«Μαμά όταν μεγαλώσω θέλω να έχω ίδια χέρια με σένα» μου είπε η κόρη μου. Κοίταξα τα χέρια μου και ξαφνικά γύρισε ο χρόνος πίσω όταν εγώ και η αδερφή μου ήμασταν μικρές και θέλαμε να έχουμε τα χέρια της μαμάς μας.
Δέρμα λευκό, αλλά όχι υπερβολικά λευκό, καλοσχηματισμένα δάκτυλα, νύχια καθαρά και περιποιημένα- ποτέ μακριά, ποτέ μυτερά και το μεγαλύτερο ατού, οι φλέβες της που πετάνε πάντα.
Όταν ήμασταν μικρές αλλά και στην συνέχεια που δεν ήμασταν και τόσο πολύ μικρές, εγώ και η αδερφή μου πάντα προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πως γίνεται και πετάνε οι φλέβες της τόσο ωραία, ενώ σε εμάς παρόλο που προσπαθούσαμε να εφαρμόσουμε και κάποιες «τεχνικές φουσκώματος φλεβών» - σφίγγαμε γροθιά δηλαδή - μη φανταστείτε κάτι ακραίο- μάταια. Φλέβα μηδέν.
Μέσα στα χρόνια, συνειδητοποίησα ότι δίνω σημασία όχι μόνο στη χειραψία των ανθρώπων – αλλά και στα χέρια τους. Μου αρέσουν τα «καθαρά» χέρια. Τα καλοσχηματισμένα δάκτυλα και τα περιποιημένα νύχια. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που τα άκρα τους βγάζουν την αίσθηση αγνότητας.
Κοιτάω τα χέρια μου – μεγαλώνω. Τα χέρια μου είναι μία μίξη, γενεών και προσώπων. Γίνεται αυτό θα μου πείτε; Νομίζω πως γίνεται. Πάνω στα χέρια μου, βλέπω χαρακτηριστικά των χεριών του πατέρα μου, της γιαγιάς μου, αλλά κάπου υπάρχουν και τα χέρια της μαμάς μου.
Και δεν ξέρω πώς, τώρα έχω και εγώ αυτές τις πολυπόθητες φλέβες που πετάνε. Μου το επιβεβαίωσε και η αδερφή μου πριν λίγο καιρό. «Ρε, πως το 'κανες τελικά και σου πετάνε οι φλέβες;», μου είπε φανερά... προβληματισμένη για το επίτευγμά μου ανάμεσα σε κουβέντες και ξεκαρδιστικές αναμνήσεις της εφηβικής μας ηλικίας.
«Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά έγινε». Τώρα έχω και εγώ τις δικές μου πεταχτές βλέβες, όχι τόσο ωραίες βέβαια όσο της μαμάς μου, αλλά αρκετά ωραίες μάλλον αφού χθες το βράδυ η φωνούλα δίπλα μου συνέχισε. «Μαμά, τι ωραία που πετάνε οι φλέβες σου. Όταν μεγαλώσω θέλω και εγώ να έχω χέρια σαν και τα δικά σου».