REAL LIFE WHO

Μάνος Χατζιδάκις: Η ιδιοφυΐα που άλλαξε την ελληνική μουσική


15 Ιουνίου 2018

bg-hatzidakis-img181.jpg

Γεννημένος το 1925, πριν ακόμη ξεκινήσει το Δημοτικό, στα 4 του χρόνια, άρχισε σπουδές πιάνου με καθηγήτρια τη γνωστή μουσικό της Ξάνθης, Αλντουιάν. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα ακορντεόν και βιολιού.

Όταν ήταν μόλις 7 ετών, μετακόμισε στην Αθήνα. Οι γονείς του δεν άργησαν να χωρίσουν και, το 1938, ο πατέρας του έχασε τη ζωή του σε αεροπορικό δυστύχημα. Αυτό, σε συνδυασμό με την γερμανική κατοχή κατέστρεψαν οικονομικά την οικογένειά του.

Εκείνη τη δύσκολη εποχή, ο Μάνος αναγκάστηκε να εργαστεί ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, εργάτης στο εργοστάσιο ζυθοποιίας Φιξ, υπάλληλος σε φωτογραφείο και βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Παρά το φόρτο εργασίας του, δεν άφησε τη μουσική του εκπαίδευση σε δεύτερη  μοίρα. Ξεκίνησε μαθήματα ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με το Μενέλαο Παλλάντιο, αλλά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ.

Το 1945, ήταν η χρονιά που διαμόρφωσε τον προσανατολισμό και τη σκέψη του. Γνώρισε τους Νίκο Γκάτσο, Κάρολο Κουν και Νάνο Βαλαωρίτη στο πατάρι του Λουμίδη, Αιόλου και Πανεπιστημίου γωνία. Μαζί, έκαναν όνειρα για τη μεταπολεμική, κατεστραμμένη Ελλάδα. Τότε ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική για τον κινηματογράφο, με πρώτο του έργο το Αδούλωτοι Σκλάβοι, που σκηνοθέτησε ο Βίων Παπαμιχαήλ.

Το 1948 έδωσε την ιστορική του ομιλία που προκάλεσε σάλο, για το ρεμπέτικο τραγούδι. Γνωρίζοντας ότι το γνήσιο λαϊκό τραγούδι δεν προερχόταν από ωδεία και πανεπιστήμια, αλλά από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, μίλησε υπέρ αυτού του παράνομου και απαγορευμένου είδους. Τόσο εκείνος, όσο και συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Σταύρος Ξαρχάκος έκαναν δηλώσεις εξυμνώντας τους ρεμπέτες, σοκάροντας την ελληνική κοινωνία της εποχής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ξεκίνησε η συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Αγία Ιωάννα, Όνειρο θερινής νυκτός και Ματωμένος Γάμος είναι μερικά από τα έργα στα οποία επιμελήθηκε τη μουσική επένδυση, ενώ, παράλληλα ασχολήθηκε με τον ελληνικό κινηματογράφο. Μάλιστα, η ποιότητα της δουλειάς του στην ταινία Ο δράκος, την έκανε να θυμίζει αρχαία τραγωδία.

Το απόγειο της μέχρι τότε καριέρας του ήρθε το 1960, όταν βραβεύθηκε με Όσκαρ για την ταινία Ποτέ την Κυριακή. Τότε είχε δηλώσει ότι η χειρότερη μορφή επιτυχίας είναι εκείνη που έρχεται όταν δεν το περιμένεις. Μπορεί να μη σταμάτησε να ενδιαφέρεται επαγγελματικά για τον  εμπορικό κινηματογράφο, αλλά ήταν κάτι που δεν τον γέμισε ποτέ. «Πού να το ξέρω ότι 30 χρόνια μετά, ο κόσμος θα ασχολείται με Μανταλένες και κουραφέξαλα», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του.

Ταξίδεψε στην Αμερική το 1967 για το μιούζικαλ Illya Darling. Παρέμεινε εκεί για πέντε χρόνια, καθώς δεν ήθελε με τίποτα να γυρίσει σε μία Ελλάδα με δικτατορία. Όταν επέστρεψε, γνώρισε την πιο σκοτεινή περίοδο της χούντας. Ίδρυσε το μουσικό καφεθέατρο Πολύτροπο, επιχειρώντας μέσα από αυτό να δώσει ζωή στην τότε νεκρή μουσική σκηνή.

Το 1975 έγινε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος στο κρατικό ραδιόφωνο και στη συνέχεια, το 1989, ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ με Έλληνες και ξένους σολίστ. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έλειψε στιγμή από τη δισκογραφία, με δίσκους όπως Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ' τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985) και Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992).

Ο τεράστιος αυτός συνθέτης, που πάλεψε σκληρά για την ανύψωση της τέχνης της μουσικής στην Ελλάδα, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 15 Ιουνίου 1994.

 

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα