Ο Βασίλης Καλφάκης & ο Ευθύμης Κάλφας έκαναν επιθεώρηση στο παγκάκι του σχολείου τους
Δήμητρα Πραντάλου
15 Δεκεμβρίου 2025
Δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα από αυτό που φεύγεις "γεμάτος" από μία παράσταση. Που έχεις γελάσει με την ψυχή σου, που καμία αρνητική σκέψη δεν κυριαρχεί στο μυαλό σου. Αυτό ακριβώς μου συνέβη όταν παρακολούθησα την γενική πρόβα της stand-up επιθεώρησης «Όλα Μόνοι Μας» στο Θέατρο 104. Ο Βασίλης Καλφάκης και ο Εύθυμης Κάλφας ένωσαν τις δυνάμεις τους και κυρίως το κοινό τους χιούμορ, και μέσα από προσωπική δουλειά (εξού και η ονομασία) έφτιαξαν μία παράσταση που σατιρίζει κομμάτια της σουρεάλ πραγματικότητας και καθημερινότητας που ζούμε. Όλοι λίγο-πολύ καταλαβαίνετε ποια είναι αυτά.
Για την ακρίβεια, έχουν φέρει την παλιά επιθεώρηση στη σκηνή (που πολλοί από εμάς προλάβαμε) και την έχουν ενώσει με το stand-up, ντύνοντάς τα με στίχους και μουσική που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει. Όπως χαρακτηριστικά εξηγεί και ο Βασίλης, έφτιαξαν ένα «μικρό υβριδικό παιδάκι». Μαζί τους στη σκηνή είναι και η Δήμητρα Κοκκινοπούλου που συνθέτει τη μελωδία στο πιάνο.
Τον Βασίλη Καλφάκη και τον Ευθύμη Κάλφα, τους συνάντησα, στο δεύτερο τους σπίτι πλέον, λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα, για να μιλήσουμε για το «Όλα Μόνοι Μας». Δύο άνθρωποι ταλαντούχοι, που εκτός από χιούμορ, έχουν και κοφτερό μυαλό. Αλλά βέβαια, αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς βλέποντάς τους επί σκηνής.
Γιατί λοιπόν όλα μόνοι τους; Που βρίσκεται η σάτιρα πλέον στην Ελλάδα; Και τι θέλουν να αποκομίσει ο θεατής βλέποντας την παράστασή τους;
Συγγνώμη τώρα γι’ αυτό, αλλά ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα. Πόσο τυχαίο το Κάλφας-Καλφάκης;
Ευθύμης: Ταιριάζει πάρα πολύ αυτό το “Καλφάς- Καλφάκης” και θα μπορούσε να γίνει μόνο συγγραφικό δίδυμο και επιθεώρηση.
Βασίλης: Εδώ θα μπορούσε να γίνει και έργο.
Ευθύμης: Είναι όντως τυχαίο, πάντως. Είμαστε από την ίδια περιοχή, από τη Νέα Μιχανιώνα στη Θεσσαλονίκη και το Κάλφας είναι ένα γνωστό επίθετο, αλλά δεν έχουμε συγγένεια με όλους τους Καλφαίους. Και το Καλφάκης, επίσης, είναι ένα πολύ διαδεδομένο επίθετο.
Βασίλης: Είναι τόσο διαδεδομένο, που εγώ όταν ήρθα κάτω στην Αθήνα, στην Ιπποκράτους που έμενα, ακριβώς απέναντι, είχε είδη μοντελισμού Καλφάκης. Τότε είχα τους συμφοιτητές μου που μου έλεγαν “πας και παίρνεις το ποσοστό πρωί πριν έρθεις στη σχολή;”. Δηλαδή, δεν είχα βρει πουθενά, πλην της Μιχανιώνας, το επίθετο Καλφάκης και ξαφνικά ήρθα στην Αθήνα και το βρήκα απέναντι μου.
Ευθύμης: Όπου βέβαια ο Κάλφας (Καλφάς κάποτε) παλιότερα ήταν ο μάστορας.
Βασίλης: Είναι ο μάστορας και είμαι το μαστοράκι του.
