του ονείρου, παρά να σκεφτεί αν όλα αυτά τα όνειρα που κάνει, είναι πρακτικά εφαρμόσιμα».
Εμένα μου αρέσει πολύ να ονειρεύομαι, αλλά με το που θα μπω σε αυτή διαδικασία, θα χρειαστεί να κάνω κάτι γι’ αυτό. Δεν μπορώ να κάνω εντελώς ουτοπικά όνειρα.
«Η Μάσα, κάτι που βρίσκω τρομερά όμορφο, είναι πως έχει μία τρομερή απλότητα σαν χαρακτήρας, σχεδόν παιδική. Δηλαδή, ακόμα και στο τέλος που λέει πως έχει βάλει το όνομά της στο λαχείο, δεν το διάβασα ποτέ ως πονηριά, περισσότερο το είδα ως κάτι παιδικό. Σαν ζαβολιά. Φυσικά, όπως λέει και η Λουκία, αν το έχει κάνει όντως, γιατί μπορεί να το επινοεί εκείνη την ώρα. Η αλήθεια είναι πως νιώθω όμορφα και ήρεμα παίζοντας τη Μάσα».
«Στην παράσταση τίθεται στην ουσία το ερώτημα του ‘αν ξυπνούσες σήμερα, πατούσες ένα κουμπί και μπορούσες να είσαι σε ένα οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, κάνοντας οτιδήποτε θέλεις, θα ζούσες τη ζωή που ζεις τώρα;’». Εγώ ναι, κατά ένα μεγάλο ποσοστό. Είμαι αρκετά ικανοποιημένη με πολλές πτυχές της, ενδεχομένως αυτό που θα ήθελα θα ήταν να μπορώ να κάνω αυτό που αγαπάω, χωρίς να χρειάζεται να με απασχολεί το βιοποριστικό κομμάτι. Αν όντως εγώ κέρδιζα το λαχείο, νομίζω ότι αυτό θα ήθελα. Πώς θα γινόταν να μη χρειαστεί στο μέλλον να με απασχολήσει ξανά το ζήτημα των χρημάτων».
«Είναι τρομερό πάντως γιατί αν αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν θεωρούσαν ότι είχαν κερδίσει το λαχείο, μπορεί να συνέχιζαν τη ζωή τους, χαρούμενοι. Βέβαια, από την άλλη, το λαχείο ήταν η αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια πράγματα. Δηλαδή εν τελεί ζούσαν μια ζωή που νόμιζαν ότι ήταν ευτυχισμένοι, αλλά χωρίς τελικά να εννοούν και οι δύο με τον ίδιο τρόπο, την ευτυχία».
«Το feedback είναι θερμό και συγκινητικό. Αυτό αρχίσαμε να το αντιλαμβανόμαστε από την πρεμιέρα. Επειδή είναι ένα σχήμα τριών ανθρώπων, όταν μπήκε ο κόσμος νιώσαμε ότι δόθηκε ένα άλλο νόημα στην ιστορία και αυτό κατευθείαν έγινε πιο ζωντανό. Όταν τους ακούω να γελάνε, έχει ενδιαφέρον το πότε γελάνε, ακόμα και πού νιώθω την ένταση τους. Ακόμα και τα επιφωνήματα συγκατάβασης έχουν ενδιαφέρον, γιατί δεν παίρνουν το μέρος του ενός. Συνήθως είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα του κόσμου. Δεν θα δεις μια ιστορία που κάποιος έχει ξεκάθαρα δίκιο ή άδικο. Επί της ουσίας βλέπεις τη διαπραγμάτευση μιας σχέσης. Για μένα αυτό είναι το τυχερό λαχείο. Δεν είναι ούτε το λαχείο, ούτε τα λεφτά. Αυτό είναι η πρόφαση για να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση σε μια σχέση, η οποία δεν έχει τα θεμέλια που νόμιζαν πως είχε».
Χρύσα Κολοκούρη, τι ετοιμάζεις στο εγγύς μέλλον;
«Εντός του 2025, τον Φεβρουάριο συγκεκριμένα, θα γίνει επανάληψη του ‘Δε Μιλένιαλς’. Στον ρόλο του Άρη, θα είναι ο Βασίλης Ντάρμας και το μουσικό κομμάτι, θα το αναλάβει η Έλσα Ζαρρή. Λίγες ημέρες αργότερα, θα κάνουμε πρεμιέρα με τις «Ιστορίες καθημερινού παραλογισμού», που είναι το δεύτερο κείμενο που θα γράψω. Θα παίζουμε εγώ, η Λουκία και ο Συμεών Τσακίρης και θα είναι τέσσερις αυτοτελείς ιστορίες καθημερινού παραλογισμού. Θα είναι στο στούντιο Μαυρομιχάλη».
Info παράστασης:
Τυχερό Λαχείο, Θέατρο 104
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη
Εισιτήρια: more.com