Στην κοινωνία του 2025, η Ράνια Σχίζα δεν χάνει την αυθεντικότητα και την αλήθεια της - “Το θέατρο είναι ένας καθρέφτης που πρέπει να ενοχλεί”
Άννα Καντζηλιέρη
12 Νοεμβρίου 2025
Για τη Ράνια Σχίζα δεν χρειάζονται συστάσεις. Η μακροχρόνια πορεία της στον χώρο της υποκριτικής επιβεβαιώνει το μέγεθος του ταλέντου της - το οποίο δεν προσπάθησε ποτέ να «χωρέσει» σε εμπορικές δουλειές ή να περιορίσει σε επιφανειακούς ρόλους. Το θέατρο αποτελούσε και αποτελεί τη μεγάλη αγάπη της. Μετά από 13 χρόνια διαδρομής στο σανίδι, πήρε την απόφαση να ανοίξει την πόρτα στην τηλεόραση για χάρη της σειράς «Σαββατογεννημένες». Και όπως επιβεβαιώνει ο χρόνος, αυτή η επιλογή τη δικαίωσε. Η αυθεντικότητα, η ευγένεια και οι ηθικές αξίες της, είναι τα «όπλα» της σε αυτόν τον αγώνα ταχυτήτων που ονομάζεται ζωή.
Η δημοσιότητα δεν την ενδιέφερε ποτέ. Από την αρχή της καριέρας της μέχρι σήμερα, τα όρια μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής ήταν και παραμένουν αυστηρά. Απολαμβάνει την ιδιωτικότητά της και χαίρεται τις αυθόρμητες στιγμές της καθημερινότητας με τους αγαπημένους της - μακριά από κάμερες και social media. Το 2025, επιλέγει να απέχει από post στο Instagram και κείμενα στο Facebook - χωρίς, όμως, να κλείνει τα μάτια της σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ενημερώνεται, προβληματίζεται, θυμώνει και απογοητεύεται από τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Το safe place της είναι η οικογένειά της και φυσικά η τέχνη της, που υπηρετεί πιστά εδώ και δεκαετίες.
Αυτή τη σεζόν, συμμετέχει στην παράσταση «Έντα» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και του Γιώργου Παλούμπη, την οποία υπογράφει σκηνοθετικά ο Γιώργος Παλούμπης, και ανεβαίνει στο θέατρο Τζένη Καρέζη. Σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες, τη συνάντησα στο κέντρο της Αθήνας και μιλήσαμε για τη νέα αυτή δουλειά της, την πορεία της στην υποκριτική, την κοινωνία και τη ζωή γενικότερα. Κι αν κάτι έχω να πω μετά από αυτή τη συζήτηση, είναι πως αν θαυμάζεις τη Ράνια Σχίζα ως ηθοποιό, θα τη λατρέψεις ως άνθρωπο.
Η συνέντευξη της Ράνιας Σχίζα στο JennyGr:
Αφετηρία της συζήτησής μας με τη Ράνια Σχίζα αποτέλεσε η νέα θεατρική δουλειά της, η παράσταση «Έντα», που κάνει πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου, στο θέατρο Τζένη Καρέζη - πρόταση που δέχτηκε, χωρίς καν να έχει διαβάσει το έργο. «Το έργο των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργο Παλούμπη, “Έντα”, είναι πολιτικό - και πολιτικό για εμένα ίσον κοινωνικό. Δεν μπορείς να λες “δεν ασχολούμαι με την πολιτική” - πρέπει με έναν τρόπο να είσαι ενημερωμένος και πολιτικοποιημένος, πρώτα για τον εαυτό σου και έπειτα για τους γύρω σου.
