Τζον Γκαλιάνο: Η αμφιλεγόμενη ιστορία, η ιδιοφυία και η αινιγματική απουσία
Χριστίνα Κατσαντώνη
28 Νοεμβρίου 2025
Από πέρσι τον Δεκέμβριο, όταν αποχώρησε από τον οίκο Maison Margiela (ύστερα από μια δεκαετία), έχει επιλέξει τη σιωπή, έχει αποσυρθεί από τη δημοσιότητα, ακόμα κι από τα social media. Φήμες τον φέρνουν πίσω, πότε στον οίκο Chanel, άλλοτε στον Balenciaga, στον Fendi ή στη μεγάλη επιστροφή στον οίκο Dior. Άλλες ποντάρουν σε μια επόμενη κίνηση, που θα είναι εξίσου απρόβλεπτη, όσο η πρότερη πορεία του ιδιοφυούς, αινιγματικού κι αμφιλεγόμενου σχεδιαστή - καλλιτέχνη, που οδήγησε τη σύγχρονη μόδα σε νέα συναρπαστικά μονοπάτια.
Η καινούρια εκδοχή του εαυτού του
Η τελευταία φορά που ο 65χρονος -γεννημένος σαν σήμερα το 1960- Τζον Γκαλιάνο απευθύνθηκε δημοσίως σε fan και haters ήταν ακριβώς πριν από ένα χρόνο, όταν αποχαιρέτησε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του οίκου Margiela, μέσα από μια συναισθηματική κι εξομολογητική ανάρτηση στο Instagram, στην οποία δήλωνε “νηφάλιος εδώ και 14 χρόνια”, “χαρούμενος με τη νέα εκδοχή του εαυτού μου” και “βαθιά ευγνώμων” για μια δημιουργική πορεία, που του έσωσε τη ζωή.
“Είμαι ένοχος, γιατί στο παρελθόν η συμπεριφορά μου αναπαρήγαγε το στερεότυπο που λέει ότι η δημιουργικότητα τροφοδοτείται με αλκοόλ και ναρκωτικά. Μεγάλο λάθος. Με τη θαρραλέα υποστήριξη των συνεργατών μου, όμως, δείξαμε ότι η δημιουργικότητα δεν αναπτύσσεται από καταστροφικές δυνάμεις, αλλά από την κοινή μας αγάπη στο σχέδιο και τη μόδα”. Όσο για το μέλλον; Παρέμεινε και παραμένει αινιγματικός: “Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, όλα θα αποκαλυφθούν…”.
Έκτοτε σχεδόν αγνοούνται τα ίχνη του. Αποτραβήχτηκε στο διαμέρισμα του στο Παρίσι και στο καταφύγιο του στο ήσυχο και γραφικό Gerberoy -μια εξοχική κατοικία του 18ου αιώνα, που όπως ο ίδιος δήλωνε στη Vogue θα ήταν το τέλειο σκηνικό για τη Μαντάμ Μποβαρί.
Έχει -προς το παρόν- επιλέξει την ήρεμη ζωή στην αφάνεια, με τον σύντροφο του εδώ και μια 20ετία, Alexis Roche (στυλίστα διασημοτήτων όπως η Αμάλ Κλούνεϊ και η Κένταλ Τζένερ), τα σκυλιά τους και τα αγαπημένα του βιβλία (όπως κάποιες από τις πρώτες εκδόσεις των έργων του Ντίκενς). Κι απέχει πια πολύ από τη μεθυσμένη φιγούρα, που 15 χρόνια πριν σε ένα viral ομοφοβικό ξέσπασμα, δήλωνε “αγαπώ τον Χίτλερ”...
Το ομοφοβικό παραλήρημα και η εκκωφαντική πτώση
Το περιστατικό που έκανε το γύρο του κόσμου μετά τη δημοσίευση του από τη Sun έγινε στις 12 Δεκεμβρίου του 2010. Ο τότε διευθυντής του οίκου Dior, Γκαλιάνο, καθόταν στη βεράντα του αγαπημένου του μπιστρό, La Perle, στο Παρίσι, όταν μεθυσμένος και τραυλίζοντας, άρχισε να εκτοξεύει ρατσιστικά σχόλια στη διπλανή παρέα, όπως: “Λατρεύω τον Χίτλερ” και “άνθρωποι σαν εσάς θα ήταν νεκροί, οι μανάδες σας και οι πρόγονοι σας θα είχαν όλοι δηλητηριαστεί με αέριο”. Στην ερώτηση μιας γυναίκας “ποιο είναι το πρόβλημα σας;” απάντησε: “Είστε άσχημη”.
Δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε το μόνο σκηνικό ακραίας συμπεριφοράς του διάσημου σχεδιαστή. Είχαν προηγηθεί τουλάχιστον τρία ανάλογα ρατσιστικά ξεσπάσματα, όπως και η αποπομπή του από 20 ξενοδοχεία -χαρακτηριστικό είναι περιστατικό, που συνέβη στο Ritz, όταν γυμνός και εντελώς μεθυσμένος πέρασε τέσσερις ώρες μέσα σε ένα ασανσέρ, λέγοντας πως είναι λιοντάρι και διώχνοντας με βρυχηθμούς όποιον επιχειρούσε να μπει. Η σκηνή στο La Perle ήταν, όμως, η καθοριστική. Αυτή που οδήγησε στην άμεση απόλυση του από τον οίκο Dior, στην καταδίκη του από γαλλικό δικαστήριο αλλά και σε ένα από τα πλέον δυναμικά παγκόσμια “cancel”.
