Μια ατομική καλλιέργεια στον κήπο ή το μπαλκόνι σας δεν κινδυνεύει να μολυνθεί από e.coli. Ο Αλέξανδρος Οικονομίδης ξέρει τον τρόπο και είναι πρόθυμος να μας τον δείξει στο ντοκιμαντέρ A Seed for Change.

Όταν πηγαίνεις να γνωριστείς με έναν άνθρωπο που καλλιεργεί τα δικά του λαχανικά με οικολογικές μεθόδους, τον φαντάζεσαι «κάπως»: «Σιγά να μην καπνίζει τώρα αυτός, ας καθίσω μέσα στο καφέ...». Αλλά τα στερεότυπα είναι για να καταρρίπτονται και ο Αλέξανδρος Οικονομίδης τα καταρρίπτει καπνίζοντας αρειμανίως, ενώ παράλληλα εκθειάζει τα οφέλη της ατομικής καλλιέργειας και της υγιεινής διατροφής. Δεν είναι κανένας δογματικός οικολόγος – απλώς βιώνει μια διαδικασία γνωριμίας με τη φύση που αλλάζει σταδιακά και τον ίδιο. Από τότε που φύτεψε την πρώτη γλάστρα στο μπαλκόνι του ή ίσως από εκείνη τη στιγμή που έκοψε πασιχαρής την πρώτη ντομάτα («δεν μπορείς να φανταστείς τι λαχτάρα είχα: την έφαγα πριν προλάβω να φτάσω στην κουζίνα»), άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά για τη φύση και τον εαυτό του. Διαβάζει πια τα συστατικά στα τρόφιμα που αγοράζει από το σούπερ μάρκετ κι έχει ελάχιστες άγνωστες λέξεις. Αφήνει στον πάγκο της λαϊκής τις πιπεριές των 4 ευρώ το κιλό, αφού μπορεί να συλλέγει τις δικές του. Ανακαλύπτει τον κύκλο της ζωής διά του πειραματισμού: «Το μικρό μου φυτώριο στο μπαλκόνι είναι μόνο 7 τετραγωνικά. Σε μια τόσο μικρής κλίμακας καλλιέργεια μπορώ να αφαιρώ τα ζουζούνια με το χέρι. Και να κατασκοπεύω ποιος γονιμοποιεί τα λουλούδια – τον τελευταίο καιρό δεν βλέπω μέλισσες, αλλά τα φύλλα της μουστάρδας μου φιλοξενούν δύο κάμπιες».
Πάνω που η οικολογικά αλλοτριωμένη πλευρά μου σκέφτεται ότι θα πέθαινε στο χασμουρητό αν ήταν υποχρεωμένη να παρατηρεί τη σειρά εμφάνισης της κάμπιας και της μέλισσας, ο Αλέξανδρος με καρφώνει καίρια: «Το ξέρεις ότι, αν σταματήσουν να υπάρχουν μέλισσες, κινδυνεύουμε να πεθάνουμε από την πείνα;». Οι συμβατικοί καλλιεργητές σκέφτονται ότι, αν οι μέλισσες εξοντωθούν από τα φυτοφάρμακα, δεν χάθηκε κι ο κόσμος, θα φυτεύουν μόνο καλαμπόκι. Αλλά ακριβώς επειδή στις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής τροφής έχουν επικρατήσει τέτοιες αντιλήψεις, η βιοποικιλότητα πνέει τα λοίσθια. «Παλιά στην Ινδία φύτευαν 30.000 διαφορετικές ποικιλίες ρυζιού. Όσες απέμειναν σήμερα μόλις που ξεπερνούν τα δάχτυλα των δύο χεριών. Και οι ποικιλίες των φυτών ‘‘πατεντάρονται’’ νομικά, ώστε να μην μπορεί κανείς να καλλιεργήσει αρχέγονους σπόρους». Όχι ότι είναι εύκολο να τους βρεις. «Στην Ελλάδα μπορεί κανείς να παραγγείλει από την κοινότητα Πελίτι, στη Δράμα, που κάθε χρόνο διοργανώνει και τη γιορτή ανταλλαγής σπόρων από ντόπιες ποικιλίες».
