
Η ιστορία των καλλιστείων: Aπό την ωραία Ελένη στη γυναικεία ενδυνάμωση
Χριστίνα Κατσαντώνη
19 Σεπτεμβρίου 2025
Οι αντιλήψεις της εκάστοτε εποχής απέναντι στη γυναίκα αντανακλώνται στη γεμάτη λάμψη, γοητεία και αντιδράσεις ιστορία των διαγωνισμών ομορφιάς, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Η ιστορία τους έχει πολλά να διηγηθεί. Για αρχαίες Θεές που δωροδοκούν για τον τίτλο της ομορφότερης, για λαμπερές τιάρες που συγκρούονται με κορδέλες και δάκρυα, για τέλειες αναλογίες, αρμονικά πρόσωπα και νεανικά γυναικεία κορμιά, που μετατρέπουν σε τέχνη το βάδισμα πάνω σε ψηλοτάκουνα...
Σε έναν κόσμο, όπου η αναζήτηση της ομορφιάς είναι τόσο αρχαία όσο και η ίδια η ανθρωπότητα, τα καλλιστεία παραμένουν ένας καθρέφτης που αντανακλά τη διαρκώς μεταβαλλόμενη ροή της κοινωνίας. Ένα περίεργο μείγμα γοητείας και διαμάχης, ένας θεσμός που σήμερα δείχνει απαρχαιωμένος και πατριαρχικός, αλλά κι ένα πολιτισμικό φαινόμενο με βαθιές επιρροές στην παγκόσμια κουλτούρα, που πυροδότησε σημαντικές συζητήσεις σχετικά με το φύλο, τα πρότυπα ομορφιάς και το ρόλο των γυναικών στην κοινωνία.
Οι ρίζες των διαγωνισμών ομορφιάς ή αγώνων γυναικείου κάλλους τοποθετούνται στην αρχαιότητα. Ο πρώτος διάσημος κριτής καλλιστείων ήταν ένας απλός θνητός βοσκός, ο Πάρις, ο οποίος κλήθηκε να διαλέξει μεταξύ των Θεών Ήρας, Αθηνάς και Αφροδίτης κι επέλεξε την τελευταία, γιατί του έταξε ως αντάλλαγμα την ομορφότερη θνητή της εποχής, την ωραία Ελένη -και κάπως έτσι τα “πρώτα καλλιστεία” πυροδότησαν τον Τρωικό πόλεμο…
Στην αρχαία Ελλάδα, όπως και σε άλλους αρχαίους πολιτισμούς, οι αγώνες γυναικείου κάλλους συνδέονταν συχνά με θρησκευτικά τελετουργικά και θεωρούνταν τρόπος να αποδοθεί τιμή στις Θεές και να ζητηθεί η εύνοιά τους.
Η σύγχρονη μορφή των καλλιστείων γεννήθηκε στη Δύση. Στην Ευρώπη του Μεσαίωνα, εορτασμοί όπως οι αγγλικές γιορτές της Πρωτομαγιάς περιλάμβαναν την ανάδειξη της “βασίλισσας της γιορτής”. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον 19ο αιώνα, η ιδέα πήρε νέα ώθηση μέσα από δημόσιες εκδηλώσεις, που προέβαλαν γυναίκες ως σύμβολα ομορφιάς και νεότητας.
Ένας από τους πρώτους καταγεγραμμένους διαγωνισμούς ομορφιάς στο δυτικό κόσμο έγινε σε χορό στην Ουγγαρία το 1825, ενώ το 1839 στη Σκωτία, η Δούκισσα του Σόμερσετ, Τζορτζιάνα Σέιμουρ, στέφθηκε “βασίλισσα της ομορφιάς”.
Ωστόσο, ο πρώτος σύγχρονος διαγωνισμός ομορφιάς θεωρείται o Concours de Beaute, που διεξήχθη, σαν σήμερα στις 19 Σεπτεμβρίου 1888 στο Σπα του Βελγίου. Οργανώθηκε από το Καζίνο του Σπα, με τη συμμετοχή γυναικών από διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Η τελική επιλογή περιλάμβανε 21 διαγωνιζόμενες. Κριτική επιτροπή τις αξιολόγησε και ανέδειξε νικήτρια την 18χρονη Bertha Soucaret (με καταγωγή από τη Γουαδελούπη), η οποία εκτός από τον τίτλο κέρδισε και χρηματικό έπαθλο 5.000 φράγκα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήδη από τη δεκαετία του 1850, ο ιδιοκτήτης τσίρκου και θεατρικός επιχειρηματίας Φινέας Τ. Μπάρνουμ επιχείρησε να διοργανώσει διαγωνισμούς γυναικείας ομορφιάς, όμως το αυστηρό ήθος της βικτωριανής εποχής απέτρεψε τη συμμετοχή τους -παρά το έπαθλο, που ήταν τιάρα για τις έγγαμες και προίκα για τις άγαμες...
Η εναλλακτική λύση ήταν διαγωνισμοί φωτογραφιών, οι οποίοι έθεσαν τις βάσεις για την εμπορική και πολιτισμική διάδοση των καλλιστείων. Στις επόμενες δεκαετίες, οι φωτογραφικοί διαγωνισμοί εξαπλώθηκαν κι έγιναν κοινωνικά αποδεκτοί τρόποι να κρίνεται η γυναικεία ομορφιά. Τοπικοί άρχοντες, επιδιώκοντας να ενισχύσουν το ηθικό των πολιτών και να προσελκύσουν επιχειρήσεις, οργάνωναν διαγωνισμούς γυναικείου κάλλους μέσω εφημερίδων.
Ένας από τους πιο γνωστούς έγινε το 1905, όταν οι διοργανωτές της Έκθεσης του Σεντ Λούις ζήτησαν από εφημερίδες όλης της χώρας να στείλουν “την ωραιότερη νεαρή” της πόλης τους. Συγκεντρώθηκαν περίπου 40.000 φωτογραφίες.

Η πραγματική αλλαγή ήρθε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι απαγορεύσεις για τη δημόσια παρουσίαση γυναικών χαλάρωσαν. Τα θέρετρα των αμερικανικών ακτών ήδη φιλοξενούσαν επιδείξεις γυναικών με μαγιό ή “διαγωνισμούς παραλίας” ως μορφή ψυχαγωγίας. Κι ο στόχος της προσέλκυσης επιπλέον τουριστών στο Ατλάντικ Σίτι των ‘20s οδήγησε στη γέννηση του πρώτου διαγωνισμού ομορφιάς γα τον τίτλο της Miss America το 1921.
Με έμφαση στη νεότητα, την αγνότητα και τις πατριωτικές αξίες των μόλις οκτώ διαγωνιζόμενων, οι οποίες παρέλασαν με τα μαγιό τους, τα πρώτα καλλιστεία για τη Μις Αμερική εδραίωσαν μια παράδοση που έμελλε να σημαδέψει τον 20ό αιώνα.
Τη μέρα του διαγωνισμού, πάνω από 100.000 θεατές συγκεντρώθηκαν στον παραλιακό πεζόδρομο για να παρακολουθήσουν το πρωτοφανές θέαμα. Ρόλο στην τελική επιλογή έπαιξε και το κοινό -με το χειροκρότημα του- και μια κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από καλλιτέχνες. Η μικρόσωμη 16χρονη νικήτρια, Μάργκαρετ Γκόρμαν, δεν κέρδισε απλώς έναν -ιστορικό- τίτλο και 100 δολάρια χρηματικό έπαθλο, αλλά αναδείχθηκε σε σύμβολο της νέας Αμερικανίδας γυναίκας, ενσαρκώνοντας τόσο την ομορφιά όσο και τα νέα ιδανικά της θηλυκότητας στη δεκαετία του ’20.
Η επιτυχία έκανε άμεσα τον διαγωνισμό θεσμό. Τα επόμενα χρόνια προστέθηκαν περισσότερες διαγωνιζόμενες, διοργανώθηκαν παρελάσεις και ποικίλες παράλληλες εκδηλώσεις, ενώ τα καλλιστεία έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του αμερικανικού life style -όσο κι αν δεν έλειπαν οι φωνές, που επέκριναν τον διαγωνισμό για “ανηθικότητα”.
