
Ένα από τα χαρακτηριστικά της είναι ότι δεν μπαίνει ποτέ με φόρα σε ένα χώρο. Μπαίνει αργά και ήσυχα, παρατηρεί κάθε λεπτομέρεια κι αφουγκράζεται. Έμαθε από μικρή την έννοια της ενσυναίσθησης, μέσα από ένα απλό χειροποίητο κέντημα του οικογενειακού σπιτιού, που έγραφε τη φράση “μην κρίνεις τον άλλον, αν δεν περπατήσεις ένα μίλι με τα παπούτσια του”. Στοιχείο, που η Μαίρη Λουίζ -Μέριλ- Στριπ θα ενσωμάτωνε στην πορεία του βίου της και στην εξέλιξη της στη σπουδαιότερη εν ζωή ηθοποιό της εποχής μας.
Το κοριτσάκι που αντιπαθούσε τους καθρέφτες
Γεννημένη σαν σήμερα, το 1949 σε ένα προάστιο του Νιου Τζέρσεϊ, μεγάλωσε ως “ένα άσχημο κοριτσάκι, με χαμηλή αυτοπεποίθηση και την ενοχλητική τάση να κάνει φιγούρα στους άλλους”. Φοβόταν τα ποντίκια κι αντιπαθούσε τους καθρέφτες, δεν της άρεσε να βλέπει την εικόνα της. Η μητέρα της ήταν αυτή που της έμαθε να πιστεύει στον εαυτό της. “Μου είπε “Μέριλ, να ξέρεις ότι μπορείς να πετύχεις ό,τι κι αν επιθυμήσεις” κι εγώ την πίστεψα...”.

Η πρώτη “μεταμόρφωση” ξεκίνησε στην εφηβεία, όταν άρχισε να μελετά σταρ του Χόλιγουντ, όπως η Κάθριν Χέμπορν και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Προσπάθησε όχι μόνο να τους μοιάσει, αλλά να “μπει στα παπούτσια τους”. ‘Εμαθε να ράβει μόνη της ρούχα εμπνευσμένα από το ασπρόμαυρο σινεμά σε μια προσπάθεια να μιμηθεί την αυτοπεποίθηση τους, να υποκριθεί την κομψή, άνετη γυναίκα, που δεν ήταν. “Καλλιέργησα μια άνετη κι ευχάριστη παρουσία, μέχρι που τελικά έγινε η ταυτότητά μου”. Κι αυτός μάλλον ήταν ο πρώτος ρόλος της ζωής της: το κορίτσι που προσαρμόζεται. Όχι από φόβο, αλλά από διαίσθηση.
“Η μουσική είναι το πέρασμα στην ψυχή”
Αυτό που από την εφηβεία την απελευθέρωνε ήταν η μουσική. Αγαπούσε τα τραγούδια της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και τραγουδούσε σε σχολικές εκδηλώσεις με τόση επιτυχία, που αποφάσισε να στραφεί στην όπερα. Το ενδιαφέρον για την υποκριτική προέκυψε όταν σπούδαζε μουσική στο κολέγιο Vassar κι αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της στη δραματική σχολή του Yale, όπου συνέχισε να καλλιεργεί και το μουσικό ταλέντο της.

Αργότερα, στα κινηματογραφικά πλατό, η μουσική λειτούργησε για εκείνη ως πύλη πρόσβασης στον κάθε ρόλο. Σύμφωνα με συνεργάτες της, στα γυρίσματα μιλάει λίγο, συχνά κάθεται μόνη, ακούγοντας μουσική στα ακουστικά της. Το είδος εξαρτάται από το ρόλο. Μελετά τραγούδια και μελωδίες για να βρει τον “τόνο” κάθε χαρακτήρα, να τον νιώσει μέσα από τα ακούσματα της εποχής του. Για το ρόλο της ως “Iron lady”, για παράδειγμα, άκουγε βρετανικά ποπ τραγούδια των ‘50s για να καταλάβει καλύτερα πώς διαμορφώθηκε η προσωπικότητα της Μάργκαρετ Θάτσερ. “Η μουσική είναι το πέρασμα στην ψυχή” έχει δηλώσει. “Όπως και η μνήμη, είναι απαραίτητο εργαλείο στη δουλειά μου”.
Μετά το τέλος της σπουδών της στο Yale, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου ξεκίνησε να παίζει με επιτυχία διαφορετικούς ρόλους στο θέατρο και δεν είχε καμία διάθεση να περάσει στον κινηματογράφο. Άλλαξε γνώμη όταν είδε τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο να υποδύεται τον “Ταξιτζή”. “Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως αυτό ακριβώς είναι το είδος του ηθοποιού που θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω”. Πολλά χρόνια μετά, ο Ντε Νίρο παραδέχτηκε δημοσίως πως είναι η ηθοποιός, με την οποία απολαμβάνει τη συνεργασία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη.
Σεβασμός στη μεγάλη αντίπαλο
Ένα από τα περιστατικά που χαρακτήρισαν το ξεκίνημα της καριέρας της στον κινηματογράφο έγινε το 1976, όταν πέρασε από οντισιόν για το ρόλο στον “Κινγκ Κονγκ”, που τελικά πήγε στην Τζέσικα Λανγκ. Όταν ο παραγωγός της ταινίας, Ντίνο Ντε Λαουρέντις την είδε, απευθύνθηκε στο γιο του στα ιταλικά, λέγοντας: “Μα αυτή είναι άσχημη!”. Του απάντησε επίσης στα ιταλικά: “Λυπάμαι που δεν είμαι επαρκώς όμορφη για τον γορίλα σας…”.
Η απόρριψη δεν την εμπόδισε να χτίσει μια σχέση αλληλοεκτίμησης με την Τζέσικα Λανγκ, που αργότερα κέρδισε κι άλλον ένα ρόλο που η Στριπ επιθυμούσε διακαώς: αυτόν της αγαπημένης της, τραγουδίστριας Πάτσι Κλάιν στην ταινία “Sweet Dreams”. Η Στριπ είχε εκφράσει το ενδιαφέρον της για το ρόλο, είχε κάνει και πρόβες γι’ αυτόν ως η εκλεκτή των παραγωγών. Όταν όμως έμαθε ότι ο σκηνοθέτης προτιμούσε τη Λανγκ, αποσύρθηκε διακριτικά. Κι όταν το 1985 βγήκε η ταινία, χαρακτήρισε “εξαιρετική” την ερμηνεία της Λανγκ (με την οποία συναγωνίζονταν αργότερα για τον τίτλο της καλύτερης ηθοποιού της γενιάς τους), τονίζοντας ότι ήταν η ιδανική επιλογή για το ρόλο.
Ο πρώτος έρωτας, η απώλεια και τα Όσκαρ
Το 1978 ήταν η χρονιά, που όπως αναφέρουν βιογράφοι της, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, μετά την απώλεια του -για σχεδόν τρία χρόνια- συντρόφου της, ηθοποιού Τζον Καζάλε (σίγουρα τον θυμάστε ως Φρέντο στον “Νονό”), λίγους μήνες μετά την κινηματογραφική συνύπαρξη τους στον “Ελαφοκυνηγό”, που της χάρισε και την πρώτη από τις συνολικά 21 υποψηφιότητες της για Όσκαρ..

Σύμφωνα με βιογράφους της ήταν μια εποχή που θέλησε να παρατήσει τα πάντα, ταξίδεψε για λίγο μόνη στην Αυστραλία, χωρίς σχέδιο ή σκοπό, μόνο για να χαθεί από τον πόνο. Εκεί κατάλαβε ότι αυτό που θα τη βοηθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της ήταν η επαφή με τον εαυτό της μέσα από διαφορετικούς ρόλους. Επέστρεψε στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, έπαιξε ένα μικρό ρόλο στο “Μανχάταν” του Γούντι Άλεν κι ύστερα ήρθε το“Κράμερ εναντίον Κράμερ” με τον Ντάστιν Χόφμαν, που της χάρισε το πρώτο Όσκαρ της -το οποίο ξέχασε στις γυναικείες τουαλέτες μετά τον ευχαριστήριο λόγο της.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία γραμμένη με λαμπρά χρώματα, αμέτρητους ρόλους, βραβεία και υποψηφιότητες για Όσκαρ. Το δεύτερο ήρθε το 1982 για την απαράμιλλη ερμηνεία της στην “Εκλογή της Σόφι” και το τρίτο το 2011 ως “Iron lady”.
Εξερευνώντας την ανθρώπινη φύση
H υποκριτική για εκείνη “...δεν είναι να παριστάνεις κάποιον άλλο, αλλά να εντοπίζεις τα κοινά ανάμεσα στις διαφορές σας και κάπου εκεί να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου”. Με απλά λόγια να γίνεσαι κι όχι να προσποιείσαι. “Μου αρέσει να γίνομαι άλλοι άνθρωποι, καθώς έτσι μαθαίνω κομμάτια του εαυτού μου που ποτέ δεν θα συναντούσα αν έμενα μόνο η Μέριλ”.
Στην πορεία της ως ηθοποιός εξέλιξε τον εαυτό της, διαβάζοντας κυρίως έργα ψυχανάλυσης και φιλοσοφίας -Ίρβιν Γιάλομ, Φρόιντ και Γιουνγκ- ώστε να κατανοήσει καλύτερα σύνθετους ρόλους -όπως στο “The Hours”.
Όπως έχει διευκρινίσει, η ιδιότητα της ηθοποιού δεν έχει καμία σχέση με τη διασημότητα: “Η διασημότητα μου έμαθε να κρύβομαι. Το να είμαι ηθοποιός μου έμαθε να ανοίγω την ψυχή μου. Η υποκριτική είναι ένας τρόπος να εξερευνήσεις τον άνθρωπο. Η δόξα είναι πεπερασμένη, η υποκριτική όμως δεν έχει όρια, γιατί πάντα η ανθρώπινη φύση έχει κάτι καινούριο να σε διδάξει…”.

Υπό αυτή την έννοια για τη Μέριλ Στριπ, η υποκριτική δεν είναι μέσο επιτυχίας ή τελειότητας. Είναι επιβίωση. Είναι ο τρόπος, με τον οποίο ένα κορίτσι που κάποτε μισούσε τους καθρέφτες, αποφάσισε να εξερευνήσει τη ζωή, κάνοντας τον κόσμο να σωπάσει και να τη θαυμάσει.
Μια πολυάσχολη μητέρα και γιαγιά
Γνωστή για τη φωτογραφική της μνήμη και την ικανότητα της να απομνημονεύει όχι μόνο το ρόλο της αλλά ολόκληρο το σενάριο πριν ξεκινήσουν οι πρόβες, όπως έχει πει σε πολλές συνεντεύξεις της, δεν βλέπει σχεδόν ποτέ τις ταινίες της. “Δεν είμαι εγώ αυτή που βλέπω στην οθόνη. Και δεν θέλω να με συνηθίσω μέσα από το βλέμμα των άλλων…”.
Στην πραγματική ζωή, όπως έχει πει, “φοβάμαι τη δημόσια έκθεση. Όταν πρέπει να μιλήσω μπροστά σε κόσμο, νιώθω τελείως απροστάτευτη”. Κι απέναντι στην επιτυχία δηλώνει αμήχανη. “Πάντα νιώθω μια ενοχή. Δεν είμαι σίγουρη, αν μου άξιζε ή αν απλώς ήμουν ο κατάλληλος άνθρωπος στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή”.

Στην περσινή εμφάνιση της στις Κάννες, περιέγραψε την καθημερινότητα της ως μιας κοινής 75χρονης, που -όταν δεν κάνει ταινίες- ασχολείται με τα παιδιά, τα εγγόνια και τον σκύλο της. “Στο σπίτι δεν με παίρνουν και πολύ στα σοβαρά. Κι αυτό είναι καλό, γιατί με κρατάει στη γη…”.
Με τον πάνω από τέσσερις δεκαετίες σύζυγο της, γλύπτη Ντον Γκάμερ, απέκτησε τέσσερα παιδιά. Η ανακοίνωση του εκπροσώπου της, τον Οκτώβριο του του 2023 ότι “αν και πάντα θα ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλο, έχουν χωρίσει και ζουν πια ξεχωριστές ζωές” προκάλεσε έκπληξη, αλλά η Στριπ δεν θέλησε να μοιραστεί περισσότερα.
Νέος έρωτας στη ζωή και την οθόνη
Τον Φεβρουάριο του 2024 ξεκίνησαν οι πρώτες φήμες που την ήθελαν ζευγάρι με τον Μάρτιν Σορτ, πρωταγωνιστή της σειράς “Only murders in he building”, όπου η Στριπ υποδύθηκε τη Λορέτα στον τρίτο και τον τέταρτο κύκλο. Τον περασμένο Μάρτιο, κι ύστερα από αρκετές κοινές τους εμφανίσεις χέρι χέρι, το Page Six, επικαλούμενο πηγές από το περιβάλλον τους, επιβεβαίωσε ότι η μεταξύ τους φιλία έχει εξελιχθεί σε ειδύλλιο. Όπως στην οθόνη, έτσι και στη ζωή.
Οι δύο τους δεν έχουν επιβεβαιώσει επισήμως τη σχέση τους, δεν δείχνουν όμως ούτε διάθεση να την κρύψουν. Σύμφωνα με το δημοσίευμα κανένας από τους δύο δεν έψαχνε για σχέση, τους ένωσαν όμως τα κοινά βιώματα όπως η απώλεια προηγούμενων συντρόφων τους (ο Σορτ έχασε το 2010 την επί τρεις δεκαετίες σύζυγο του).

Σήμερα θεωρούνται ένα από τα πιο δημοφιλή και λαμπερά ζευγάρια του Χόλιγουντ, αυτός στα 75, εκείνη στα 76. Προσεγγίζει το πέρασμα του χρόνου όχι με φόβο, αλλά με χαρά. Όπως έχει πει “νιώθω καλά που μεγαλώνω. ‘Εχω μάθει με το δύσκολο τρόπο ότι η ζωή είναι πολύτιμη και κάθε καινούρια μέρα είναι ένα δώρο…”.
Πίσω από τους ρόλους και τα βραβεία, η Μέριλ Στριπ εξακολουθεί να βιώνει κάθε μέρα σαν μια καινούρια σκηνή, που αξίζει χειροκρότημα. Όχι ως Μάργκαρετ, Σόφι, Τζοάνα, Ντόνα ή κάποιο άλλο από τα αμέτρητα ονόματα των ηρωίδων που έχει υποδυθεί. Αλλά ως Μέριλ, γιατί “...η φόρμουλα της ευτυχίας και της επιτυχίας είναι να είσαι ο εαυτός σου με τον πιο ζωντανό και δυνατό τρόπο, που μπορείς”. Και ίσως εδώ ακριβώς βρίσκεται η πηγή της ατέρμονης λάμψης της.
Ακολουθήστε το jenny.gr στο google news και συντονιστείτε στον παλμό της διεθνούς showbiz, με συνεχή updates γύρω από την ποπ κουλτούρα και τους αγαπημένους σας celebrities.