Πηγή: Kαθημερινή
Η αίτηση της Γκισλέιν Μάξγουελ να μοιράζεται κελί με άλλες συγκρατούμενες απορρίφθηκε. Το σκεπτικό της απόρριψης είναι το ότι μια κρατούμενη που κατηγορείται για παιδοφιλία απειλείται από τον πληθυσμό (της φυλακής). Εάν ψηφίζαμε το πρόσωπο που αντιπροσωπεύει το «κακό» φέτος, ομόφωνα θα κέρδιζε η Γκισλέιν Μάξγουελ. Κατηγορείται για διακίνηση ανηλίκων και εξώθηση σε πορνεία.
Πέρυσι την ίδια περίοδο, ο Τζέφρι Επσταϊν πέθανε σε φυλακή της Νέας Υόρκης. Χωρίς να υπάρχει διχογνωμία οι αντιδράσεις αφορούν το σύνολο της προσωπικότητάς του και όποιες πιθανές απορίες ή κενά, μας τις έλυσε το ντοκιμαντέρ του Νέτφλιξ.
Ενόσω επικρατεί η αντίληψη ότι ο Επσταϊν ήταν ο πλούσιος αυτοδημιούργητος ανώμαλος καταχραστής, η συνεργός του είναι αχαρακτήριστη. Η κοινή γνώμη δεν τη σκιαγραφεί, απλώς καταλήγει στο ότι μια γυναίκα δεν θα μπορούσε ποτέ... Εχουμε άλλες ηθικές προσδοκίες από το γυναικείο φύλο;
Στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα οι γυναίκες χαρακτηρίστηκαν «άγγελοι του σπιτιού», με το δεύτερο ουσιαστικό να είναι το σημαντικό, καθώς κάποια που μένει σπίτι μόνο άγγελος μπορεί να είναι. Οι γυναίκες βρίσκονται πλέον εκτός οικιακού παραδείσου αλλά περιμένουμε από εκείνες να επιδεικνύουν τα κατεξοχήν θηλυκά χαρακτηριστικά: κατανόηση και συμπόνια. Η Γκισλέιν Μάξγουελ γαλουχήθηκε από άνδρες και η ζωή αποκαλύπτει έναν ψυχιατρικό παράδεισο –κύκλων και ομοιοτήτων– εύκολα κατανοητό και από μη ειδικούς.
Γεννήθηκε την ημέρα των Χριστουγέννων του 1961 στο Μεζόν Λαφίτ έξω από το Παρίσι, το ένατο παιδί του εκδότη Ρόμπερτ Μάξγουελ και της Γαλλίδας ακαδημαϊκού Ελιζαμπέτ. Μεγάλωσε στην αγγλική εξοχή σ’ ένα σπίτι όπου στέγαζε και τα γραφεία του πατέρα της σε 53 δωμάτια, φοίτησε σε μεικτό οικοτροφείο και κατόπιν στην Οξφόρδη.
Το 1991 ο πατέρας της πνίγεται κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ενόσω έκανε διακοπές στην Τενερίφη στο σκάφος που φέρει το όνομα «Λέιντι Γκισλέιν», αφήνοντας χρέη και κακή φήμη.
Για τη μητέρα της δεν γνωρίζουμε τίποτα. Ο πατέρας της γεννήθηκε με το όνομα Γιαν Λούντβιχ Χος σε ένα χωριό της Τσεχίας, μεγάλωσε σε απόλυτη ένδεια, μοιραζόμενος εκ περιτροπής ένα ζευγάρι παπούτσια με τα έξι αδέλφια του.
Ηταν ο μόνος που επιβίωσε του Ολοκαυτώματος και ξαναεφηύρε τον εαυτό του στην Αγγλία ως Ρόμπερτ Μάξγουελ. Ηταν ένας άνθρωπος τραχύς και άγριος που κατέφευγε σε φωνές και εκφοβισμούς. Οταν εκείνη ενηλικιώθηκε, ήταν κόρη ενός από τους ισχυρότερους στον εκδοτικό χώρο, όταν εκείνος πέθανε ήταν η τριαντάχρονη κόρη ενός απατεώνα που καταχράστηκε τις συντάξεις των εργαζομένων.
