Οι αντιδράσεις που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις του (ηθοποιοί όπως ο Κρις Έβανς και η Τζέσικα Τσαστέιν δήλωσαν αηδιασμένοι) έκαναν τον διάσημο Ιταλό σκηνοθέτη να επανέλθει, όχι για να δικαιολογηθεί αλλά για να εμμείνει στην άποψη ότι... δεν έγινε και τίποτα και να αποδώσει τις αντιδράσεις σε μια “γελοία παρεξήγηση”. “Η Σνάιντερ γνώριζε για τη βία, που κατά το σενάριο εμπεριείχε η σκηνή. Δεν γνώριζε μόνο για το βούτυρο” τόνισε σε νέα δήλωση, με την οποία θέλησε να βάλει τέλος στην όλη συζήτηση. Αρκεί; Σχεδόν -όσο “σχεδόν” ήταν και ο βιασμός...
Η παθιασμένη διαμάχη που εξελίσσεται στα social media αφορά το αν μπορούμε να μιλάμε για βιασμό, με δεδομένο -λέει- ότι “δεν υπήρξε διείσδυση”, απλώς ένα επιπλέον prop (βούτυρο) που προστέθηκε την τελευταία στιγμή. Μόνο που προστέθηκε για να χρησιμοποιηθεί στη 19χρονη πρωταγωνίστρια εν αγνοία της, ύστερα από μια αμιγώς αντρική κουβέντα (δύο αντρών κατά δεκαετίες μεγαλύτερων της και “αφεντικών” της στην προκειμένη περίπτωση). Κι αυτή ακριβώς η άγνοια είναι που κατέστησε ταπεινωτική τη σκηνή για τη γυναίκα ηθοποιό, πιο ενδιαφέρουσα και γαργαλιστική για τον πετυχημένο άντρα, που αποφασίζει, διατάζει και παρακολουθεί με ικανοποίηση.
Να συμφωνήσουμε, λοιπόν, όλοι ότι σιγά τη λεπτομέρεια; Ναι αν θεωρούμε ότι εκτός από τον βιασμό, υπάρχει και ο “σχεδόν βιασμός” που στο Χόλιγουντ, όχι απλώς δικαιολογείται αλλά χειροκροτείται -συχνά μάλιστα είναι το ζητούμενο...
Αρθρο του Guardian θέτει το ζήτημα σε μια ευρύτερη βάση, επισημαίνοντας ότι το όλο περιστατικό δεν είναι παρά η κορυφή στο παγόβουνο μιας πάγιας πρακτικής της κινηματογραφικής βιομηχανίας να παραχωρεί υπέρ-εξουσία στον άντρα απέναντι στη γυναίκα.
Ο τρόπος με τον οποίο γυρίστηκε η σκηνή με το βούτυρο (που κατά την ίδια τη Σνάιντερ την έκανε να νιώσει ταπεινωμένη), δεν είναι μεμονωμένο ούτε ασύνηθες περιστατικό στη βιομηχανία του κινηματογράφου, αλλά ακόμα ένα δείγμα της στάσης που η κατά τα άλλα προοδευτική κοινότητα του Χόλιγουντ τηρεί απέναντι στις γυναίκες, είτε δίνοντας χαμηλότερες αμοιβές σε σχέση με τους άντρες, είτε κακοποιώντας ή παρενοχλώντας τες σεξουαλικά εντός κι εκτός οθόνης, είτε αποκλείοντάς τες όταν παύουν να είναι “fuckable”, είτε ακόμα βιάζοντας. Σχεδόν βιάζοντας, αλλά -ας σοβαρευτούμε- έχει στ' αλήθεια διαφορά;
Στην περίπτωση της Σνάιντερ, προφανώς δεν είχε. Μετά την τραυματική κατά την ίδια εμπειρία του “Τελευταίου τανγκό στο Παρίσι”, ακολούθησαν προβλήματα εθισμών και απόπειρες αυτοκτονίας -συμπτώματα που συχνά παρουσιάζονται σε θύματα βιασμών εξαιτίας μετατραυματικού στρες.
Η Σνάιντερ είχε θελήσει να δημοσιοποιήσει την ιστορία της, όμως ουδείς την πίστεψε, ούτε θεώρησε ότι είχε πέσει στ' αλήθεια θύμα βιασμού. Αν και οι στατιστικές δείχνουν ότι πάνω από το 90% των θυμάτων που καταγγέλλουν σεξουαλική κακοποίηση λένε αλήθεια, οι γυναίκες που υποστηρίζουν ότι βιάστηκαν αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Ιδίως στη βιομηχανία του θεάματος. Χρειάστηκαν, για παράδειγμα, πάνω από 50 καταγγελίες και μια αδιάκοπη δράση βίας δεκαετιών για να πιστέψει ο κόσμος ότι ο Μπιλ Κόσμπι είναι βιαστής.
Κι ο βιασμός γυναικών είναι ένα τόσο συχνό φαινόμενο στις ταινίες (συνήθως ως αιτία για μια -προεξοφλημένα- παραβατική δράση του -για μια ζωή στιγματισμένου- θύματος κι ακόμα πιο συχνά ως κίνητρο για μεγαλειώδη δράση του αρσενικού πρωταγωνιστή) που τείνουμε να πάθουμε ανοσία σε αυτόν, να νομιμοποιούμε μια ουδέτερη γκρίζα ζώνη γύρω του και να εστιάζουμε σε λεπτομέρειες περί του αν υπήρξε ή δεν υπήρξε διείσδυση και πώς!
Ο βιασμός είναι βιασμός. Κι όταν ο κινηματογράφος, οι ταινίες, οι σκηνοθέτες, οι πρωταγωνιστές που αγαπήσαμε, νομιμοποιούν την τέχνη του “σχεδόν βιασμού”, απλώς αντικατοπτρίζουν ένα ευρύτερο σύνολο, μια συνολική στάση -εκτός οθόνης- που δεν μας κολακεύει καθόλου.
Η προσέγγιση άλλωστε του βιασμού από το Χόλιγουντ δεν είναι παρά η αντανάκλαση της κουλτούρας μας απέναντι στην κάθε είδους βία που υφίστανται οι γυναίκες σήμερα. Ας τη σκεφτούμε λίγο καλύτερα -χωρίς “σχεδόν”.