Στην περίπτωση των ατομικών μικροκαλλιεργητών, συνεργασία σημαίνει ανταλλαγή προϊόντων, σπόρων, εμπειρίας και know-how. Όσοι μπαίνουν στο trip μαθαίνουν συνεχώς. Μαθαίνουν να φυτεύουν καλέντουλα, η οποία προστατεύει ντομάτες και πιπεριές. Μαθαίνουν να μη ραντίζουν με φυτοφάρμακα, αλλά να χρησιμοποιούν –εκτός από τα χέρια τους– φυσικούς εξολοθρευτές, όπως η πασχαλίτσα (μπορεί να μην της φαίνεται, αλλά είναι serial killer βλαβερών ζιζανίων). Μαθαίνουν να αγαπούν ακόμη και τις ψαλίδες: «Μπορεί εμείς να τις φοβόμαστε, αλλά υπάρχουν βιοκαλλιεργητές που τις εκτρέφουν και τις βάζουν ανάμεσα στα μήλα τους σε υγρά πανιά, για να τρώνε τη μελίγκρα». Ανάμεσα στις χρήσιμες γνώσεις που έχει συλλέξει ο Αλέξανδρος είναι και το πώς φτιάχνεται ο ζωμός τσουκνίδας: Μαζεύεις τσουκνίδες, τις μουλιάζεις σε νερό, αφήνεις το μείγμα να ζυμωθεί και ψεκάζεις τα φυτά με αυτό. Φυσικά δεν είναι φάρμακο διά πάσαν νόσον: «Κάθε οικογένεια φυτών θέλει το δικό της χειρισμό, αλλά αυτά είναι πράγματα που με την τριβή τα μαθαίνεις». Όπως μαθαίνεις να μετατρέπεις την ταράτσα σου σε μποστάνι, να εναλλάσσεις τις θέσεις των καλλιεργειών για να διατηρείται το χώμα γόνιμο και να φτιάχνεις λίπασμα από τα σκουπίδια σου χρησιμοποιώντας κομποστοποιητή.
Μιλάμε, δηλαδή, για ένα ολόκληρο οικοσύστημα έξω από την μπαλκονόπορτά μας, κάτι που, όπως και να το κάνεις, απαιτεί βαθμιαία αλλαγή νοοτροπίας. Είναι μια πρόκληση που ο Οικονομίδης αποφάσισε να δεχτεί και με την επαγγελματική του ιδιότητα, του σκηνοθέτη. Το ντοκιμαντέρ A Seed for Change, που δουλεύει εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, καταγράφει ακριβώς αυτό το πείραμα: τη σταδιακή μετατροπή κάποιων ανθρώπων, Ελλήνων και Λιβανέζων, από παθητικούς καταναλωτές σε σχεδόν αυτάρκεις μικροκαλλιεργητές. Ο Αλέξανδρος έκανε έρευνα για να βρει τους πρωταγωνιστές του, τους εφοδίασε με παραδοσιακούς σπόρους και τους ακολουθεί με την κάμερα στις δοκιμασίες που ξέρει ότι θα συναντήσουν, αφού τις πέρασε και ο ίδιος. «Στο τέλος θα γίνει ένα γεφύρι με ανταλλαγή σπόρων ανάμεσα στους Έλληνες και τους Λιβανέζους. Ειδικοί θα μιλήσουν για τη βιωσιμότητα των in house καλλιεργειών και θα επιχειρηθεί μια αναγωγή του τι θα συνέβαινε αν αυτό γινόταν σε μεγάλη κλίμακα μέσα στην πόλη».
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το project προς το παρόν υλοποιείται με ίδιους πόρους, οπότε, για να συνεχιστεί απρόσκοπτα, αναζητείται χρηματοδότης. Ο Οικονομίδης γνωρίζει σε βάθος όλα τα στάδια της παραγωγής, αλλά δεν είναι εύκολο το one man show: στο ένα χέρι η κάμερα, στο άλλο το μικρόφωνο, στα αφτιά τα ακουστικά και ταυτόχρονα να κάνεις και τη συνέντευξη! Αυτό θα πει «indie filmmaker», δηλαδή ανεξάρτητος κινηματογραφιστής. Θα πει, επίσης, να πηγαίνεις στην Τρίπολη για να φιλμάρεις ένα βιοκαλλιεργητή και στην επιστροφή να εντάσσεσαι στο κίνημα «Δεν πληρώνω»: «Ας είναι καλά η κοπέλα που οδηγούσε μπροστά μου, κατέβαινε από το αυτοκίνητο και σήκωνε την μπάρα, έτσι που μπορούσα κι εγώ να περάσω σβέλτα από πίσω. Θα τη μνημονεύσω με special thanks στους τίτλους τέλους!».