Οσοι τη γνωρίζουν λένε για εκείνη ότι είναι μια έξυπνη, μορφωμένη, αρρενωπή γυναίκα. Με θράσος –έως και απρέπεια– και αστείρευτη ενέργεια είχε αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες φέρνοντας ανθρώπους κοντά, σύστηνε και συστηνόταν, γνώριζε και ήθελε να τη γνωρίζουν.
Επιθυμούσε επωνυμία σε έναν κύκλο που ήταν ήδη μέλος, παρούσα με μια υποβόσκουσα έντονη κοινωνική ανασφάλεια και πίκρα. Η εικόνα της προνομιούχου κόρης που μετατράπηκε σε παρία την ακολουθούσε.
Ο κύκλος της ευμάρειας και της στέρησης ξανάνοιξε με τον Επσταϊν για να ολοκληρωθεί στη φυλακή. Εκείνος αντικατέστησε τον μπαμπά προσφέροντας όσα εκείνη πίστευε ότι δικαιούται: χρήματα και εξουσία.
Η πυξίδα της ηθικής
Η ηθική εισέρχεται στη συζήτηση σε αυτό το σημείο, αν και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα σας δώσω απαντήσεις, απλώς θα παρακολουθήσετε τη σκέψη μου. Υπάρχουν στιγμές στην καθημερινότητά μας και αναφέρομαι τόσο στις κοινότοπες αποφάσεις όσο και στις κομβικής σημασίας, όπου μια ηθική πυξίδα καθοδηγεί τις απαντήσεις μας: «λέω ναι ή λέω όχι;», «προχωρώ ή δεν προχωρώ;», «το κάνω ή δεν το κάνω;».
Η Μάξγουελ διέθετε ένα πολύ ευρύ πεδίο επιλογών και ένα ανύπαρκτο ηθικό πεδίο. Αν κρίνω όμως από τον τρόπο που επέλεξε να χειριστεί τη μοίρα της, διέλυσε αυτοκαταστροφικά μια βεντάλια επιλογών και ξεχαρβάλωσε με απληστία την πυξίδα.
Ολη η ενέργειά της σπαταλήθηκε στο να εντυπωσιάσει δύο άνδρες με πολλά κοινά, τον πατέρα της και έπειτα τον Επσταϊν. Και οι δύο τη χρησιμοποιούσαν ως διαμεσολαβήτρια/υπάλληλο. Ο πατέρας τη χρησιμοποιούσε για να την επιδεικνύει και να μεσολαβεί και ο Επσταϊν για να τον αποκρύπτει και να μεσολαβεί. Πήρε αυτό που ήθελε, χρήματα και εξουσία.
Ακόμα και τον πλούτο –η υπόσχεση ευτυχίας– που τόσο επιθύμησε, τον λαχταρούμε στον βαθμό που μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε στην κοινωνία. Οπως λέει ο Φερνάντο Σαβατέρ στην «Ηθική της ανάγκης» (εκδ. Πατάκη) είναι το πιο κοινωνικό αγαθό, έξω από την κοινωνία δεν χρησιμεύει σε τίποτα απολύτως, παύει να έχει ενδιαφέρον.
Ολες τις επιδιώξεις που κάνουν τη ζωή (της) ν’ αξίζει τον κόπο –τη δύναμη, την ομορφιά, το χρήμα– όλα αυτά τα θέλουμε για να ασκούμε επιρροή στους άλλους, για να τους εντυπωσιάσουμε μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού ιστού. Αναρωτιέμαι ποιο ήταν το σημείο όπου αποφάσισε ότι οι επιθυμίες της αξίζουν ακόμα και αν είναι νοσηρές για το σύνολο;. Η Μάξγουελ έχει κατά τη γνώμη μου κάτι σαιξπηρικό, λίγο Μακμπέθ, υπάρχει ένα όριο που αν ξεπεραστεί βγαίνουμε εκτός ανθρώπινης φύσης. Το ξεπέρασε.
Η Γκισλέιν Μάξγουελ θα παραμείνει στη φυλακή μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση τον προσεχή Ιούλιο, απειλείται από τον αφύσικο θάνατο που επέφερε στον εαυτό της, τον συναισθηματικό και τον ηθικό.
-Ελεάννα Βλαστού, συγγραφέας
Πηγή: Καθημερινή