Στη μεταπολεμική εποχή, τα καλλιστεία απέκτησαν τεράστια απήχηση σε πολλές χώρες, λειτουργώντας ως θεάματα που συνδύαζαν ψυχαγωγία και διαφήμιση. Τα ‘50s και τα ‘60s ήταν μια χρυσή περίοδος για τους διαγωνισμούς ομορφιάς, μετά και την ίδρυση θεσμών όπως τα Μις Κόσμος (Miss World, 1951) και Μις Υφήλιος (Miss Universe, 1952) και την τηλεοπτική μετάδοση τους (από το 1954).
Τα καλλιστεία πια δεν στόχευαν μόνο στη στέψη μιας βασίλισσας ομορφιάς, αλλά και μιας πρέσβειρας ειρήνης και καλής θέλησης -αρκεί να δείχνει υπέροχη με μπικίνι. Η νέα, παγκόσμια διάσταση τους εκτόξευσε τη λάμψη τους και την εμπορική αποτίμησή της. Χώρες σε όλο τον κόσμο ξεκίνησαν τη διοργάνωση εθνικών διαγωνισμών, ενώ η κατάκτηση ενός τίτλου έγινε πηγή εθνικής υπερηφάνειας.



Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, τα καλλιστεία υπήρξαν ένας καθρέφτης της εποχής τους κι όσο οι καιροί άλλαζαν, το ίδιο συνέβαινε και με τους διαγωνισμούς ομορφιάς. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, δέχτηκαν έντονη κριτική από φεμινιστικά κινήματα, που τους χαρακτήρισαν ως θεσμούς εμπορευματοποίησης και υποτίμησης της γυναίκας, ενώ από τα ‘70s οι επικρίσεις γενικεύτηκαν μαζί με τις διαμαρτυρίες έξω από θέατρα, όπου διοργανώνονταν καλλιστεία.
Χαρακτηριστική της εποχής είναι η συγκέντρωση στο Ατλάντικ Σίτι το 1968, έξω από τον χώρο που φιλοξενούσε το Miss America, όπου φεμινίστρες πετούσαν σουτιέν, κορσέδες, μακιγιάζ κι άλλα “εργαλεία γυναικείου βασανισμού” σε σκουπιδοτενεκέδες – σύμβολα γυναικείας απελευθέρωσης. Το μήνυμα σαφές: κάτω τα αυστηρά πρότυπα θηλυκότητας περασμένων δεκαετιών. Οι γυναίκες είχαν κουραστεί από το να κρίνονται για την εμφάνιση τους και μόνο.
Ως απάντηση, οι διαγωνισμοί ομορφιάς, φρόντισαν να ακολουθήσουν το ρεύμα. Να ενισχυθούν με διαγωνισμούς ταλέντων και συνεντεύξεις και να εστιάσουν σε μια ευρύτερη οπτική της ομορφιάς, που περιλάμβανε και την ευφυΐα, τη συμπόνια και την κοινωνική ευαισθητοποίηση.
Παράλληλα, η διαφορετικότητα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία. Το 1966 η Reita Faria από την Ινδία έγραψε ιστορία ως η πρώτη Ασιάτισσα που κέρδισε τον τίτλο της Μις Κόσμος. Η Agbani Darego από τη Nigeria έγινε η πρώτη Αφρικανή Μις Κόσμος το 2001, επαναπροσδιορίζοντας την παγκόσμια ερμηνεία του όρου “βασίλισσα της ομορφιάς”.
Νωρίτερα, η Βανέσσα Γουίλιαμς, κατακτώντας τον τίτλο της Miss America το 1984 -ασχέτως του πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα και παραιτήθηκε του τίτλου λόγω πρότερης γυμνής φωτογράφησης στο Penthouse- υπογράμμισε την ανάγκη για μεγαλύτερη συμπερίληψη στον κόσμο των καλλιστείων.