Οι δέκα βασικοί του χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς ανθρωπότυπους: Ο Νίκος ζει σε διαμέρισμα στην Αγία Παρασκευή, αλλά έχει πείρα στις καλλιέργειες – κι αυτό τον καιρό, εκτός από ντομάτες, περιμένει και δίδυμα. Η Λίλυ έχασε τη δουλειά της και το ψάχνει – καταρχάς για οικονομικούς λόγους. Ο Kevin παίρνει όλη τη γνώση από το χωράφι του παππού του και τη μεταφυτεύει στην ταράτσα του. Και η –μεγάλη πρόκληση– Μαρλίν: Δεν έχει πιάσει χώμα ποτέ στη ζωή της, πηγαίνει τρεις φορές τη βδομάδα στο κομμωτήριο, ζει στην πόλη και είναι πλήρως αποκομμένη από οτιδήποτε φυσικό. Θα καταφέρει ο Οικονομίδης «να της βγάλει πράγματα»; Μια φίλη του, πάντως, με ανάλογο lifestyle, στην οποία επιχείρησε να δώσει φυτά για καλλιέργεια, πάτησε τις στριγκλιές όταν διαπίστωσε ότι τα φύλλα που κρατούσε είχαν πάνω τους δύο κάμπιες «έτοιμες να γίνουν πεταλούδες», όπως της δήλωσε ο Αλέξανδρος για να την εξιτάρει.
Βλέπει, λοιπόν, το ίδιο έργο να παίζεται και με τη Μαρλίν. Αλλά το φιλοσοφεί: «Ίσως έχουμε συνδυάσει το σκουλήκι με το θάνατο. Όμως ο γαιοσκώληκας έχει σάλιο γεμάτο ασβέστιο και ένα υγιές χώμα έχει πολλά τέτοια σκουλήκια – το μπαλκόνι μου είναι γεμάτο!».


Χρήσιμα tips: • Για να µεγαλώσει ένα φυτό δεν χρειάζεται καν γλάστρα. Μπορείτε να αγοράσετε βιολογικό χώµα από φυτώριο. Το αφήνετε στο σάκο ή το µεταφέρετε οπουδήποτε, ακόµη και µέσα σε σωλήνα ή σε µια «φάτνη» από παλιά ρούχα. Εννοείται, πάντως, πως κανείς δεν σας εµποδίζει να τιγκάρετε το µπαλκόνι σας στη ζαρντινιέρα, αν κάτι τέτοιο είναι του γούστου σας.
• Αν έχεις φυτέψει ντοµάτες κι αγγούρια στο µπαλκόνι ή την ταράτσα, αφήνεις τα φυτά να µεγαλώνουν και κάθε 2-3 µέρες µπορείς να παίρνεις καρπούς. Η ίδια ντοµατιά δίνει ντοµάτες από τον Ιούνιο µέχρι τον Οκτώβριο. Το µαρούλι µεγαλώνει και µπορεί να φτάσει το 1,5 µέτρο. ∆εν το κόβεις ολόκληρο, αφαιρείς κάθε φορά ένα φύλλο.
• Τα λαχανικά που µεγαλώνουν µε χηµικό λίπασµα είναι πιο µεγάλα σε σχέση µε ίδιας ποικιλίας που αναπτύσσονται φυσικά. Όµως δεν έχουν περισσότερες θρεπτικές ουσίες – απλώς περιέχουν µεγαλύτερες ποσότητες νερού. «Είναι σαν να βάζεις όλο και περισσότερο νερό σε µπαλόνι» εξηγεί ο Οικονοµίδης. Η στερεά ύλη δεν αλλάζει, απλώς διογκώνεται και λεπταίνει το περίβληµά του – εξού και τα βιολογικά προϊόντα έχουν πιο χοντρή φλούδα.
• Η εναλλαγή θέσης εµπλουτίζει το χώµα µε θρεπτικές ουσίες. Ο χειρισµός των φυτών γίνεται κατά «οικογένεια»: η µία δίνει στο χώµα τα ιχνοστοιχεία που του αφαίρεσε η άλλη.
• Αν καταναλώνατε τη δική σας παραγωγή, δεν θα θέλατε να δείτε πραγµατικά «τι γεύση έχει» πριν από οποιαδήποτε πρόσµειξη; «Τώρα σκέφτοµαι διαφορετικά» λέει ο Οικονοµίδης. «Ας µη βάλω ξίδι –ή και λάδι- γιατί θα αλλοιωθεί η γεύση και δεν θα µπορώ να την ξεχωρίσω... ειδικά αν πρόκειται για ρόκα».