Όλοι μας έχουμε στις παιδικές μας μνήμες χαραγμένο κάποιο αντικείμενο, κάποιο παιχνίδι, ένα αυτοκίνητο, μία μουσική, κάτι το οποίο δεν σβήνει ποτέ. Μένει, αναλλοίωτο όσο χρόνια και αν περάσουν. Για εμένα αυτό το κάτι, είναι ο σκαραβαίος του παππού μου. Και αυτή είναι η ιστορία του.
Τον θυμάμαι από τότε που γεννήθηκα. Θεσσαλονίκη 1983. Την ίδια εποχή που γεννιόμουνα ο παππούς Αντώνης έβγαινε στην σύνταξη. Αυτοκινητιστής, σκληρό επάγγελμα με πολλά χιλιόμετρα στην πλάτη του, αγόρασε έναν μεταχειρισμένο Σκαραβαίο 1303 του 1973. Μεταλλικός μπλε.
Την ίδια στιγμή ο πατέρας μου, ήταν επίσης ιδιοκτήτης ενός Σκαραβαίου. Μπεζ, 1200 μοντέλο του ‘68. Αλλά και ο θείος μου, αδερφός της μαμάς μου, ιδιοκτήτης ενός Σκαραβαίου μεταλλικού καφέ, επίσης 1303. Νομίζω ότι είναι περιττό να πω, ότι μεγάλωσα με τον Herbie και τις ταινίες του - δείτε τις με τα παιδιά σας θα τις λατρέψουν- και ότι ο Σκαραβαίος ήταν το αγαπημένο μου αυτοκίνητο. Για να μην σας πω για την εποχή της εφηβείας και την ταύτιση μου με το ροκ του ‘ 70. Ο σκαραβαίος τότε έγινε όνειρο ζωής!
Οι σκαραβαίοι ήταν πάντα πρωταγωνιστές στη δική μας οικογένεια
Αλλά ας γυρίσουμε στον 1303 του παππού... Του παππού μου, που ποτέ δεν αποχωρίστηκε το αυτοκίνητο παρά μόνο όταν πια αποφάσισε να παραδώσει -και ορθώς- το δίπλωμά του κάπου στα 85 του και τον πάρκαρε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο. Μη με ρωτήσετε, πώς το κατάφερνε αυτό. Είναι ένα από τα πράγματα, που ποτέ δεν κατάλαβα σε σχέση με τον παππού και το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Υπάρχουν κι άλλα.
Ο σκαραβαίος λοιπόν ήταν πάντα εκεί. Πιστός φίλος και μεταφορέας. Ήταν εκεί και όταν έβγαλα το δίπλωμά μου και τον πήρα για την πρώτη μου βόλτα. Αμέσως. Μόλις πέρασα τις εξετάσεις. Από ένα Οpel Corsa 1400 που έκανα τα μαθήματα οδήγησης, τον άκουσα να γουργουρίζει στα ολόδικά μου χέρια. Τα ίδια χέρια που τους έφυγε η μαγκιά, για να στρίψουν το τιμόνι. Ήταν εκεί, όταν έμαθα το κόλπο - μετά από ενδοοικογενειακή επικοινωνία- ότι για να στρίψεις το τιμόνι πρέπει να τον αφήσεις να τσουλήσει λίγο. Ήταν εκεί όταν τον έβγαλα off road σε έναν χωματόδρομο στο Πανόραμα και τα πήγε περίφημα! Για την ακρίβεια, πετούσε! Ήταν εκεί όταν περνώντας τα χρόνια, άρχισε να γερνάει και να δέχεται υπομονετικά τις πατέντες του παππού. Ποιες πατέντες; Καταρχήν στο τέλος ο παππούς άλλαζε ταχύτητα χωρίς να πατάει συμπλέκτη. Παράλογο; Και όμως το είδα με τα μάτια μου να συμβαίνει. Ήταν εκεί, υπομονετικός και κουρασμένος, να τον οδηγεί ο παπούς μέχρι να δύσει ο ήλιος.
Ποτέ τη νύχτα. Ήταν εκεί, με το γουργουρητό του να περιμένει να κοπάσει η βροχή για να ξεκινήσει. Ο παππούς ήξερε πολύ καλά μέχρι πού τον έπαιρνε. Ήταν εκεί όταν χρειάστηκε να τον οδηγήσει η μαμά μου και πήγε η ψυχή της στην Κούλουρη μέχρι να φτάσει στον προορισμό της. Ο σκαραβαίος είχε αρχίσει να γερνά για τα καλά.