Άρα, θα μπορούσε να είχε ονομαστεί έτσι η παράσταση, αντί για «Όλα Μόνοι Μας»;
Βασίλης: Θα μπορούσε, ναι. Γιατί το όλο concept που αποφασίσαμε με τον Ευθύμη, είναι εμείς να βγαίνουμε ως μαστόρια επί σκηνής. Ότι τα φτιάχνουμε όλα μόνοι μας. Βγαίνει ο Ευθύμης αρχιμάστορας και το μαστοράκι του εγώ, δίπλα. Ο Κάλφας και ο Καλφάκης. Αυτά, παιδιά, δεν είναι προσχεδιασμένα. Βγήκαν έτσι. Είναι της μοίρας. Όπως και η συνάντησή μας.
Πείτε μου για τη συνάντησή σας. Πώς γνωριστήκατε;
Ευθύμης: Την ώρα που συναντηθήκαμε, σχολάγανε οι μοίρες. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Ένα χρόνο μεγαλύτερος ήμουν εγώ. Γειτονιά εκεί όπως καταλαβαίνεις. Όταν ξεκινήσαμε να χαιρόμαστε με τα θέατρα, μαζευόμασταν στα διαλείμματα και κάναμε μιμήσεις στους καθηγητές.
Βασίλης: Υπήρχε ένα παγκάκι που ήταν το σύνορο Λυκείου και Γυμνασίου. Εκεί δίναμε ραντεβού. Και θυμάμαι ότι ήταν η πρώτη πλατεία κοινού εκεί. Κάθονταν μπούγιο στο παγκάκι και γελούσαν. Εμείς, από την άλλη μεριά, να παίζουμε νούμερα. Να κάνουμε καθηγητές και μιμήσεις. Πολλοί από τότε, γιατί εντάξει δεν μεγαλώσαμε όλοι με την Έντα Γκάμπλερ και τον Άμλετ ανά χείρας, βλέπαμε σήριαλ και επιθεωρήσεις -καλή ώρα που κάνουμε κι εμείς τώρα. Παλαιότερα παίζανε επιθεωρήσεις, που δεν είχαν πάντοτε την ποιότητα, αλλά βγαίνανε κάτι ιερά τέρατα και φέρνανε αριστουργήματα. Εμένα, ας πούμε, μου άρεσε πάρα πολύ ο Σωτήρης Μουστάκας. Ακόμα μ' αρέσει. Όχι μ' αρέσει απλά, προσκυνάω. Γιατί ξέρεις, δεν είχαν καλά κείμενα πάντοτε αυτές οι επιθεωρήσεις, αλλά έβγαινε αυτός και γινότανε χαμός, έλεγες τώρα βγήκε υψηλή ποίηση. Σε αυτό το παγκάκι θυμάμαι όταν συγχωρέθηκε ο Μουστάκας, εγώ έκλαιγα.
Ευθύμης: Ναι, κι εγώ νόμιζα ότι είχε δει τους βαθμούς του στην ιστορία.
Οπότε γνωρίζεστε Θεσσαλονίκη και συναντιέστε ξανά στην Αθήνα. Πώς αποφασίσατε να κάνετε stand-up επιθεώρηση;
Βασίλης: Εγώ ήθελα να κάνουμε επιθεώρηση, γιατί πιστεύω ότι η επιθεώρηση αν βρεθεί καλό κείμενο και έξυπνη ατάκα, είναι μεγάλο είδος. Αν δεν έχει το κείμενο, υπολείπεται και παίζεις με μικρότητες και δεν είναι ωραίο.
Ευθύμης: Και αυτό καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούσε να γίνει όσο δεν ζούσαμε στην ίδια πόλη. Οπότε όταν κατέβηκα εγώ τον τελευταίο χρόνο, συναντηθήκαμε ξανά παρότι είχαμε κρατήσει επαφή. Απλά δεν είχαμε επαφή εκ του σύνεγγυς. Και βρεθήκαμε και λέμε "άντε πάμε τώρα να γράψουμε να θυμηθούμε τι κάναμε παλιά". Γιατί το είχαμε ξανακάνει αυτό στη Θεσσαλονίκη.
