Τους συναντώ συχνά. Σχεδόν κάθε μέρα, πηγαίνοντας για την δουλειά.
Αυτός ψηλός, γεροδεμένος, αξιοπρόσεκτος. Αυτή μικρή, γλυκιά και όμορφη. Περπατάνε αργά. Πολύ αργά. Και όλο μιλάνε. Δηλαδή εκείνη μιλάει. Του μιλάει. Κι εκείνος την ακούει.
Του λέει για τα σύννεφα που τρέχουνε στον ουρανό και για τα λουλούδια που φυτρώνουν μέσα από το τσιμέντο της πόλης.
Του λέει για τη γατούλα που βρήκε κάτω από ένα παρατημένο αμάξι και για κάτι παιδιά που την φωνάζουν ξένη και δεν την παίζουν. Του λέει για τα όνειρα που βλέπει όταν κοιμάται...
Κι εκείνος την ακούει. Την ακούει και περπατάει. Περπατάει αργά. Πολύ αργά. Κι έχει πάντα ένα σακίδιο στην πλάτη του. Και σκέφτεται τον πόλεμο που άφησε πίσω του. Και σκέφτεται όλα όσα πέρασε μέχρι να έρθει εδώ. Μαζί με την κόρη του. Κι εκείνη του κρατάει το χέρι.
Το ελεύθερο του χέρι, γιατί το άλλο κρατάει ένα μεταλλικό μπαστούνι, που κάνει ένα δυνατό και παγωμένο θόρυβο κάθε φορά που το χτυπάει στο πεζοδρόμιο. Γιατί ξέχασα να σου πω πως ο πατέρας έχει ένα πόδι.
Και περπατάει αργά. Πολύ αργά. Αλλά περπατάει. Κι έχει την κόρη του μαζί. ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ. Πάντα στο πλάι του. Να σφίγγει μέσα στη μικρή της χούφτα το χέρι του πατέρα της και να ΄ναι ευτυχισμένη που είναι δίπλα του και που η ζωή είναι ωραία. Ακόμα και έτσι.
Μπορείτε να με βρείτε επίσης στον φυσικό μου χώρο, στο blog μου Mama Petounia, στο instagram μου @mamapetounia, αλλά και στο facebook page μου Mama Petounia