Τότε ήταν η πρώτη φορά που “εξαφανίστηκε” στην αφάνεια, αλλά όχι για πολύ. Το 2011 σχεδίασε το νυφικό της Κέιτ Μος, ένα έργο που ο ίδιος χαρακτήρισε “δημιουργική απεξάρτηση”. Με τη βοήθεια της -πάντα στο πλευρό του ταλέντου του- Άννα Γουίντουρ κι αφού έκανε αποτοξίνωση, έλαβε ψυχιατρική υποστήριξη και συνάντησε εξέχοντες Εβραίους για να ζητήσει συγχώρεση, κατάφερε να επιστρέψει ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Maison Margiela το 2014. “Ξέρω ότι κάποιοι με συγχώρεσαν, άλλοι δεν θα με συγχωρήσουν ποτέ” δήλωσε στο WSJ Magazine. “Πρέπει να μάθω να ζω με αυτό. Είπα ό,τι είπα. Δεν τα εννοούσα. Συνεχίζω τη διαδικασία εξιλέωσης...”.
Το ντροπαλό αγόρι με τα περίτεχνα κοστούμια
Η ιστορία της ζωής του ξεκινά στο Γιβραλτάρ το 1960. Η πολύχρωμη πόλη και οι γεμάτοι ναύτες από όλο τον κόσμο δρόμοι ήταν οι πρώτες επιρροές, που σημάδεψαν τη φαντασία του. Όταν ήταν έξι ετών, οι γονείς του μετακόμισαν στο νότιο Λονδίνο, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως υδραυλικός και η Ισπανίδα μητέρα ως καθηγήτρια χορού, με πάθος για τη μόδα, που μετέδωσε και στον γιο της.
Το γεγονός ότι τον έντυνε με λευκά κοστούμια με χρυσά σιρίτια δεν βοήθησε τα σχολικά χρόνια του. Δεχόταν bullying για την εμφάνιση του, το ντύσιμο του, την καταγωγή του και τη σεξουαλικότητα του. Τελειώνοντας το σχολείο, κι ύστερα από κάποια μαθήματα σχεδίου μόδας, έγινε δεκτός στο περίφημο Central Saint Martins College of Art. Αφού πρώτα ξεφορτώθηκε τα περίτεχνα κοστούμια της μητέρας, αντικαθιστώντας τα με απλά τζιν και μπότες, αφοσιώθηκε στις σπουδές του, μελετώντας όχι μόνο τη μόδα αλλά και την ιστορία, ενώ παράλληλα, εργάστηκε ως ενδυματολόγος στο θέατρο.
Οι καθηγητές του έχουν αναφερθεί σε έναν ήσυχο και ντροπαλό σπουδαστή, ο οποίος εντυπωσίασε ήδη από την πρώτη του συλλογή το 1984, που αγοράστηκε αμέσως από το πολυκατάστημα Browns του Λονδίνου -με πρώτη πελάτισσα του νέου σχεδιαστή τη Νταϊάνα Ρος.
Αν και πολύ σύντομα κέρδισε τον χαρακτηρισμό “το παιδί θαύμα της βρετανικής μόδας”, τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα. Δεν είχε καθόλου χρήματα, δανειζόταν υφάσματα κι έραβε μόνος του τα ρούχα. “Ζούσα πάνω από το γκαράζ του ατελιέ και κρυβόμουν για να αποφύγω τον σπιτονοικοκύρη. Τα οικονομικά μου ήταν στο μηδέν”.
Ο πρώτος Βρετανός σε γαλλικό οίκο
Το 1989 μετακόμισε στο Παρίσι, έχοντας ήδη ένα τίτλο σχεδιαστή της χρονιάς στο British Fashion Council. Από την αρχή οι δημιουργίες του ξεχώρισαν για τη θεατρικότητα τους, για το γεγονός ότι τα ρούχα του προκαλούσαν συναισθήματα.=
Το 1994, στην επίδειξη της συλλογής με τίτλο Princess Lucretia μεταμόρφωσε τις Κέιτ Μος και Κάρλα Μπρούνι σε Ρωσίδες πριγκίπισσες. Ένα χρόνο μετά, η Άννα Γουίντουρ τον πρότεινε στον οίκο Givenchy, για να γίνει ο πρώτος Βρετανός, που αναλάμβανε την υψηλότερη δημιουργική θέση σε γαλλικό οίκο υψηλής ραπτικής. Το 1996, η ίδια του άνοιξε τον δρόμο για τον σπουδαιότερο ρόλο της καριέρας του, εκείνον του καλλιτεχνικού διευθυντή του οίκου Dior.
