Για εμένα, όπως για κάθε παιδάκι, ήταν ο απλά ο παππούς μου. Ο παππούς που δε βλέπαμε συχνά, ο παππούς με τις γάτες, με τα μελαγχολικά μπλε μάτια. Ήμουν πολύ μικρή όταν αρρώστησε και δεν είχα τη δυνατότητα να ζήσω πολλά μαζί του. Μου άφησε όμως μια κληρονομιά, που όλα τα χρήματα του κόσμου δεν θα την αγόραζαν: το αυθόρμητο, αληθινό χαμόγελο και η ενστικτώδης συμπάθεια όσων με γνωρίζουν και μαθαίνουν ότι ήταν ο παππούς μου. Χωρίς να προλάβω να πω ή να κάνω κάτι. Θησαυρός.
Ήταν 28 Ιουνίου του 1985 και κανόνιζα το πάρτι της γιορτής μου. Τα ξημερώματα μάθαμε ότι έφυγε, και η μαμά μου με έβαλε να πάρω όλα τα παιδάκια να τους πω ότι το πάρτι ακυρώνεται. Πρώτα πήρα το συμμαθητή μου τον Αλέξη.
«Μαμά, μαμά! Πέθανε ο παππούς της Παυλίνας». Τι στο καλό τρέχει να το πει στη μαμά του, αναρωτιόμουν, τι τον νοιάζει; Πού τον ξέρει;Η εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης δεν είχε ξεκινήσει ακόμα, η εποχή που όλα συμβαίνουν “live”.
Το να βλέπω τον παππού μου στην τηλεόραση δε σήμαινε για εμένα ότι τον ξέρουν κι άλλοι. Μου έχουν διηγηθεί μια ιστορία οι γονείς μου, ήμουν κάτι περισσότερο από τριών ετών και ήμασταν για διακοπές στο Πόρτο χέλι. Εκείνη και την προηγούμενη χρονιά παιζόταν κάθε Τρίτη βράδυ το «Εκείνες κι εγώ», με το Δόγγανο να λέγεται Λάμπρος και να παίζεται από τον παππού μου. Ήταν οι εποχές που τη βραδιά που ένα δημοφιλές σήριαλ παιζόταν άδειαζαν κυριολεκτικά οι δρόμοι . Έτσι κι εκείνη την Τρίτη. Βραδάκι και κάναμε βόλτα με τους γονείς μου, όταν άκουσα μια γνώριμη φωνή από την τηλεόραση – καθώς ήταν καλοκαίρι και όλα τα παράθυρα στα σπίτια ήταν ανοιχτά .
Όρμηξα σε μια ξένη αυλή φωνάζοντας « ο παππούς μου!». Μετά την αρχική έκπληξη οι άνθρωποι μας άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους, μας κάλεσαν μέσα και κάτσαμε όλοι μαζί να δούμε το επεισόδιο.Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι όλοι ξέρουν τον παππού μου. Και η στιγμή που το συνειδητοποίησα ήταν η μια και μοναδική κακή στιγμή. Πριν, μετά και έως τώρα παντοτινή χαρά, αμέτρητες ατάκες και γέλια
Τα δεύτερα 15 χρόνια της ζωής μου ήμουν «η κόρη του Κωνσταντάρα»
Ο μπαμπάς μου ανέκαθεν ήταν πρωταγωνιστής, ακόμη και αν δεν έπαιζε στο θέατρο. Θεωρούσα ότι ξέρει τα πάντα και ότι μπορεί να βρει λύσεις σε οποιοδήποτε πρόβλημα. Στην εφηβεία μου ο πατέρας μου περιέγραφε όλα τα σημαντικά αθλητικά γεγονότα, ήταν καθημερινά στο ραδιόφωνο και το 1987 έκανε το πρώτο Κυριακάτικο “show” της Ελληνικής τηλεόρασης. Τον ήξεραν όλοι. Εγώ αθόρυβα προσπαθούσα να χτίσω το δικό μου χαρακτήρα, έχοντας το μπαμπά μου ως πρότυπο και προσπαθώντας να ανταποκριθώ στο βαρύ όνομα που κουβαλούσα. Στα 18 μου, κι ενώ είχα κερδίσει μόρια για να μπω στη Γυμναστική Ακαδημία, είπα να κάνω την επανάσταση μου και του είπα ότι «…σιγά μη γίνω γυμνάστρια». Κάθισε στον καναπέ, πήρε μια βαθιά ανάσα και μου είπε. “
Τσακίσου αύριο και πήγαινε να φτιάξεις τα χαρτιά σου για το ΤΕΦΑΑ. Θα έρθει η μέρα που θα πηγαίνεις στο μικρό αποθηκάκι, στην εικόνα της Παναγίας και θα λες «ευχαριστώ μπαμπά»”. Δε θυμάμαι αν απλά τρόμαξα ή αν κατάλαβα , αλλά ήρθε η ώρα που είπα τα ευχαριστώ μου. Ήταν η δύσκολη ηλικία που οι γονείς πρέπει να βρουν τρόπο να καταλάβουμε ότι ξέρουν καλύτερα. Και αν δεν ακούμε να βρίσκουν τρόπο να μην πετάξουμε τη ζωή μας στα σκουπίδια. Και δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μέχρι τα 30 μου λοιπόν, ήμουν η κόρη του Δημήτρη. Το επώνυμο μου δεν το έλεγα ποτέ. Δεν ήθελα τη δωρεάν συμπάθεια, πάσχιζα να την κερδίσω μόνη μου. Ο μπαμπάς μου με πίεσε να σπουδάσω, με έβαλε στη δουλειά του, μου έμαθε να αγαπώ τον αθλητισμό, μου έδειξε με τη στάση του τις οικογενειακές αξίες. Και μετά με άφησε ελεύθερη, όσο κι αν δεν του άρεσε.
Τα τρίτα 15 χρόνια της ζωής μου είμαι «η αδερφή του Κωνσταντάρα»
Ο αδερφός μου ακολούθησε τα βήματα του πατέρα μου στη δημοσιογραφία, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια στα 13 του να ανέβει στο σχολικό σανίδι, μια προσπάθεια που μας είχε κάνει και τους τρεις να κρυφτούμε κάτω από τις καρέκλες μας.
«Δε μπορεί να είναι τόσο ατάλαντος», ψιθύρισε ο πατέρας μου. Ευτυχώς τα ταλέντα του ήταν άλλα και πολλά, και τα ανακάλυψε αναζητώντας. Και
από τα 18 του βρέθηκε στο χώρο της δημοσιογραφίας, ο οποίος και τον κέρδισε.
Τώρα πια συνήθισα. Τώρα πια το χαίρομαι. Τώρα πια καμαρώνω. Από τη μια γιατί πλέον δεν έχω να αποδείξω τίποτα στον εαυτό μου, ξέρω να αναγνωρίζω ποιος με αγαπάει για το όνομα και ποιος για το επώνυμο.
Και από την άλλη γιατί ο αδερφός μου είναι …σα να είμαι εγώ.Η μαμά μου μας μεγάλωσε μαθαίνοντας μας να αγαπάμε ο ένας τον άλλο με ένα μοναδικό τρόπο. Από τη μέρα που γεννήθηκε μου είπε
«Εσύ είσαι η μικρή μαμά». Και από εκείνη τη μέρα δεσμεύτηκα για πάντα. Να τον προσέχω και να τον προστατεύω.
Αυτό που δεν περίμενα ήταν ότι θα γινόμασταν και φίλοι. Και αυτό έγινε απλά γιατί γουστάρουμε ο ένας τον άλλο και την παρέα του. Γιατί γελάμε. Οι φίλοι του είναι και φίλοι μου, για τον άντρα μου είναι αδερφός.
Δεν περιμένω τίποτα από αυτόν και μου δίνει τα πάντα. Το ίδιο κι εγώ.
Τυχερή ; Ίσως!
Η οικογένεια μας, οι άνθρωποι που μας μεγάλωσαν και μας καθοδήγησαν είναι μέρος του εαυτού μας. Και όλοι μας περνάμε περιόδους άρνησης αυτού του κομματιού μας. Δεν έχει νόημα όμως.
Ό,τι μας κληρονομείται μας οδηγεί στα μονοπάτια που περπατάμε. Και είναι το αόρατο χέρι που μας δείχνει το δρόμο όταν δεν τον βρίσκουμε.
ΠΑΥΛΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