Αυτή είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που δέχτηκα μια επαγγελματική πρόταση, χωρίς να έχω διαβάσει το έργο. Η πρόταση ήρθε από τον Γιώργο Παλούμπη, με τον οποίο συνεργάστηκα για πρώτη φορά πριν από δύο χρόνια, στην παράσταση “Αράφ” του Γιάννη Τσίρου. Ωστόσο, τον θαύμαζα χρόνια. Εκείνος, λοιπόν, επικοινώνησε μαζί μου, μού είπε κάποια πράγματα για τον ρόλο και είπα πάμε! Τον εκτιμώ πολύ ως καλλιτέχνη, ξέρω τη δουλειά του, οπότε δεν είχα δεύτερες σκέψεις. Από την άλλη, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, ο οποίος γράφει με ένα πολύ δικό του ύφος - τόσο σύγχρονο και απογυμνωμένο - ήταν ακόμη ένας λόγος που απάντησα καταφατικά. Διάβασα το έργο την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε όλοι μαζί, αλλά δεν ήταν εντελώς έτοιμο - μέσα από την κουβέντα, τη δουλειά και τις πρόβες, διορθώνονται κάποια πράγματα, αλλάζουν κάποια άλλα, προστίθενται, αφαιρούνται… Υπάρχει μια δημιουργική συνύπαρξη και μια υγεία, τα οποία για εμένα είναι πάρα πολύ σημαντικά πια».
Αναφερόμενη στην πλοκή του έργου - που αποτελεί νέα ελληνική δραματουργία - μάς έδωσε μια γεύση απ’ όσα πρόκειται να δούμε στη σκηνή του θεάτρου Τζένη Καρέζη, ενώ μοιράστηκε μερικά στοιχεία της ηρωίδας που υποδυθεί: «Η ιδέα για το έργο ήρθε από την Έντα Γκάμπλερ του Χένρικ Ίψεν, αλλά δεν συνδέεται με αυτή, παρά μόνο σε κάποια γενικά στοιχεία. Η δική μας Έντα είναι μοναχοπαίδι με πατέρα πρωθυπουργό - ένας άνθρωπος πολύ σπουδαίος στα μάτια της, που λατρεύει τη μητέρα της, όμως είχε έναν τρελό θαυμασμό γι’ ακόμα μία γυναίκα, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Ήθελε, λοιπόν, την κόρη του να τη βγάλει Ίνγκριντ, αλλά επειδή η μάνα διαφωνούσε, αποφάσισε να της δώσει το όνομα “Έντα” - εμπνευσμένο από τον ρόλο της Έντα Γκάμπλερ, που είχε παίξει η ίδια στον κινηματογράφο. Αυτή η επιλογή, είναι σαν να δίνεις έναν ρόλο στο παιδί από την ώρα που γεννιέται και αυτό με τη σειρά του να πρέπει να επιβεβαιώσει στον πατέρα της, ότι ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του.
Το έργο διαδραματίζεται στον κήπο ενός σπιτιού στα βόρεια προάστια, στην εξοχική κατοικία του πρωθυπουργού μιας σύμπραξης κεντρώων και αριστερών δυνάμεων. Αυτός ο άνθρωπος είναι βαριά άρρωστος. Βρισκόταν στο νοσοκομείο, αλλά ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του. Είναι σχεδόν στα τελευταία του. Δεν ξέρουμε, αν θα επανέλθει ξανά. Η κόρη του είναι εκεί, παρούσα και τον φροντίζει. Όλο αυτό το διάστημα της αρρώστιας, υπάρχει ένας νεότερος πολιτικός, ο οποίος βρισκόταν ανέκαθεν κοντά του, έχει γαλουχηθεί από αυτόν, οπότε τώρα έχει αναλάβει τα καθήκοντά του. Η Έντα, η οποία έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και με κάποιον τρόπο έχει ασχοληθεί και εκείνη με τα κοινά, αποφάσισε όταν παντρεύτηκε να αποχωρήσει από τα πολιτικά δρώμενα, ώστε να βγει στο προσκήνιο ο άντρας της, ο οποίος είναι πλέον υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησης. Στο έργο, υπάρχει ακόμα ένα πρόσωπο, που είναι ο σύμβουλός του - ένας τύπος που “αλλάζει χρώματα” ανάλογα με την κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία. Το έργο ξεκινάει, όταν μια νεαρή youtuber πηγαίνει να πάρει συνέντευξη στην Έντα, καθώς διανύουμε μια προεκλογική περίοδο. Κάποια στιγμή, έρχεται στο σπίτι ένας πρώην σύντροφος της Έντα, αριστερός, έντιμο άτομο, που έχει αποσυρθεί από τα πράγματα, αλλά εκτιμάει πολύ την Έντα και τον σύζυγό της. Αυτός ο άνθρωπος φτάνει στο σπίτι μαζί με μια γυναίκα, την οποία υποδύομαι εγώ.
«Μπορεί να έχεις έναν υψηλό πήχη αξιών, να είσαι ένας άνθρωπος που θέλει η ελευθερία, η αξιοκρατία και η δικαιοσύνη να κυριαρχούν, αλλά όταν, τελικά, έρθει η στιγμή να τα κάνεις πράξη, δεν είναι βέβαιο, αν θα μπορέσεις να υπερπηδήσεις όλο αυτό το τείχος, όλη αυτή τη λάσπη που υπάρχει στο πολιτικό σύστημα, για να κάνεις όσα θέλεις».
Η ηρωίδα μου έχει μια σημαντική θέση ευθύνης, είναι εφοριακός, προϊσταμένη σε τμήμα. Το θέμα είναι πως έχει ανακαλύψει ένα πολύ μεγάλο σκάνδαλο, το οποίο αν αποκαλυφθεί, μπορεί να δημιουργήσει τεράστιο τσουνάμι στη χώρα. Θα μπορούσε, βέβαια, να υποκριθεί πως δεν το είδε, ωστόσο δεν μπορεί. Αποφασίζει με την παρότρυνση του συντρόφου της, να εμπιστευτεί όσα γνωρίζει κάπου που θα νιώθει ασφάλεια. Οι δυο τους πηγαίνουν, λοιπόν, στο σπίτι της Έντα για να κάνει την αποκάλυψη. Το έργο, σε κάποια σημεία, παίρνει διαστάσεις θρίλερ. Τελικά, τα ώτα δεν είναι και τόσο ευήκοα - κάτι συμβαίνει. Αυτό το έργο ανοίγει πολλά μέτωπα. Μπορεί να έχεις έναν υψηλό πήχη αξιών, να είσαι ένας άνθρωπος που θέλει η ελευθερία, η αξιοκρατία και η δικαιοσύνη να κυριαρχούν, αλλά όταν, τελικά, έρθει η στιγμή να τα κάνεις πράξη, δεν είναι βέβαιο, αν θα μπορέσεις να υπερπηδήσεις όλο αυτό το τείχος, όλη αυτή τη λάσπη που υπάρχει σε όλο το πολιτικό σύστημα, για να κάνεις όσα θέλεις. Επίσης, αν πράγματι τα καταφέρεις, είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τις επιπτώσεις - είτε έχουν να κάνουν με εσένα, είτε με κάποιον άνθρωπό σου; Υπάρχει δικαιοσύνη με τον τρόπο που ορίζεται στα λεξικά; Πρέπει να σκεφτείς, αν είσαι διατεθειμένος να εκφράσεις την αλήθεια, ακόμα κι αν έχει κόστος για τη ζωή σου».
«Τι χρώματα υπάρχουν στην κοινωνία όπου ζούμε σήμερα», τη ρωτάω και μετά από λίγα δευτερόλεπτα σκέψης, απαντά: «Στην κοινωνία μας, υπάρχουν όλα τα χρώματα. Το πρώτο χρώμα που μου έρχεται στο μυαλό, είναι το χρώμα του ήλιου - το χρυσό χρώμα του ήλιου, αυτό το λαμπερό, διάφανο κίτρινο, που “ξυπνάει” την ελπίδα. Είμαστε μια χώρα που έχουμε τη θάλασσα, αυτό το μπλε γύρω μας είναι μια ευλογία. Το κόκκινο, το αίμα, που είναι η ζωή. Επίσης, βλέπω παντού γύρω μας το γκρι. Δυστυχώς, αυτό που δεν βλέπω είναι το λευκό. Θυμάμαι, ότι ο ουρανός έγινε λευκός, όταν κλειστήκαμε όλοι μέσα την περίοδο της πανδημίας. Είχα την τύχη, να περάσω τον εγκλεισμό στην εξοχή. Έβλεπες τα πουλιά, τις πεταλούδες, έναν κάτασπρο, διάφανο ουρανό. Καθάρισε η φύση, καθάρισε ο τόπος απ’ όλους εμάς. Σκεφτόμουν πως οι άνθρωποι δεν χρειαζόμαστε στο οικοσύστημα. Αν λείψουν οι μέλισσες, θα διαλυθεί ο κόσμος, αν λείψουμε εμείς, δεν θα γίνει τίποτα. Μέσα σε αυτή την κοινωνία υπάρχουν οι τυχεροί, που μπορούν κατά κάποιον τρόπο να ορίζουν τη ζωή τους και, δυστυχώς, υπάρχουν και εκείνοι που εξαρτώνται από άλλους, βλέπε Αφρική, βλέπε Γάζα, βλέπε Αφγανιστάν. Είμαστε πολύ πίσω».
Το θέατρο είναι το δεύτερο σπίτι της, ο χώρος που ξέρει σχεδόν όσο καλά γνωρίζει τον εαυτό της. Όταν τη ρώτησα, λοιπόν, αν μπορεί να λειτουργήσει ως ένα εργαλείο «κοινωνικού μετασχηματισμού» και όχι απλώς ψυχαγωγίας, αποκρίθηκε με σιγουριά: «Το θέατρο μπορεί να σε διασκεδάσει, να σε χαλαρώσει, να σε κάνει να σκεφτείς. Μπορεί να βγάλει τον επαναστάτη που έχεις μέσα σου. Ένα ωραίο έργο μπορεί να αποτυπώσει σε φράσεις σκέψεις ή ανησυχίες που κρύβεις μέσα σου. Κάτι που θα ακούσεις σε μια θεατρική αίθουσα, μπορεί να σε αφυπνίσει, να σου δώσει απαντήσεις και να σου δημιουργήσει νέους προβληματισμούς. Οι άνθρωποι είμαστε αποστηρωμένοι. Το θέατρο δημιουργεί “υγρασία” - είναι ένας παράγοντας εσωτερικής εγρήγορσης, επανάστασης, αναστάτωσης… Μπορεί να φέρει τα πάνω - κάτω, μπορεί να σε ενοχλήσει, να αλλάξει τα δεδομένα που έχεις στο μυαλό σου. Η τέχνη και το θέατρο δεν υπάρχουν μόνο για να “χαϊδεύουν” τον κόσμο ή να τον ψυχαγωγούν. Είναι ένας καθρέφτης, που πρέπει να ενοχλεί. Συνεπώς, με αυτή την έννοια, μπορεί να προκαλέσει μια κοινωνική αναστάτωση, ένα κοινωνικό ζωντάνεμα. Επίσης, έχει τη δύναμη να πάρει τον φόβο που νιώθεις, να σε ενεργοποιήσει και να σε παρακινήσει να διεκδικήσεις τα αδιαπραγμάτευτα της ζωής».
«Το θέατρο μπορεί να σε διασκεδάσει, να σε χαλαρώσει, να σε κάνει να σκεφτείς. Μπορεί να βγάλει τον επαναστάτη που έχεις μέσα σου. Ένα ωραίο έργο μπορεί να αποτυπώσει σε φράσεις σκέψεις ή ανησυχίες που κρύβεις μέσα σου. Κάτι που θα ακούσεις σε μια θεατρική αίθουσα, μπορεί να σε αφυπνίσει, να σου δώσει απαντήσεις και να σου δημιουργήσει νέους προβληματισμούς».