Βασίλης: Όταν τελειώσαμε το σχολείο, ο Ευθύμης πέρασε στο Πανεπιστήμιο της Κομοτηνής. Θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι εκεί, για να γράψουμε την πρώτη μας επιθεώρηση που λεγόταν «Ο Έλληνας ο Φλου». Πού θα το παρουσιάζαμε; Φυσικά στην Μηχανιώνα. Παίρναμε τα κλειδιά από το Δήμο, κάναμε αναρχία τρελή. Μπαίναμε στις αίθουσες και κάναμε επτά ώρες πρόβες. Πάντα με μουσική, με πιάνο. Όταν έδειξα μια φορά το βίντεο της τελευταίας μας επιθεώρησης σε μια συνάδελφο, μια πολύ αγαπημένη συνεργάτιδα μου, μου λέει "ρε ‘συ αυτό είναι σαν εξετάσεις τριτοετών σε σχολή". Δεν το λέω για να μας παινέψω, τα κάναμε όλα με πολύ μεράκι.
Και γιατί όλα μόνοι σας;
Ευθύμης: Αρχικά το «Όλα Μόνοι Μας» είχε ξεκινήσει με το γεγονός ότι πάμε να το φτιάξουμε και να αναλάβουμε την παραγωγή. Δεν έχουμε κάποιον παραγωγό από πίσω, εκ των πραγμάτων. Δηλαδή για να ανέβει μια παράσταση δεν φτάνει να έχεις ηθοποιό, να έχεις κείμενο ή να παίξεις ένα κείμενο. Έχει άλλα τόσα από πίσω που ο Βασίλης τα ήξερε λόγω της εμπειρίας του. Εγώ τα μαθαίνω τώρα. Οπότε είπαμε να τα αναλάβουμε όλα μόνοι μας, εξ ολοκλήρου. Σκηνοθεσία, χορογραφία, στίχους, κείμενα, τα πάντα. Και επίσης γιατί θέλαμε να το ταιριάξουμε πάρα πολύ με αυτό που ζούμε τώρα. Στο σήμερα. Ότι όλα μόνοι μας τα κάνουμε.
Βασίλης: Επαλήθευε πικρά αυτό που ζει αυτή η ελληνική πραγματικότητα. Πολλές φορές μπορούμε να πούμε «α, το κράτος δεν είναι εδώ, τι θα κάνουμε». Βγάζουμε και εμείς λίγο την ουρά μας απέξω και λέμε δεν υπάρχει η πολιτεία. Αλλά είναι κάτι νομίζω πολύ πάρε-δώσε πια αυτό το πράγμα στην ελληνική πραγματικότητα.
Ευθύμης: Και το όλα μόνοι μας δεν έχει μοναξιά, ούτε ατομικισμό, ίσα ίσα. Εμείς θέλουμε να αποδείξουμε ότι όλα μόνοι μας τα καταφέραμε. Γιατί συνεργαστήκαμε, αλλά μόνοι μας.
Είναι δηλαδή και ένα μήνυμα ότι παρότι ως κοινωνία αισθανόμαστε μόνοι μας, στο τέλος βγαίνει κάτι καλύτερο, αν είμαστε μαζί;
Ευθύμης: Αν είσαι ομάδα, ναι.
Βασίλης: Αν μείνεις μονοδιάστατα σε ένα πράγμα, κλειδώνεις εκεί, ενώ το “όλα” έχει τη συνεργασία, συμφωνώ με αυτό που λέει ο Ευθύμης. Δηλαδή ότι κάτι δίνω εγώ, κάτι δίνεις εσύ και υπάρχουμε. Όχι μόνο στο θέατρο και σε αυτό που κάνουμε -γιατί δεν είναι ακριβώς μια θεατρική παράσταση, είναι μία εναλλαγή ενός stand-up comedy show που κάνει πάρα πολύ καλά ο Ευθύμης, που το έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και πολύ δυναμικά και από τα social, το οποίο συναντιέται με την πρωτογενή μορφή ας πούμε της κωμωδίας. Που είναι το να ανεβεί μια παρλάτα, δηλαδή ένας να μπει μπροστά στο κοινό και να αρχίσει να λέει ένα κείμενο.