Παρά τις σε βάρος τους κριτικές, τα καλλιστεία επεκτάθηκαν και άκμασαν σε πολλές χώρες. Από τις Φιλιππίνες, όπου ένας τίτλος στα Μις Κόσμος έμοιαζε με χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο μέχρι τη Λατινική Αμερική, όπου τα καλλιστεία έγιναν κάτι σαν εθνικό σπορ. Ειδικά στη Βενεζουέλα δημιουργήθηκαν μέχρι και σχολές που εκπαιδεύουν τις νέες, ώστε να εξελιχθούν σε “βασίλισσες της ομορφιάς” -που στη χώρα τιμώνται σαν ποπ σταρς και εθνικές ηρωίδες μαζί.
Η Ελλάδα μπήκε στον κόσμο των καλλιστείων λίγο αργότερα από την Ευρώπη και την Αμερική, αλλά με έντονο ενδιαφέρον κι ενθουσιασμό.
Τα πρώτα επίσημα καλλιστεία για τον τίτλο της Μις Ελλάς οργανώθηκαν το 1929, με νικήτρια την Ασπασία Καρατζά. Ένα χρόνο μετά, η Αλίκη Διπλαράκου στέφθηκε Μις Ελλάς, αργότερα και Μις Ευρώπη, στον διαγωνισμό που έγινε στο Παρίσι.
Μεταπολεμικά, τα καλλιστεία έγιναν θεσμός, με τη συμμετοχή μεγάλων περιοδικών και τηλεοπτικών σταθμών. Το 1952 ήταν το πλέον αναμενόμενο γεγονός της χρονιάς. Τα παρουσίασαν η Μελίνα Μερκούρη με τον Μίμη Φωτόπουλο, ενώ τη στέψη της νικήτριας, Νταίζη Μαυράκη, έκανε η Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το 1973 τα ελληνικά καλλιστεία απέκτησαν και τηλεοπτική κάλυψη από τη δημόσια τηλεόραση, ενώ από το 1990 μέχρι το 2010 τα ανέλαβε ο ΑΝΤ1, ανανεώνοντας και εκσυγχρονίζοντας την εικόνα τους.
Σήμερα πια, η λάμψη τους έχει ξεθωριάσει. Δεν έχουν την προβολή που απολάμβαναν τις προηγούμενες δεκαετίες, η τηλεοπτική κάλυψη έχει περιοριστεί και περνούν απολύτως αδιάφορα από το ευρύ κοινό.

Σε πολλές χώρες, σήμερα, τα καλλιστεία έχουν χάσει μεγάλο μέρος της παλιάς τους αίγλης, το κοινό τους έχει μειωθεί και τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα τους γυρνούν την πλάτη. Ο έντονος ανταγωνισμός από άλλα μέσα ψυχαγωγίας, οι αλλαγές στα κοινωνικά πρότυπα και οι επικρίσεις γύρω από ζητήματα σεξισμού και προβολής στερεοτυπικών πλαισίων ομορφιάς, έχουν περιορίσει σημαντικά την απήχηση τους.
Ο ρόλος τους σήμερα παραμένει αμφιλεγόμενος. Από τη μια, θεωρούνται ξεπερασμένα κατάλοιπα πατριαρχικών αντιλήψεων, από την άλλη, εξακολουθούν να προσφέρουν ευκαιρίες και διεθνή προβολή.
Η βιομηχανία, που εδώ κι έναν αιώνα στηρίζει τα καλλιστεία, αντιστέκεται σθεναρά, μέσα από την προσαρμογή στις τάσεις της εποχής. Αγκαλιάζει τη συμπερίληψη και τη διαφορετικότητα, ανοίγει την πόρτα στις ψηφιακές πλατφόρμες και τα social media, ενσωματώνει νέα πρότυπα κι αξίες, κάνει σημαία τη γυναικεία ενδυνάμωση και καταργεί ακόμα και στοιχεία της ταυτότητας τους -όπως π.χ. την πασαρέλα με μαγιό- ώστε να επαναπροσδιορίσει τη σημασία τους.
Το αν η ιστορία τους θα συνεχιστεί, δείχνει αβέβαιο, το σίγουρο είναι ότι αν υπάρχουν στο μέλλον, δεν θα έχουν τη μορφή, με την οποία τα γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα. Ενδεχομένως ούτε τις τιάρες.