Η Ράνια Σχίζα δεν γυρίζει το κεφάλι στην παθογένεια που υπάρχει στην κοινωνία μας. Παρακολουθεί ό,τι συμβαίνει γύρω μας, προβληματίζεται, αντιδρά. Όταν η συζήτησή μας έφτασε στα στερεότυπα που εξακολουθούν να μας ταλανίζουν, η θέση της ήταν ξεκάθαρη: «Δεν έχουμε τελειώσει με το θέμα των στερεοτύπων. Είμαστε σαφώς καλύτερα, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας. “Τράβα να πλύνεις κανένα πιάτο”, όχι δεν έχουμε τελειώσει καθόλου με αυτό το θέμα. Θεωρώ, βέβαια, πως πλέον έχουν κατανοήσει κάποια πράγματα καλύτερα, αλλά από την άλλη, αισθάνομαι ότι γυρνάμε και πολλά χρόνια πίσω. Δεν γίνεται στη σύγχρονη κοινωνία να έχουμε γυναικοκτονίες. Δεν δικαιολογείται αυτό. Είναι ανώμαλα τα πράγματα στην κοινωνία μας. Δεν υπάρχει καμία υγεία γύρω μας. Όσο η γυναίκα αποκτά παρουσία, εδραιώνεται με έναν τρόπο, διεκδικεί και μιλάει, τόσο περισσότερο κάποιοι θα ενοχλούνται. Οι άντρες αδυνατούν να καταλάβουν πως δεν είμαστε ιδιοκτησία κανενός. Δεν δημιουργηθήκαμε από το πλευρό τους».
«Δεν γίνεται στη σύγχρονη κοινωνία να έχουμε γυναικοκτονίες. Δεν δικαιολογείται αυτό. Είναι ανώμαλα τα πράγματα στην κοινωνία μας. Δεν υπάρχει καμία υγεία γύρω μας. Όσο η γυναίκα αποκτά παρουσία, εδραιώνεται με έναν τρόπο, διεκδικεί και μιλάει, τόσο περισσότερο κάποιοι θα ενοχλούνται. Οι άντρες αδυνατούν να καταλάβουν πως δεν είμαστε ιδιοκτησία κανενός».
Και συνεχίζει, υπογραμμίζοντας: «Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας άκρως επικίνδυνος άνθρωπος. Είναι παίκτης. Θέλει να αποδείξει ότι είναι ημίθεος, ότι μπορεί να φτάσει παντού. Ο μόνος του αντίπαλος είναι ο εαυτός του. Κάνει ό,τι θέλει αυτά τα μαριονετάκια. Το ίδιο ισχύει και για τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Ο κόσμος είναι απαίδευτος, είμαστε απαίδευτοι. Εκεί καταλήγουμε πάντα. Πού είναι η παιδεία στην Ελλάδα; Ξέρεις κανένα παιδί να πηγαίνει στο σχολείο με χαρά; Ρωτάνε τα παιδιά ποιο είναι το αγαπημένο τους μάθημα και απαντούν η γυμναστική. Για εμένα, οι πολιτικοί - όπως έχουν γίνει - είναι καριερίστες. Θεωρώ πως δεν υπάρχει πιο δύσκολη και υπεύθυνη ιδιότητα από αυτή του πολιτικού. Εγώ δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ με την πολιτική. Στην πρώτη στραβή, θα αρρώσταινα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ενσυναίσθηση, είναι νάρκισσοι. Υπάρχουν και εξαιρέσεις φυσικά. Καλώς ή κακώς, όπως ένας σκηνοθέτης έχει την ευθύνη της παράστασης, όπως ο προπονητής έχει την ευθύνη της ομάδας, όπως οι γονείς έχουν την ευθύνη της οικογένειας, έτσι και οι πολιτικοί είναι υπεύθυνοι για την κοινωνία. Συνεπώς, όταν κάνεις αυτό το βήμα, πρέπει να έχεις ενσυναίσθηση και σοβαρότητα. Νομίζω ότι πια έχει χαθεί η μπάλα. Έχουν μαζευτεί τόσα απορρίμματα, που, αλήθεια, δεν ξέρω που θα οδηγηθούμε».
Άραγε, ποια είναι τα χαρακτηριστικά που κάνουν έναν καλό ηθοποιό να ξεχωρίζει από έναν απλό ηθοποιό; «Ένας καλός ηθοποιός πρέπει να δουλεύει με αφοσίωση, να είναι μέσα στη ζωή, όσο μπορεί να επικοινωνεί με τον εαυτό του, να έρχεται σε αντίλογο με τις απόψεις του, να έχει ενσυναίσθηση, να εξερευνά νέα πεδία. Ένας καλός ηθοποιός πρέπει να είναι λίγο στρατιώτης, χρειάζεται πειθαρχία. Όπως έλεγε κάποτε ο Λευτέρης Βογιατζής, ο ηθοποιός πρέπει να έχει εξυπνάδα. Για την εξωτερική εμφάνιση δεν έχεις κάνει τίποτα εσύ, για το μυαλό σου όμως; Επί πρόσθετα, πρέπει να προσέχεις τη φωνή σου, το κορμί σου. Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων».
Ράνια Σχίζα, ποιο είναι το ποιο γενναίο πράγμα που έχεις κάνει ποτέ στη ζωή σας; «Η επιλογή να γίνεις ηθοποιός χρειάζεται μια γενναιότητα. Δεν ξέρω, αν είναι το πιο γενναίο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου, αλλά σίγουρα ήθελε τόλμη. Δεν είχα καμία επαφή με κανέναν και τίποτα. Πήρα ένα βιβλιαράκι που έλεγε «πώς θα γίνετε ηθοποιός», είχε μέσα ονόματα σχολών, διευθύνσεις και τηλέφωνα. Κλείστηκα μέσα στη μεζονέτα του παππού και της γιαγιάς μου από την Κρήτη, οι οποίοι τότε είχαν πάει στο νησί, κατέβασα τα ρολά και διάβαζα. Είχα πάρει Σεφέρη, Καβάφη, τραγωδίες, Τενεσί Ουίλιαμς, Όγκουστ Στρίντμπεργκ και μελετούσε μέρα νύχτα. Έπαιζα μόνη μου, μετά έπαιζα μπροστά στη μητέρα και την αδερφή μου ή σε φίλους, ξανά και ξανά. Και τα κατάφερα! Το μόνο που είχα ήταν η βοήθεια των ανθρώπων μου, τίποτα άλλο. Γι’ αυτό και μου φαίνεται περίεργο και σκληρό, ότι πια τα παιδιά μπαίνουν στις Δραματικές Σχολές σκηνοθετημένα. Τα παιδιά έρχονται για να μάθουν, όχι για να δώσουν παράσταση. Είμαι κατά αυτού του συστήματος, όπως έχει εξελιχθεί. Δώσε την ευκαιρία στα παιδιά για έναν, δύο, τρεις μήνες, και μετά κρίνε ποιοι σου κάνουν και ποιοι όχι».
«Εγώ χρειάζομαι την ιδιωτικότητά μου, γι’ αυτό και δεν έχω και λογαριασμούς στα social media. Δεν θέλω να βγάζω τη ζωή μου σε κοινή θέα. Βέβαια, επειδή προέρχομαι από μια άλλη γενιά, έχω μια πορεία στον χώρο και έχω δώσει κάποια διαπιστευτήρια, δεν είναι απαραίτητο να έχω social media, όπως θα υποχρεούταν να έχει ένα κορίτσι 30 χρονών, που ξεκινάει τώρα. Αυτή είναι η πραγματικότητα».
Μπορεί το όνομά της να έχει συνδεθεί με μεγάλες επιτυχίες, όμως η δημοσιότητα δεν την ενδιέφερε ποτέ. Στο παρελθόν, απέφευγε τα κόκκινα χαλιά και τις κάμερες, σήμερα αδιαφορεί για τα social media, μη έχοντας κανέναν προσωπικό λογαριασμό. «Δεν μου αρέσει το lifestyle που «συνοδεύει» πολλές φορές έναν ηθοποιό που εργάζεται στην τηλεόραση. Το 2010, έκανα τη σειρά “Κούκλες” και μας είχαν καλέσει στο Παλλάς - που ήταν κινηματογράφος τότε - σε μια επίσημη πρεμιέρα. Είχα πάει με τον σύζυγό μου. Θυμάμαι είχαν στρώσει ένα κόκκινο χαλί και υπήρχαν παπαράτσι, δημοσιογράφοι, κάμερες. Περάσαμε από δίπλα. Δεν μπορούσα να περπατήσω στο κόκκινο χαλί. Γελάω με αυτά. Το μοναδικό τηλέφωνο που έχω πάρει στην καριέρα μου, ήταν στον Τάσο Μπαντή, για να του πω, ότι θα ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ μαζί του. Μετά κάναμε μαζί μια πολύ ωραία δουλειά. Εγώ χρειάζομαι την ιδιωτικότητά μου, γι’ αυτό και δεν έχω και λογαριασμούς στα social media. Δεν θέλω να βγάζω τη ζωή μου σε κοινή θέα. Βέβαια, επειδή προέρχομαι από μια άλλη γενιά, έχω μια πορεία στον χώρο και έχω δώσει κάποια διαπιστευτήρια, δεν είναι απαραίτητο να έχω social media, όπως θα υποχρεούταν να έχει ένα κορίτσι 30 χρονών, που ξεκινάει τώρα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Εμένα δεν μου έχει ζητήσει κανείς να φτιάξω προφίλ στα social media, αλλά ξέρω ότι πια οι παραγωγοί το κοιτούν».
Σε όλη αυτή τη διαδρομή, η Ράνια Σχίζα κατάφερε κάτι σπουδαίο: να μην βάλει ποτέ τη ζωή της σε κουτάκια, να μην αλλοιώσει την ταυτότητά της, να μην επηρεαστεί από τα κοινωνικά πρότυπα. «Έχω στη ζωή μου ανθρώπους που θαυμάζω, αλλά ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να βάλω τον εαυτό μου σε κουτάκια. Γενικώς, όταν πάω να ξεφύγω, μπορώ να με ελέγξω. Λέω στον εαυτό μου, πως αν μη τι άλλο δεν είναι έξυπνο να σκέφτεσαι έτσι. Όλα τα συναισθήματα υπάρχουν μέσα μας. Το θέμα είναι, εσύ τι επιλέγεις να ποτίζεις».
«Στις "Σαββατογεννημένες έδεσε το γλυκό. Ήταν καταπληκτικός ο συνδυασμός. Την αγάπησα πολύ αυτή τη σειρά. Το πιο συγκινητικό είναι, όμως, όταν με συναντάνε και μου λένε πως “μας έχει γλυτώσει από κατάθλιψη”. Χαίρομαι πολύ».
Οι «Σαββατογεννημένες» αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της. Μπορεί να έχουν συμπληρωθεί δύο δεκαετίες από το τέλος της σειράς, όμως παραμένει επίκαιρη και συχνά οι ατάκες της γίνονται βίντεο και post στα social media. Τι θυμάται, όμως, η Ράνια Σχίζα από αυτή τη δουλειά, που έγραψε τη δική της ιστορία στην τηλεόραση; «Έχουν περάσει 21 χρόνια από τις “Σαββατογεννημένες”. Αν καμιά φορά μου στείλουν οι φίλοι μου φωτογραφίες ή βίντεο, τα θυμάμαι και γελάω. Έχουμε γελάσει πολύ με τον Γιώργο Καπουτζίδη με ατάκες. Θυμάμαι, υπήρχε μια σκηνή, που ήμασταν οι τρεις μας με έναν ψυχίατρο, και λέει η Μπία πως έχει ένα καρούμπαλο και ότι μπορεί να είναι ψυχολογικό. Και της απαντάω εγώ “ψυχολογικό καρούμπαλο; Κι εγώ έχω ένα σφράγισμα στο δόντι… Λες να είναι επειδή έχασα τον πατέρα μου μικρη;”. Είχα τρελαθεί με αυτή την ατάκα, μου άρεσε πολύ και ήθελα να την πω τέλεια. Ψάχναμε να βρούμε τι μας φταίει, το οποίο τι ωραία που ακουμπάει σε σημερινά γεγονότα. Ήταν απίστευτη ατάκα, έλεγα στον Γιώργο πώς το σκέφτηκε και το έγραψε. Σε αυτή τη σειρά, έδεσε το γλυκό. Ήταν καταπληκτικός ο συνδυασμός. Την αγάπησα πολύ αυτή τη σειρά. Το πιο συγκινητικό είναι, όμως, όταν με συναντάνε και μου λένε πως “μας έχει γλυτώσει από κατάθλιψη”. Χαίρομαι πολύ».
