Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018, 10:21 - «Δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του». Αυτή ήταν η επικρατέστερη, η κύρια εκδοχή για τον μύθο του Ρούντολφ ή Ρούντικ Χαμέτοβιτς Νουρέγεφ. Κάποιοι έβλεπαν την συγκινητική ιστορία του πάμφτωχου Τατάρου, που γεννήθηκε σε ένα βαγόνι του Υπερσιβηρικού, ως το απόγειο της δόξας και της παγκόσμιας αναγνώρισης. Κάποιοι άλλοι στόλιζαν τον μύθο με εικόνες φιλαργυρίας, μοναξιάς ή βίαιης συμπεριφοράς. Οι New York Times μιλούσαν για τον «Μπράντο του χορού» και τα πρωτοσέλιδα για έναν καλλιτέχνη που του άρεσαν οι προκλήσεις, τα φλας και το διεθνές τζετ σετ. Άλλοι τον είπαν διάδοχο του Νιζίνσκι κι άλλοι το πλέον αναγνωρίσιμο διεθνώς όνομα στον Χορό, που του προσέδωσε με το στυλ του μια μεγάλη αρετή: τη χάρη.
Δεν τα ήξερα όλα αυτά όταν τον πρωτοείδα στη σκηνή του Ηρωδείου, τον Ιούνιο του 1966 – ημέρες που συγκλονίζονταν από διαδηλώσεις για το πραξικόπημα του Βασιλιά και των αποστατών – χάρη σε μια θεία μου, καθηγήτρια και λυκειάρχη, που με έτρεχε στα πολλά και σημαντικά του Φεστιβάλ Αθηνών, για πολλά καλοκαίρια. Το παιδικό μου μυαλό έβλεπε στον μυθικό σαιξπηρικό «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», σε μουσική εκδοχή για μπαλέτο από τον Σεργκέι Προκόφιεφ (με τα Βασιλικά Μπαλέτα του Λονδίνου, σε χορογραφία Κένεθ ΜακΜίλαν), τον Τατάρο να ίπταται, δίπλα στην Μαργκότ Φοντέιν, αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει ακόμη τι ήταν εκείνο που έκανε τους θεατές να τινάζονται, σαν ελατήρια, όρθιοι και να χειροκροτούν μέσα σε ιαχές, σχεδόν ποδοσφαιρικές, τα άλματά του.
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα