Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Τrafficking: Μία γυναίκα που κατάφερε να επιβιώσει, μοιράζεται την εμπειρία της
SPAPADIMITRIOU
30 Ιουλίου 2018
Το trafficking είναι ένα έγκλημα που δεν κάνει διαχωρισμούς ανάμεσα σε άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Κάθε χώρα στον κόσμο εμπλέκεται σε αυτό, είτε ως αφετηρία, είτε ως προορισμός. Εκατομμύρια θύματα σεξουαλικής - και όχι μόνο - εκμετάλλευσης βρίσκονται ανάμεσά μας και, συχνά, δεν μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε.
H Simone Bell είναι ένα από αυτά, και κατάφερε να επιβιώσει. Μεγάλωσε στις Η.Π.Α. με μία οικογένεια που την αγαπούσε. Ξαφνικά, την εποχή που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο, η ζωή της άλλαξε.
“Μπορεί να συμβεί στον καθένα”, είπε. “Δεν χρειάζεται να ανήκουμε σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, να μας έχουν κακοποιήσει ως παιδιά ή να μεγαλώσουμε χωρίς φροντίδα για να υποφέρουμε. Αδυναμίες μπορούν να θεωρηθούν τα πάντα, ακόμη και τα όνειρά μας”, πρόσθεσε.
Όλα ξεκίνησαν με τη σχέση που είχε στο Λύκειο. Έβγαινε με έναν από τους πιο δημοφιλείς μαθητές του σχολείου που, όμως, έφερε τον τίτλο του “κακού παιδιού”. Κατέληξε στη φυλακή για οπλοκατοχή και ένας φίλος του της τηλεφώνησε. Της αποκάλυψε ότι τα όπλα ήταν δικά του, και ήταν στο χέρι της να ξεπληρώσει το χρέος. Όταν του δήλωσε ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο, εκείνος τη χτύπησε.
“Ξέρω ότι ο πατέρας σου δουλεύει μακριά. Ξέρω που μένεις. Ξέρω ότι έχεις τρία μικρότερα αδέλφια. Ξέρω πού πηγαίνουν σχολείο. Ξέρω ότι ο μεγαλύτερος εργάζεται για μερικές ώρες. Ξέρω σε ποιο πάρκο πηγαίνουν και ξέρω ότι παίζουν baseball. Οπότε, εάν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, θα το πληρώσει η οικογένειά σου", της είπε.
Ενώ αρχικά σκέφτηκε να το συζητήσει με τους γονείς της και να το αντιμετωπίσουν όλοι μαζί, όταν της έκανε κακό κατάλαβε πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση και αποφάσισε να το βιώσει όλο αυτό μόνη της.
Έμεινε στο σπίτι για μερικές μέρες, μέχρι που τον είδε να εμφανίζεται από το πουθενά, χωρίς να του έχει δώσει τη διεύθυνσή της. Την έβαλε με τη βία σε ένα αυτοκίνητο, στο οποίο δεν ήταν μόνη. Εκείνος και οι συνεργοί του, της πήραν την ταυτότητα και τις πιστωτικές κάρτες, ενώ αναγκάστηκε να τους δώσει τον κωδικό για την κάρτα αναλήψεών της, αλλά κι αυτούς των social media.
Δεν άργησε να μεταφερθεί σε ένα διαμέρισμα, στο οποίο βρίσκονταν οι φίλοι του. Την κακοποίησαν σεξουαλικά και, στη συνέχεια, της γνώρισαν τον John, τον πρώτο της πελάτη. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα της χορηγούσαν ναρκωτικές ουσίες, ενώ εργαζόταν για περισσότερες από 18 ώρες την ημέρα.
Όταν η Bell προσπάθησε να το σκάσει, ο απαγωγός της χρησιμοποίησε το λογαριασμό του e-mail της και έστειλε σε 400 επαφές δικές της ερωτικές φωτογραφίες.
“Ένιωσα ντροπή. Εξευτελίστηκα. Όλοι νόμιζαν ότι το έκανα εγώ για να τραβήξω την προσοχή”, αποκάλυψε.