Λίγο πριν το τέλος της κουβέντας μας, αναρωτιέμαι ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα που έχει πάρει από τη ζωή. Το επεξεργάζεται για λίγο και μου απαντά: «Ένα από τα πολλά μαθήματα που έχω πάρει από τη ζωή είναι να πορεύομαι “βήμα - βήμα”. Να σκέφτομαι το παρόν και όχι ποιες θα είναι οι επόμενες δέκα κινήσεις μου. Και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ονειρεύομαι. Όχι. Το να ονειρεύεσαι σου δίνει τρομερή ευεξία. Οι άνθρωποι πρέπει να ονειρευόμαστε, αλλά όχι να αγχωνόμαστε. Δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε για πολύ μακριά. Σιγά - σιγά. Με ρωτάνε πολλές φορές, ποια είναι τα σχέδιά μου… Και απαντώ “δεν ξέρω τώρα, θα δω”. Ας πάμε λίγο πιο αργά.
«Ένα από τα πολλά μαθήματα που έχω πάρει από τη ζωή είναι να πορεύομαι “βήμα - βήμα”. Να σκέφτομαι το παρόν και όχι ποιες θα είναι οι επόμενες δέκα κινήσεις μου. Και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ονειρεύομαι. Όχι. Το να ονειρεύεσαι σου δίνει τρομερή ευεξία. Οι άνθρωποι πρέπει να ονειρευόμαστε, αλλά όχι να αγχωνόμαστε. Δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε για πολύ μακριά. Σιγά - σιγά».
Επίσης, κάτι άλλο που και εγώ τώρα το μαθαίνω και μου είναι αρκετά δύσκολο - λόγω χαρακτήρα - είναι να αφήνω να πέσει κάτι κάτω και μην είμαι τόσο ανυπόμονη. Παλαιότερα, μετρούσα μέχρι το πέντε και έπρεπε όλα να έχουν γίνει. Πλέον, θα μετρήσω μέχρι το δέκα. Είμαι υπομονετικός άνθρωπος, δεν θέλω εντάσεις - ειδικά στη δουλειά μου. Με τους δικούς ανθρώπους, όμως, δεν έχω υπομονή. Τους “ξεσκίζω”. Στους ανθρώπους μας βγάζουμε τον δαίμονά μας και τον άγγελό μας φυσικά. Εγώ παίρνω πολλά μαθήματα από τις κόρες μου. Ανοίγουν παράθυρα στη σκέψη μου. Τις θαυμάζω πάρα πολύ, πέρα από το ότι είμαι ερωτευμένη μαζί τους. Ο τρόπος που πορεύονται, αυτή η καθαρότητα που έχουν, με συγκινεί. Τις θαυμάζω, όπως θαυμάζω και πολλά νέα παιδιά, γιατί αναγνωρίζω ότι είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες που μεγαλώνουν».
Φωτογραφίες: Τζίνα Σκανδάμη
Πληροφορίες παράστασης:
Από 21 Νοεμβρίου στο θέατρο Τζένη Καρέζη
Κείμενο: Αντώνης Τσιοτσιόπουλος - Γιώργος Παλούμπης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Ηθοποιοί: Έλενα Τοπαλίδου, Στάθης Σταμουλακάτος, Ράνια Σχίζα, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Θάνος Αλεξίου, Παναγιώτα Παπαδημητρίου, Κώστας Φυτίλης
Εισιτήρια εδώ