Η Μπαγέχο και ο Πάμπλο γνωρίστηκαν στη Hacienda Nápoles, το υπερπολυτελές ράντσο του Εσκομπάρ που διέθετε πέρα από πισίνες, λίμνες και γήπεδα γκολφ, αρένες ταυρομαχιών και ζωολογικό κήπο που φιλοξενούσε εκατοντάδες διαφορετικά είδη ζώων. Εκεί, ο Πάμπλο καταφέρνει εύκολα να την γοητεύσει, ώστε να την καθυποτάξει, να την χειραγωγήσει και να την χρησιμοποιήσει για να ικανοποιήσει τις πολιτικές του βλέψεις. Η Μπαγέχο δεν μπορεί αλλά και δεν θέλει να αντισταθεί. «Αλλά δεν το έκανα ποτέ για τα λεφτά», επισημαίνει σήμερα, εξηγώντας ότι τελικά ενέδωσε στον Εσκομπάρ εξαιτίας της δυνατότητας που της πρόσφερε να παρατηρήσει και να ζήσει από κοντά έναν άνθρωπο τόσο πλούσιο και τόσο ισχυρό. «Μου άρεσε και το σχέδιό του να κλέβει από τους πλούσιους και να τα δίνει στους φτωχούς», σημείωσε η πρώην δημοσιογράφος.
Η Μπαγέχο και ο Εσκομπάρ θα συνευρεθούν συνολικά «διακόσιες είκοσι φορές, 80 από τις οποίες περιβαλλόμασταν από φίλους, οπαδούς ή σωματοφύλακες», και πάντα υπό πίεση – πέρα από την Τάτα, την ζηλότυπη σύζυγο του «El Patron», η Μπιρχίνια, βάλλεται και από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Εσκομπάρ, που επιδιώκουν να την απομακρύνουν, ανησυχώντας για την επιρροή που ασκεί πάνω του. Πάντως εκείνος, αφοσιωμένος στις επιχειρήσεις του, συνεχίζει να βάζει βόμβες, να ληστεύει και να δολοφονεί, βυθίζοντας στο χάος την οικονομία και την κοινωνία της Κολομβίας.