Έτσι, επέστρεψε. Τελικά, η ευκαιρία της να τρέξει προς την ελευθερία ήρθε όταν εκείνος βρέθηκε στη φυλακή, επειδή εμπλεκόταν σε υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών.
Η Bell μίλησε για πρώτη φορά για όσα της συνέβησαν σε έναν φίλο, περίπου 2 χρόνια μετά το τέλος της περιπέτειάς της. Την προσέγγισε πρώτος, αφού παρακολούθησε ένα σεμινάριο σχετικά με το trafficking και, όταν έφτασαν στο σημείο που οι απαγωγείς εκβιάζουν τα θύματά τους, ήρθε στο μυαλό του το mail που έλαβε με τις φωτογραφίες της.
“Χρειαζόμουν κάποιον να μου πει ότι δε φταίω για ό,τι έγινε. Ήμουν ιερόδουλη. Ήμουν βρώμικη. Ντρεπόμουν.”, είπε.
Σήμερα, ζει μία ζωή εντελώς διαφορετική. Εργάζεται στο Voice Found, μία καναδική οργάνωση κατά της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων. Εκφράζεται ανοιχτά για το παρελθόν της, και παίζει σημαντικό ρόλο στην επανένταξη εκείνων που κατάφεραν να βγουν σώοι από τη μάχη.
Από το 2013, η 30η Ιουλίου είναι αφιερωμένη σε όσους υποφέρουν. Σκοπός της; Η ενημέρωση των πολιτών για όσα συμβαίνουν και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το trafficking είναι ένα έγκλημα που δεν κάνει διαχωρισμούς ανάμεσα σε άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Κάθε χώρα στον κόσμο εμπλέκεται σε αυτό, είτε ως αφετηρία, είτε ως προορισμός. Εκατομμύρια θύματα σεξουαλικής - και όχι μόνο - εκμετάλλευσης βρίσκονται ανάμεσά μας και, συχνά, δεν μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε.
H Simone Bell είναι ένα από αυτά, και κατάφερε να επιβιώσει. Μεγάλωσε στις Η.Π.Α. με μία οικογένεια που την αγαπούσε. Ξαφνικά, την εποχή που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο, η ζωή της άλλαξε. Γνώρισε έναν άνδρα που απειλούσε τόσο την ίδια όσο και τους αγαπημένους της, ενώ την ανάγκαζε να διακινεί ναρκωτικά και την εξέδιδε.
“Μπορεί να συμβεί στον καθένα”, είπε. “Δεν χρειάζεται να ανήκουμε σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, να μας έχουν κακοποιήσει ως παιδιά ή να μεγαλώσουμε χωρίς φροντίδα για να υποφέρουμε. Αδυναμίες μπορούν να θεωρηθούν τα πάντα, ακόμη και τα όνειρά μας”, πρόσθεσε.
Όλα ξεκίνησαν με τη σχέση που είχε στο Λύκειο. Έβγαινε με έναν από τους πιο δημοφιλείς μαθητές του σχολείου που, όμως, έφερε τον τίτλο του “κακού παιδιού”. Κατέληξε στη φυλακή για οπλοκατοχή και ένας φίλος του της τηλεφώνησε. Της αποκάλυψε ότι τα όπλα ήταν δικά του, και ήταν στο χέρι της να ξεπληρώσει το χρέος. Όταν του δήλωσε ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο, εκείνος τη χτύπησε.
“Ξέρω ότι ο πατέρας σου δουλεύει μακριά. Ξέρω που μένεις. Ξέρω ότι έχεις τρία μικρότερα αδέλφια. Ξέρω πού πηγαίνουν σχολείο. Ξέρω ότι ο μεγαλύτερος εργάζεται για μερικές ώρες. Ξέρω σε ποιο πάρκο πηγαίνουν και ξέρω ότι παίζουν baseball. Οπότε, εάν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, θα το πληρώσει η οικογένειά σου", της είπε.
Ενώ αρχικά σκέφτηκε να το πει στους γονείς της και να το αντιμετωπίσουν όλοι μαζί, όταν της έκανε κακό κατάλαβε πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση και αποφάσισε να το βιώσει όλο αυτό μόνη της.
Έμεινε στο σπίτι για μερικές μέρες, όταν εκείνος εμφανίστηκε από το πουθενά, χωρίς να του έχει δώσει τη διεύθυνσή της. Την ανάγκασε να μπει σε ένα αυτοκίνητο, όπου βρίσκονταν κι άλλοι άνδρες. Της πήραν την ταυτότητα και τις πιστωτικές κάρτες, ενώ αναγκάστηκε να τους δώσει τον κωδικό για την κάρτα αναλήψεών της, αλλά κι εκείνους των social media.
Δεν άργησε να μεταφερθεί σε ένα διαμέρισμα, στο οποίο βρίσκονταν οι φίλοι του. Την κακοποίησαν σεξουαλικά και, στη συνέχεια, της γνώρισαν τον John, τον πρώτο της πελάτη.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα της χορηγούσαν ναρκωτικές ουσίες, ενώ εργαζόταν για περισσότερες από 18 ώρες την ημέρα.
Όταν η Bell προσπάθησε να το σκάσει, ο απαγωγός της χρησιμοποίησε το λογαριασμό του e-mail της και έστειλε σε 400 επαφές δικές της ερωτικές φωτογραφίες.
“Ένιωσα ντροπή. Εξευτελίστηκα. Όλοι νόμιζαν ότι τα έστειλα εγώ για να τραβήξω την προσοχή”, αποκάλυψε.
Έτσι, επέστρεψε. Βρήκε την ευκαιρία να τρέξει προς την ελευθερία όταν εκείνος βρέθηκε στη φυλακή, επειδή εμπλεκόταν σε υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών. Σήμερα, είναι νεκρός.
Η Bell μίλησε για πρώτη φορά για όσα της συνέβησαν σε έναν φίλο, περίπου 2 χρόνια μετά το τέλος της περιπέτειάς της. Την προσέγγισε πρώτος, αφού παρακολούθησε ένα σεμινάριο σχετικά με το trafficking και, όταν έφτασαν στο σημείο που οι απαγωγείς εκβιάζουν τα θύματά τους, ήρθε στο μυαλό του το mail που έλαβε με τις φωτογραφίες της.
“Χρειαζόμουν κάποιον να μου πει ότι δε φταίω για ό,τι έγινε. Ήμουν ιερόδουλη. Ήμουν βρώμικη. Ντρεπόμουν.”, είπε.
Σήμερα, ζει μία ζωή εντελώς διαφορετική. Εργάζεται στο Voice Found, μία καναδική οργάνωση κατά της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων. Εκφράζεται ανοιχτά για το παρελθόν της, και παίζει σημαντικό ρόλο στην επανένταξη εκείνων που κατάφεραν να βγουν σώοι από τη μάχη.
Από το 2013, η 30η Ιουλίου είναι αφιερωμένη σε όσους υποφέρουν. Σκοπός της; Η ενημέρωση των πολιτών για όσα συμβαίνουν και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το trafficking είναι ένα έγκλημα που δεν κάνει διαχωρισμούς ανάμεσα σε άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Κάθε χώρα στον κόσμο εμπλέκεται σε αυτό, είτε ως αφετηρία, είτε ως προορισμός. Εκατομμύρια θύματα σεξουαλικής - και όχι μόνο - εκμετάλλευσης βρίσκονται ανάμεσά μας και, συχνά, δεν μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε.
H Simone Bell είναι ένα από αυτά, και κατάφερε να επιβιώσει. Μεγάλωσε στις Η.Π.Α. με μία οικογένεια που την αγαπούσε. Ξαφνικά, την εποχή που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο, η ζωή της άλλαξε. Γνώρισε έναν άνδρα που απειλούσε τόσο την ίδια όσο και τους αγαπημένους της, ενώ την ανάγκαζε να διακινεί ναρκωτικά και την εξέδιδε.
“Μπορεί να συμβεί στον καθένα”, είπε. “Δεν χρειάζεται να ανήκουμε σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, να μας έχουν κακοποιήσει ως παιδιά ή να μεγαλώσουμε χωρίς φροντίδα για να υποφέρουμε. Αδυναμίες μπορούν να θεωρηθούν τα πάντα, ακόμη και τα όνειρά μας”, πρόσθεσε.