Και ήταν εκεί, να ξεκουράζεται πια, όταν ο παππούς κουράστηκε να οδηγεί και τον άφησε στο γνωστό σημείο παρκαρισμένο. Φωτάκου 8 και Αγίου Δημητρίου, σχεδόν γωνία.
Και ήμουν και εγώ εκεί, όταν είπαμε να τον δώσουμε για απόσυρση. Για παλιοσίδερα δηλαδή. Με τίποτα. Πάντα μου έφερναν τρομερή θλίψη τα… νεκροταφεία αυτοκινήτων. Όχι, ο Σκαραβαίος δεν θα κατέληγε εκεί. Πονάει η καρδιά μου, όταν σκέφτομαι τα αυτοκίνητα που τα αφήνουν στα γεράματά τους να πεθάνουν… Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τη φάση του αποχωρισμού. Ακόμα και αυτοκίνητα που πούλησα και ίσως δεν τα αγάπησα πολύ, τα πόνεσα όταν «φύγανε». Το αυτοκίνητο για μένα είναι ζωντανός οργανισμός. Είναι έρωτας. Είναι φίλος στα δύσκολα και στα εύκολα. Στην εκδρομή, στην φιλία, στην χαρά, τον πόνο, στον καβγά. Μας φέρνει κοντά σε αγαπημένους, μας οδηγεί μακριά από κάποιους άλλους. Μαζί εξερευνούμε, μαζί χανόμαστε, μαζί ξαναβρίσκουμε τον δρόμο. Έτσι λοιπόν, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Πούλησα το ενός έτους Mini Cooper μου- κρεμ με μαύρες ρίγες, μαύρη οροφή και ηλιοροφή και με τα ωραία του 125 άλογα- , που μου κόπηκε η ανάσα όταν το αντίκρισα την πρώτη φορά να με περιμένει να το παραλάβω. Τόσο όμορφο ήταν. Το ωραιότερο Mini που υπήρχε στη… γη! Και ξεκινήσαμε. Πολλοί φίλοι με είπαν τρελή. Τώρα που το σκέφτομαι δεν είχαν κι άδικο. Αλλά πιστέψτε με, άξιζε τον κόπο.
Νοέμβρης 2008.
Η οικογένεια αναστατωμένη!
Ο Σκαραβαίος φορτώθηκε στο τρένο. Ο πατέρας μου τον υποδέχθηκε. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν και στην καλύτερή του φάση. Ο μπαμπάς μου έχει να λέει χαρακτηριστικά ότι για να φτάσει από τον Σταθμό Λαρίσης στους Αμπελόκηπους πήγε κι ήρθε τρεις φορές στον άλλο κόσμο! Κρατούσε το τιμόνι όλο αριστερά για να πηγαίνει ευθεία! Και η ιστορία ανακατασκευής ξεκινά. Μία ιστορία που κράτησε 6 μήνες, πολύ προσωπική δουλειά, μεγάλη χαρά, πολλά χρήματα - άλλες εποχές, και πολύ δημιουργία. Η ύπαρξη του αυτοκινήτου, όπως αυτό εξελίχθηκε, είναι αποκλειστικά δημιούργημα του μπαμπά μου Δημήτρη, της αστείρευτης αγάπης που έχει στα αυτοκίνητα και δη στα Σκαθάρια, αλλά και στη επιμονή του στην λεπτομέρεια - σε σημείο αρρώστιας μερικές φορές.
Και τι δεν του βάλαμε!
Ανακασκευασμένο μοτέρ 1.600 cc, σύστημα διεύθυνσης, εμπρός δισκόφρενα, νέα ταμπούρα, πίσω, αμορτισέρ αναρτήσεων, τιμονιού και ό,τι ήταν απαραίτητο για να κινείται με ασφάλεια και αξιοπρέπεια! Αυτά τελείωσαν τον Ιανουάριο του 2009 κι άρχισε η ανακατασκευή του αμαξώματος και του εσωτερικού, με βασική αρχή να κρατηθεί όσο πιο κοντά στην εργοστασιακή εμφάνιση! Αναπαλαιώσεις εξαρτημάτων για να σώσουμε ό,τι αυθεντικό, ταπετσαρίες καινούργιες στο χέρι - ξαναντύθηκε, ωραίος και κομψός. Μετά πέρασε τη βόλτα του από την ηλεκτρολόγο και στο τέλος, λύθηκε, για να τριφτεί και να επισκευαστεί πριν πάει στο βαφείο.
Τελικά αποφασίσαμε το στυλ Herbie - λόγω της αγάπης στον κινηματογραφικό χαρακτήρα - παρότι σαν μοντέλο ήταν σχεδόν 10 χρόνια μεταγενέστερος! Αυθεντικά χρώματα, προδιαγραφές για τα stickers, focus στις λεπτομέρειες. Ό,τι τελείωνε από τον φαναρτζή, πήγαινε κομμάτι κομμάτι για βάψιμο, πριν οδηγηθεί το σκαρί τελευταίο! Οι ζάντες 14άρες O.Z. αγορασμένες από τη δεκαετία του 80, κατόπιν αμμοβολής βάφτηκαν μεταλλικό σφυρήλατο κι έγιναν πιο vintage! Άλλη μεγάλη δυσκολία ήταν να βρεθούν τα καπάκια από τις ζάντες, αλλά τελικά τα καταφέραμε. Όταν τελείωσε η βαφή, πήγε ταπετσέρη, ντύθηκε όλο το αυτοκινητάκι, μπήκε και το νέο ταμπλό κι ύστερα γραμμή στον ηλεκτρολόγο. Ξανά ψάξιμο αυτή τη φορά για ραδιοκασετόφωνο με στρογγυλά κουμπάκια (δεν θα μπορούσε να μπει κάτι διαφορετικό όπως καταλαβαίνετε) και στο τέλος μπήκανε τα επίσημα sticker του Herbie. Κάπου στο Πάσχα του 2009 τελικά τον παραλάβαμε όλο χαρά και μαλώναμε ποιος θα τον πρωτοδηγήσει. Βγάλαμε και ιστορικές πινακίδες (τώρα πια είναι με κανονικές).
Επειτα, ξεκίνησε η πραγματική δοκιμασία: Αυτή από τον μπαμπά μου. Είναι αλήθεια ότι αγαπάει και φροντίζει όλα τα αυτοκίνητα που έχουν περάσει κατά καιρούς από την οικογένεια. Αλλά με τον Herbie μας, ο ορισμός «φροντίδα», άγγιξε την τελειότητα. Ειδικά όταν απομακρύνεται από τα χέρια του, έστω και για λίγες ημέρες.
«Να τον προσέχεις, να του βάζεις σκιάδιο, να μη καεί το ταμπλό. Τα χερουλάκια του, ήρεμα. Να κατεβάζεις την κεραία. Θέλει πλύσιμο συχνό, να μη σκουριάσουν οι προφυλακτήρες». Νομίζω ότι αν μπορούσε να στρώσει χαλάκι να σκουπίζουμε τα πόδια μας πριν μπούμε, θα το είχε κάνει.
Και ξέρετε κάτι; Καλά κάνει.
Το αυτοκίνητο παρέμεινε τελικά για πολλούς και διάφορους λόγος (ερχομός παιδιών, διαμονή εκτός Αθηνών, λεπτομερή φρόντιδα κτλ) στα ασφαλή χέρια του μπαμπά μου που τον φροντίζει και τον κανακεύει σαν παιδί του. Βέβαια, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έγινε και το επίσημο όχημα των… γάμων της οικογενείας. Τα παιδιά μου τον λατρεύουν, μαζί και όλα τα πιτσιρικάκια που λαχταρούν μια βόλτα μαζί του.
Τώρα που μιλάμε ο Herboυλάκος μας, μας περιμένει κάθε φορά γυαλιστερός και φροντισμένος, να πάμε τη βόλτα μας οικογενειακώς. Να καμαρώνει αυτός που μας μεταφέρει, να καμαρώνουμε κι εμείς που τον οδηγούμε!
Και τελικά, όχι, δεν σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν. Τα φροντίζουν, τα αγαπάνε και αυτά ξαναγεννιούνται από την τέφρα τους και σε βγάζουν ασπροπρόσωπο.
*To άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε τον Νοέμβρη του 2016 στο περιοδικό Inmotion του Gazzetta. Εδώ έχει δεχθεί κάποιες απαραίτητες επικαιροποιήσεις