Μετακόμισα μόνη μου για πρώτη φορά και δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα
Στεφανία Παπαδημητρίου
19 Δεκεμβρίου 2021
Εδώ και μερικούς μήνες ζω μόνη. Δηλαδή έφυγα από το σπίτι των γονιών μου, μετακόμισα σε δικό μου διαμέρισμα, υιοθέτησα και μία γάτα, την Τούλα (ή, καλύτερα, εκείνη με υιοθέτησε). Πανέτοιμη και ενθουσιασμένη για την ενήλικη ζωή. Μαντέψτε, τελικά δεν ήμουν.
Σε αυτό το άρθρο, δε θα αναφερθώ τόσο στα θετικά. Θα το χαρακτήριζα περισσότερο κατάθεση ψυχής 500, περίπου, λέξεων. Μία ευκαιρία για γκρίνια, αν θέλετε.
Στην αρχή, δηλαδή τις πρώτες πέντε μέρες, όλα ήταν ρόδινα. Είχα μόλις επιστρέψει από ένα ταξίδι στην Ιταλία, είχα τις δουλειές μου, έπρεπε να οργανωθώ. Την επομένη πήγα κανονικά στο γραφείο, μην έχοντας ιδέα για όσα θα ακολουθούσαν. Μιλούσα όλο χαρά για τα έπιπλα που έρχονταν, τον χώρο που διαμόρφωνα όπως ακριβώς ήθελα. Κι οι φίλοι μου ήταν διαρκώς εκεί – είχαν δημιουργήσει μία τεράστια αγκαλιά, για να μη γίνει απότομα η μετάβαση.
Ώσπου ήρθε το πρώτο σοκ.
Ήταν πρωί μίας κατά τα άλλα συνηθισμένης Πέμπτης. Ξύπνησα στις 5:45, άνοιξα τα μάτια μου, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα μαύρο σημάδι επάνω στην ολόλευκη κουρτίνα μου. Ως μύωπας, επειδή δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν αυτό που έβλεπα, πήρα το κινητό στο χέρι. Άνοιξα την κάμερα, έκανα ζουμ. Ήταν κατσαρίδα, τεραστίων διαστάσεων. Και ξαφνικά, συνειδητοποίησα πως ήμουν πράγματι μόνη. Δεν μπορούσα να φωνάξω κανέναν να τη σκοτώσει. Μετά από ένα pep talk που φάνηκε να κρατά μία αιωνιότητα, πείστηκα πως είμαι μία δυναμική, ανεξάρτητη γυναίκα και εκείνο το πλάσμα απέναντι με φοβόταν περισσότερο. Πήρα βαθιά ανάσα λοιπόν, περπάτησα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα μέχρι το μπάνιο, πήρα τη λακ στο χέρι. Ψέκασα τον εχθρό, ο οποίος φυσικά και κουνήθηκε. Απτόητη, συνέχισα μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Για σιγουριά, βέβαια, χρειάστηκα βοήθεια και από ένα παπούτσι. Και μετά έβαλα τα κλάματα.
Ακολούθησε μία περίοδος ηρεμίας. Μαγείρευα κάθε Σάββατο, προετοίμαζα τα γεύματά μου, έκανα τις δουλειές του σπιτιού, τη γυμναστική μου.
Η Τούλα
Ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα που πήρα, είναι ότι καλό είναι να ακολουθούμε τις οδηγίες του πλυντηρίου ρούχων – το έμαθα με τον σκληρό τρόπο, μία πλημμύρα. Καθόμουν αμέριμνη στο σαλόνι, έβλεπα Brooklyn 99 στο Netflix, άκουσα το νερό να τρέχει, κοίταξα το πάτωμα, είδα σαπουνάδες. «Κανένας πανικός», σκέφτηκα. «Όλα υπό έλεγχο». Και έκανα αυτό που θα έκανε καθένας στη θέση μου: Πήρα τηλέφωνο τη μαμά μου.
Γενικά αυτή είναι η αντίδρασή μου στα περισσότερα. Παίρνω κάποιον τηλέφωνο. Όπως τότε που συνάντησα μία αράχνη και δεν είχα ψυχή για να τη νικήσω. Οπότε παρήγγειλα έναν καφέ και παρακάλεσα τον διανομέα να δει το τέρας στην κουζίνα μου. Με έσωσε - τη σκότωσε, τη μάζεψε. Από εκείνη τη μέρα, αποφεύγω το συγκεκριμένο κατάστημα. Έχω και λίγη ντροπή.
Έφτιαξα κέικ και ξέχασα να βάλω ζάχαρη (τελικά το πέταξα), αγνόησα τις οδηγίες συνταγής που μου έλεγαν ξεκάθαρα να χρησιμοποιήσω αντικολλητικό κατσαρολάκι (φυσικά χρησιμοποίησα κανονικό, φυσικά και κόλλησαν τα πάντα), έκλαψα πολλές φορές (δηλαδή τρεις) βλέποντας Λυκόφως γιατί ένιωθα αβάσταχτο το βάρος του 42 τετραγωνικών σπιτιού μου.
Αντέχω ακόμα, ωστόσο. Κάνω πράγματα που δεν περίμενα – τα έπιπλα που σχεδόν ολομόναχη συναρμολόγησα, το αποδεικνύουν. Πήρα τα δικά μου εργαλεία, τα οποία τελικά δεν είναι δύσκολο να χρησιμοποιήσει κανείς και, τώρα πια, δε χρειάζομαι καμία βοήθεια. Και γνώρισα όλους μου τους γείτονες, πράγμα αξιοθαύμαστο καθώς ελάχιστα με τρομάζουν περισσότερο από τις νέες γνωριμίες - μεγάλη μου αδυναμία η κυρία Μαρία που με σκέφτεται και μου δίνει ένα τάπερ φαγητό, κάθε φορά που μαγειρεύει.