Στο «Όλα Μόνοι Μας» με ποια κοινωνικά ζητήματα καταπιάνεστε; Φαντάζομαι σίγουρα πολιτικά.
Ευθύμης: Πολιτικά φουλ γιατί η επιθέωρηση είναι πολιτική σάτιρα. Δεν μπορεί να υπάρξει επιθεώρηση αν δεν υπάρξει πολιτικό σχόλιο και κυρίως πάντα προς την εξουσία, όποια και να είναι αυτή. Τυχαίνει αυτή τη στιγμή που μιλάμε να είναι ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, οπότε ασχολούμαστε κατά κύριο λόγο με την εξουσία που αυτή τη στιγμή είναι μπροστά.
Βασίλης: Και είναι ένα κυβερνών κόμμα που βρίσκεται πολύ καιρό στην εξουσία. Δεν μπορεί η επιθεώρηση ξαφνικά να κλείσει τα μάτια και να μην δει τι γίνεται. Χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι δεν κοιτάμε και από την άλλη πλευρά μιας “ήσυχης” αντιπολίτευσης πια, με πολλές σίγουρα προσπάθειες δυναμικές μεν, αλλά πρέπει να μπουν στο κάτοπτρο της κωμωδίας δε.
Ευθύμης: Και μετά από την πολιτική, που όλα είναι πολιτική σήμερα, ασχολούμαστε πολύ και με την καθημερινότητα, σχολιάζουμε όλα αυτά που περνάμε -από την προσπάθεια του να βρεις σπίτι, από τα ενοίκια, από τα οικονομικά σκάνδαλα, από το που βρίσκεται η Εκκλησία σε όλο αυτό.
Βασίλη: Υπάρχουν ας πούμε τρεις ομπρέλες κοινωνικές, μέσα από τις οποίες έρχεται και η πολιτική. Τι θέση έχει μια μεριά ισχύουσα μέσα στην Εκκλησία; Εμείς δεν θέλουμε να θίξουμε το υπαρξιακό πιστεύω του καθενός, αλλά το πώς χειρίζονται πράγματα, όπως επίσης και οι δάσκαλοι - η παιδεία είναι ένα πολύ βασικό πράγμα. Στην "εκπαίδευση όλα τελειώνουν" που έχουμε ένα νούμερο στην παράσταση, ψάχνουμε μια δασκάλα, έναν δάσκαλο, ο οποίος πια δεν μπορεί να επικοινωνήσει εύκολα, γιατί η γλώσσα προχωράει και έχει πάει αλλού. Για αυτό λέω ότι το κείμενο είναι πολύ βασικό στην γραφή μας, εμείς προσπαθούμε να βρούμε περισσότερο πώς μέσα από το λόγο έρχεται το αστείο.
Πού βρίσκεται η σάτιρα πλέον σήμερα; Γιατί νιώθω πως κάπως δεν είναι τόσο αποδεκτή.
Ευθύμης: Η σάτιρα έχει να κάνει με το εύκολο χιούμορ, το γέλιο που θα προκαλέσεις. Δεν ξέρω βέβαια γιατί να γελάσεις με εξωτερικά χαρακτηριστικά, ας πούμε παλαιότερα λέγανε ο χοντρός, ο κοντός, ο άσχημος. Και στις ελληνικές ταινίες δεν είναι καθαρά σατιρικό, είναι πιο πολύ ένα χιούμορ που είναι εύκολο γιατί είναι το προφανές.
Βασίλης: Ακριβώς, και θυματοποιεί για να γελάσει ο άλλος. Ενώ ας πούμε, το έχουμε ζήσει και στον Αριστοφάνη αυτό το πράγμα, ότι αν διογκώνονται χαρακτηριστικά, πάει να πει ότι αυτός ο άνθρωπος τρώει από κάποιου άλλου το μερίδιο, άρα για αυτό το σατιρίζω. Αν είναι επειδή αυτή τη στιγμή η χ,ψ Τζίνα είναι κοντή, εγώ φτιάχνω έτσι ένα εξιλαστήριο θύμα, για να πω "γελάστε μαζί της". Αυτό δεν νομίζω ότι είναι σάτιρα, αυτό είναι μια κοροϊδία, προς ανύψωση κάτι που εγώ έχω μέσα μου. Η σάτιρα πρέπει να είναι πρώτα απέναντι στην εξουσία, όποια και να είναι, πρέπει να βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Αυτή τη στιγμή νομίζω ότι λίγο «εφλόρεψε» η κατάσταση.
Ευθύμης: Και εξουσία μπορεί να είναι και στη δουλειά σου, ο εργοδότης σου. Για να μην πηγαίνουμε πάντα στην πολιτική εξουσία, μπορεί να είναι η δικαστική εξουσία, η εκκλησιαστική εξουσία, η εξουσία έξω στον δρόμο, που εσύ θα οδηγείς ένα Fiat κόκκινο και θα έρθει από δίπλα σου το Range Rover και θα σε υποτιμήσει και εσύ θα πρέπει αυτό να το σατιρίσεις. Πάντως αυτό που είπες, το πού βρίσκεται η σάτιρα δηλαδή, βρίσκεται παντού μπροστά μας συνέχεια. Το πώς θα την αξιοποιήσει ο καθένας, πώς θα την αντιληφθεί και επίσης πώς θα την δεχτεί, εκεί είναι που διαφέρει το πράγμα και εκεί διαφέρει και αναλόγως με την εποχή, τη φάση, την κοινωνία. Αλλά θεωρώ ότι η σάτιρα αυτή τη στιγμή υπάρχει μπροστά μας, πρέπει λίγο να τη σκαλίσεις για να σου εμφανιστεί.
- Ναι, είναι παντού αλλά το ζητούμενο είναι ότι δεν την αποδέχονται πολύ εύκολα - είτε ο κόσμος είτε ο δέκτης.
Ευθύμης: Ποτέ δεν τη δέχτηκαν τη σάτιρα αν μιλήσουμε για την εξουσία, πρέπει να είσαι πολύ εντάξει, πολύ γειωμένος ενεργειακά για να μπορείς να τη δεχτείς.
Βασίλης: Ξέρεις κάτι, πολλές φορές μιλάμε για αθηναϊκή δημοκρατία, δείτε τι χέρι έβαζαν οι εξουσιαστές, ή οι έχοντες την εξουσία, στον Αριστοφάνη. Και μετά άρχισε να γράφει όλες τις ουτοπίες του, άρχισε ξαφνικά να γράφει για τους Όρνιθες, για πουλιά, για βατράχια και έγραψε αριστουργήματα. Ας πούμε, πάρα πολύ ωραία λέει ο Ευθύμης στην παράσταση «δεν θα λέμε αυτό το όνομα», θα λέμε ο όμορφος, ο άριστος, ο καταπληκτικός. Ο κόσμος όμως καταλαβαίνει κάτω, ποιον εννοούμε.
Ευθύμης: Και μην πας μακριά και επί χούντας που αλλάζανε ολόκληρα κείμενα, επειδή υπήρχε λογοκρισία, για να μπορέσουν να περάσουνε όλα αυτά που ήθελαν, είχανε αλλάξει τη σειρά τους για να μην βγάζουν νόημα και να μην καταλαβαίνουν.
Βασίλης: Είναι μαγικό αυτό, να μπορείς να κλείσεις το μάτι και όλοι να συνεννοηθούμε για τι μιλάμε, αλλά να μην το λέμε ακριβώς. Το λογοπαίγνιο να είναι γεμάτο με κάτι από κάτω, για το οποίο όλοι συνωμοτούμε εκείνη την ώρα. Είναι πολύ ωραίο, νομίζω πρέπει να συνωμοτούμε στην πλατεία πια.
- Δηλαδή;
Βασίλης: Δηλαδή να βρισκόμαστε σε πλατείες, εννοώ θεάτρου και δημόσιες, και να γελάμε. Εμείς έχουμε ένα ολόκληρο νούμερο, που λέμε "ένα γέλιο θα μας σώσει". Έχουμε πάρα πολύ αναλύσει τα πάντα, είμαι υπέρ του να βρεις την ψυχική σου ισορροπία μέσα από μια ανάλυση, αλλά έχουμε περάσει στην υπερανάλυση και δη μέσα από τα social. Γράφουμε πολλά, πολλά, πολλά.
Ευθύμης: Νομίζω ότι έχουμε σταματήσει να γελάμε, γιατί ψάχνουμε να μανουριαστούμε. Δηλαδή δεν ψάχνεις να γελάσεις και δεν ψάχνεις το αστείο, ψάχνεις να δεις γιατί το είπε αυτός, με ποιο δικαίωμα το είπε και φυσικά τι σκοπό έχει. Υπάρχει και το political correct, που βέβαια είναι κι αυτό μια μεγάλη κουβέντα και που ναι, έχει βελτιώσει, έχει διορθώσει αστοχίες, έχει διορθώσει προσβολές και έχει ραγίσει την πατριαρχική ομπρέλα.
Βασίλης: Αλλά φτάσαμε στο άλλο άκρο όμως, αυτό που λέει ο Ευθύμης και είναι πάρα πολύ σωστό, του να ψάχνεις υπόγειους σκοπούς.
Πιστεύετε πάντως πως μας αρέσει να «γκρινιάζουμε», αλλά τροφοδοτούμε κάπως και την όλη κατάσταση;
Ευθύμης: Είναι αυτό που λέμε «ή σκάσε ή δράσε». Αλλά να σου πω κάτι; Χωρίς να αποποιούμαι τις ευθύνες. Πόσες φορές έχει κάνει κάτι και ο λαός και έχει πάει κουβά; Νιώθω και λίγο πως είναι μία τακτική αυτή - δηλαδή θα βγουν, θα φωνάξουν, θα γκρινιάζουν, αλλά δεν θα κάνουν τίποτα. Αυτό νομίζω θέλουν αυτοί που είναι πάντα στην εξουσία. Αυτό που λέμε «δεν άνοιξε ρουθούνι». Που άνοιξε όμως.
Βασίλης: Παρέχουν χώρο και χρόνο στημένο, πιστεύω, μέχρι να παίξει το επόμενο θέμα και να πάμε παρακάτω. Το θέμα είναι ότι σε αυτή τη διάθεση του χρόνου, κατά πόσο φεύγουμε από το θέμα του να αναπαράγουμε συνεχώς θέματα στις οθόνες και του να ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα θέαμα, με μια επιθεώρηση καλή ώρα. Δε νομίζω ότι μόνο η οθόνη μπορεί να το παρέχει αυτό, είναι άλλο το τετ α τετ. Είναι άλλη η δυναμική ενός κοινού που γελά συντονισμένα με κάτι. Και τι του παρέχουμε εμείς φυσικά, γιατί επιμένω ότι το επιθεωρησιακό είδος είναι και αυτό ποίηση. Είναι σατιρική ποίηση. Σαν λαός σίγουρα θα αντιδράσουμε, αλλά το θέμα είναι τι κάνουμε παρακάτω. Μένουμε ένας γκρινιάρης λαός ή καθόμαστε και γυμναζόμαστε ψυχικά και πνευματικά σε κάτι; Άντε και λύθηκε ένα θέμα, εμείς πώς πάμε παρακάτω τη ψυχή μας; Με τι ποτιζόμαστε; Εννοώ και σαν θέαμα και σαν λόγος. Λέει ο Ευθύμης σε ένα νούμερο που έχουμε στην παράσταση ότι παλιά βλέπαμε τα πρωινάδικα που είχαν χαρά, τραγούδια, γυμναστικές, και τώρα βλέπουμε συνέχεια αστυνομικό ρεπορτάζ.
Μήπως όμως ο κόσμος ασχολείται παραπάνω με αυτό;
Ευθύμης: Πιστεύω ότι πάθαμε μια δραματοποίηση τη περίοδο της καραντίνας. Βλέπαμε φουλ τηλεόραση και είναι κατάλοιπα από εκείνη τη φάση. Ήμασταν κλεισμένοι στο σπίτι και βλέπαμε πόσοι πέθαναν. Θυμηθείτε λίγο τι περάσαμε. Αλλά ταυτόχρονα για να μην δαιμονοποιούμε τα παραδοσιακά μέσα, όπως κι εμείς θέλουμε το θέατρο να είναι γεμάτο, έτσι ακριβώς και η τηλεόραση και το ραδιόφωνο μετριούνται με νούμερα τηλεθέασης. Αν ας πούμε κάνει υψηλή τηλεθέαση ένα πρόγραμμα που δείχνει μόνο εγκλήματα, πρέπει να προβληματίζει και τον δέκτη. Γιατί κάθεται και παρακολουθεί; Αν δεν είχαν αυτά τα προγράμματα τηλεθέαση, θα τα άλλαζαν.
Βασίλης: Εγώ είμαι πολύ της άποψης του "ή σκάσε ή δράσε". Ας πούμε μία φωτεινή περίπτωση είναι ο Γιώργος Καπουτζίδης που έκανε τη σειρά «Σέρρες», που πήρε το ρίσκο της κωμωδίας. Γιατί πέρα από το ότι είναι μια σειρά που φωτίζει πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης, το κάνει μέσα και από το είδος της κωμωδίας. Εγώ αυτό θαυμάζω. Το πώς γράφεις μία ατάκα είναι ρίσκο. Μία σάτιρα πολιτική, δεν είναι εύκολα αποδεκτή. Εμένα με φοβίζει ότι δεν την δέχεται ο ίδιος ο λαός πια. Έχει γίνει επιφανειακά καθώς πρέπει.
- Βλέπεις τον διχασμό στην σάτιρα. Είναι αλήθεια αυτό.
Ευθύμης: Πρόσεξε όμως, στην ιστορία όσο μακριά κι αν πάμε, πάντα έχουμε την ανάγκη να ασχολούμαστε με τα δίπολα. Σκέψου κάτι πολύ απλό “γεμιστά ορφανά ή με κιμά” και να σκοτώνεσαι γι’ αυτό το πράγμα. Είναι το μανούριασμά μας και νομίζω ότι ελάχιστοι λαοί το έχουν αυτό. Κυρίως το έχουμε εμείς στα Βαλκάνια. Για να μην ασχοληθείς με τα δικά σου και την καμπούρα σου θέλεις να ασχοληθείς με κάτι άλλο που σου είναι πιο εύκολο.
Βασίλης: Εμένα με στεναχωρεί ότι, αν και καλώς έχουν μια ελευθεριότητα, γράφουν ανώνυμα. Γιατί δεν βγαίνεις δημόσια όπως εμείς, που παίρνουμε το ρίσκο τώρα να βγούμε σε μία σκηνή και να πάρουμε την ψυχρολουσία και να αναλάβουμε την ευθύνη.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας νούμερο στην παράσταση;
Ευθύμης: Έχουμε γράψει ένα νούμερο, για μένα το καλύτερο, που είναι η δασκάλα. Ο Βασίλης την υποδύεται, και περιμένει να βγει στη σύνταξη, έχει φτάσει σχεδόν 70 και δεν αντέχει άλλο με τη νέα γενιά. Δεν καταλαβαίνει τι λένε. Και προσπαθεί αυτή η γυναίκα να κάνει webex και ταυτόχρονα να επικοινωνήσει. Κάνει μια ωραία αναδρομή, μέσα από βιτριολικές ατάκες, του τότε με το σήμερα, όπου καταλήγει κάπου πολύ δυνατά σχετικά με το τι ζητάμε από τα νέα παιδιά, αλλά και τι τους έχουμε δώσει. Ότι έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις, την ώρα που τους έχουμε κόψει και όλες τις παροχές.
Βασίλης: Το οποίο έχουμε ονομάσει «δεν μας ακούς». Δηλαδή ποιος ακούει αυτό που έρχεται πια. Έχει πολλές αναφορές κρυμμένες στην ποίηση, δηλαδή εκεί που μπορεί να λέει μια ατάκα ξεπηδάει κάτι από τον Ελύτη, κάτι από τον Σαββόπουλο, κάτι από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Εγώ δεν θα μιλήσω για μένα. Τον θαυμάζω τον Ευθύμη, έχουμε κοινό χιούμορ και διαφορετική οπτική και αυτό είναι το ενδιαφέρον, ότι κάνουμε σύνθεση. Ο Ευθύμης κάνει δύο stand-up, που είναι πιο προσωπικός. Φέρνει πράγματα που εσείς δεν τα ξέρετε, αλλά εγώ τα ξέρω γιατί τον έχω ζήσει. Είναι τόσο προσωπικά και ειλικρινή. Εγώ όταν μου φέρνει κάτι από τη ζωή του και το μοιράζεται - και μέσα από αυτό γεννάει ο Ευθύμης ανταπόκριση γέλιου, γιατί ταυτίζεσαι πολλές φορές-, εγώ εκεί τάσσομαι υπέρ και μου αρέσουν πολύ αυτά τα κομμάτια. Το Όλοι μόνοι μας είναι υβριδικό είδος, κάναμε πρώτη φορά έναν τίτλο «stand-up επιθεώρηση». Φτιάξαμε ένα μικρό υβριδικό παιδάκι.
Φεύγοντας ο θεατής, θέλετε να περάσει καλά πρωτίστως αλλά δευτερευόντως και να προβληματιστεί;
Ευθύμης: Εγώ φεύγοντας αυτό που θέλω πολύ -γιατί το σκέφτομαι πολύ το εισιτήριο- είναι να πει, «καλά μόνο 15 ευρώ;». Δεν το λέω για το χρηματικό, αλλά σημαίνει πολλά. Ορίζει τον τρόπο που δουλεύουμε και το πόσο καλοί είμαστε εμείς ή όχι, τι πρόβες κάνουμε, είναι κινητήριος δύναμη για όλα.
Βασίλης: Θέλουμε να γελάσει επιτέλους και άμα είναι να προβληματιστεί, να κάνει φωτεινές σκέψεις. Ναι σίγουρα θα δει μία σάτιρα σκληρή σε μια πραγματικότητα που γίνεται όλο και σκληρότερη, αλλά μόνο η κωμωδία μπορεί να φτιάξει αυτό το φως. Να φύγει με φωτεινές σκέψεις. Είναι ένας μαγεμένος χρόνος αυτός που φτιάχνουμε στη σκηνή, ανοίγει ένα φως και φωτίζεται. Πόσοι το κάνουν στις ζωές τους αυτό; Αυτό προσφέρουμε.
Η παράσταση μιλά για το σήμερα, γελά με το χθες. Τι θα θέλατε να κάνει ο κόσμος με το αύριο;
Βασίλης: Για να το κάνεις αυτό, δεν είναι μόνο η έφεση που μπορείς να έχεις. Πας πίσω και φέρνεις νερό από το αυλάκι, και από το παρελθόν κοιτάς πράγματα για να γράψεις κάτι και να έχει μια σατιρική αιτιολόγηση, και το παρόν κοιτάς, αυτά τα δύο μπορεί να εκτιναχθούν στο μέλλον. Έχουμε πάθει μια αφασία αυτή τη στιγμή. Δεν μπορείς να εκτιναχθείς στο μέλλον, σαν να μην είχες παρελθόν. Αυτό σε κάνει αμοιβάδα. Για το αύριο, παίρνεις την ευθύνη. Εμείς καλούμε και από κει και πέρα, η ευθύνη δεν έχει κακό πρόσημο. Δράσε επιτέλους. Μία είναι η ζωή, όχι δεύτερη. Ζήσε την όμορφα και ποιητικά. Ερωτεύσου, βγες έξω. Φωτεινή σκέψη, ωραίοι άνθρωποι. Πλατύ χαμόγελο, αυτό θέλουμε να είναι το αύριο.
Ευθύμης: Συμφωνώ σε ό,τι είπε ο Βασίλης.