Η 15ετής περίοδος του Γκαλιάνο στον Dior θεωρείται μια από τις σημαντικότερες όχι μόνο στην ιστορία του οίκου, αλλά της ίδιας της μόδας. Συνέπεσε χρονικά με τις μεγάλες αλλαγές στον κόσμο της επικοινωνίας και του θεάματος. Μαζί με τον Αλεξάντερ ΜακΚουίν υπήρξαν πρωτεργάτες στην εξέλιξη ενός fashion show από απλή επίδειξη ρούχων σε μεγαλειώδη παράσταση, ικανή να προσελκύσει και να γοητεύσει όλο τον κόσμο.
Η ενθρόνιση και η εκκωφαντική πτώση
Από την πρώτη του συλλογή, χάρισε στην ιστορία εμβληματικές δημιουργίες, όπως το iconic μπλε φόρεμα της πριγκίπισας Νταϊάνα στη μοναδική εμφάνιση της σε Met Gala το 1996.
Οι επιδείξεις του ήταν φαντασμαγορικές, γεμάτες ιστορικές αναφορές, με επιρροές από τον κινηματογράφο, την όπερα, τη λογοτεχνία και τη μυθολογία. Συνδύαζαν το ρομαντισμό με την επανάσταση, το σαιξπηρικό δράμα με την αυθάδεια του πεζοδρομίου, το Μάτριξ με την Άννα Καρένινα και τη Μάρλεν Ντρίτριχ με τους Μασάι ή τους αρχαίους Αιγύπτιους.
Συχνά τα σόου του προκαλούσαν, σόκαραν, επικρίθηκαν. Κατάβρεξε τα μοντέλα του με νερό, τους έδωσε ψάρια για να πετάξουν στους θεατές, ενώ ο ίδιος ανέπτυσσε την όλο και πιο ακραία περσόνα του, εμφανιζόμενος με κοστούμια πειρατή, ναύτη ή αυτοκράτορα.
Στο δημιουργικό του απόγειο, δημιουργούσε περισσότερες από 30 συλλογές ετησίως, ενώ παράλληλα έπινε αλκοόλ, αμφεταμίνες και υπνωτικά. Ο θάνατος του στενού του φίλου και συνεργάτη Στίβεν Ρόμπινσον επέσπευσε την κατάρρευση. “Δεν μπορούσα να πάω για ύπνο χωρίς να είναι παρατεταγμένα όλα τα μπουκάλια μου πλάι στο κρεβάτι. Αυτοκτονούσα, σιγά σιγά” παραδέχτηκε αργότερα στο ντοκιμαντέρ “High & Low – John Galliano” (2023).
Η πτώση, που ακολούθησε την απόλυση του από τον Dior το 2011 οδήγησε σε μια περίοδο απομόνωσης κι αποτοξίνωσης. Έκοψε τα χάπια και το αλκοόλ, έγινε vegeterian κι επέστρεψε λιγότερο αυτοκαταστροφικός, αλλά εξίσου δημιουργικός και πρωτοπόρος στο Maison Margiela, για να δημιουργήσει συλλογές που έμοιαζαν με διάλογο μεταξύ φαντασίας και καθημερινότητας.
Η επιστροφή των κοσμογονικών σόου
Το εμπνευσμένο από τη φύση φόρεμα της Zendaya στο Met Gala του 2024, οι συνεργασίες με την Gentle Monster που έκαναν τους φανς να σχηματίζουν ουρές για ώρες για ένα ζευγάρι γυαλιά, είναι μόνο κάποιες από τις σπουδαίες στιγμές της παρουσίας του στο τιμόνι του οίκου -που πενταπλασίασε τα έσοδα του κατά 10ετή θητεία του Γκαλιάνο.
Η τελευταία επίδειξη του με τον τίτλο Artisanal 2024 ήταν μια ιστορική στιγμή για τη μόδα. Σε ένα κινηματογραφικό, φυσικό σκηνικό, κάτω από τις γέφυρες του Παρισιού, ο Γκαλιάνο “ζωντάνεψε” το Παρίσι του Ζολά και του Ουγκό, επινοώντας για άλλη μια φορά τη μόδα στην πιο ανατρεπτική και ταυτόχρονα ποιητική της διάσταση. Στο τέλος, οι καλεσμένοι χειροκροτούσαν όρθιοι για πέντε λεπτά, με τους New York Times να σχολιάζουν ότι “έχει περάσει καιρός από τότε που βιώσαμε ένα κοσμογονικό σόου όπως αυτό”.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, παρά την δεύτερη ευκαιρία που δόθηκε στο ταλέντο του, αποσύρθηκε μόνος του. Κι όσο κι αν κατ’ επιλογή του παραμένει αθέατος, το αποτύπωμα του προβάλλει ισχυρό, εξακολουθεί να εμπνέει, να επηρεάζει και να υπενθυμίζει ότι η μόδα είναι πάντα ένα τόλμημα. Γι’ αυτό και ο κόσμος της, χωρίς τις λάμψεις, τις αντιφάσεις και τις σκιές της απρόβλεπτης ιδιοφυίας του, δείχνει φτωχότερος.