Όλα ξεκίνησαν με τη σχέση που είχε στο Λύκειο. Έβγαινε με έναν από τους πιο δημοφιλείς μαθητές του σχολείου που, όμως, έφερε τον τίτλο του “κακού παιδιού”. Κατέληξε στη φυλακή για οπλοκατοχή και ένας φίλος του της τηλεφώνησε. Της αποκάλυψε ότι τα όπλα ήταν δικά του, και ήταν στο χέρι της να ξεπληρώσει το χρέος. Όταν του δήλωσε ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο, εκείνος τη χτύπησε.
“Ξέρω ότι ο πατέρας σου δουλεύει μακριά. Ξέρω που μένεις. Ξέρω ότι έχεις τρία μικρότερα αδέλφια. Ξέρω πού πηγαίνουν σχολείο. Ξέρω ότι ο μεγαλύτερος εργάζεται για μερικές ώρες. Ξέρω σε ποιο πάρκο πηγαίνουν και ξέρω ότι παίζουν baseball. Οπότε, εάν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, θα το πληρώσει η οικογένειά σου", της είπε.
Ενώ αρχικά σκέφτηκε να το πει στους γονείς της και να το αντιμετωπίσουν όλοι μαζί, όταν της έκανε κακό κατάλαβε πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση και αποφάσισε να το βιώσει όλο αυτό μόνη της.
Έμεινε στο σπίτι για μερικές μέρες, όταν εκείνος εμφανίστηκε από το πουθενά, χωρίς να του έχει δώσει τη διεύθυνσή της. Την ανάγκασε να μπει σε ένα αυτοκίνητο, όπου βρίσκονταν κι άλλοι άνδρες. Της πήραν την ταυτότητα και τις πιστωτικές κάρτες, ενώ αναγκάστηκε να τους δώσει τον κωδικό για την κάρτα αναλήψεών της, αλλά κι εκείνους των social media.
Δεν άργησε να μεταφερθεί σε ένα διαμέρισμα, στο οποίο βρίσκονταν οι φίλοι του. Την κακοποίησαν σεξουαλικά και, στη συνέχεια, της γνώρισαν τον John, τον πρώτο της πελάτη.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα της χορηγούσαν ναρκωτικές ουσίες, ενώ εργαζόταν για περισσότερες από 18 ώρες την ημέρα.
Όταν η Bell προσπάθησε να το σκάσει, ο απαγωγός της χρησιμοποίησε το λογαριασμό του e-mail της και έστειλε σε 400 επαφές δικές της ερωτικές φωτογραφίες.
“Ένιωσα ντροπή. Εξευτελίστηκα. Όλοι νόμιζαν ότι τα έστειλα εγώ για να τραβήξω την προσοχή”, αποκάλυψε.
Έτσι, επέστρεψε. Βρήκε την ευκαιρία να τρέξει προς την ελευθερία όταν εκείνος βρέθηκε στη φυλακή, επειδή εμπλεκόταν σε υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών. Σήμερα, είναι νεκρός.
Η Bell μίλησε για πρώτη φορά για όσα της συνέβησαν σε έναν φίλο, περίπου 2 χρόνια μετά το τέλος της περιπέτειάς της. Την προσέγγισε πρώτος, αφού παρακολούθησε ένα σεμινάριο σχετικά με το trafficking και, όταν έφτασαν στο σημείο που οι απαγωγείς εκβιάζουν τα θύματά τους, ήρθε στο μυαλό του το mail που έλαβε με τις φωτογραφίες της.
“Χρειαζόμουν κάποιον να μου πει ότι δε φταίω για ό,τι έγινε. Ήμουν ιερόδουλη. Ήμουν βρώμικη. Ντρεπόμουν.”, είπε.
Σήμερα, ζει μία ζωή εντελώς διαφορετική. Εργάζεται στο Voice Found, μία καναδική οργάνωση κατά της παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων. Εκφράζεται ανοιχτά για το παρελθόν της, και παίζει σημαντικό ρόλο στην επανένταξη εκείνων που κατάφεραν να βγουν σώοι από τη μάχη.
Από το 2013, η 30η Ιουλίου είναι αφιερωμένη σε όσους υποφέρουν. Σκοπός της; Η ενημέρωση των πολιτών για όσα συμβαίνουν και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα