Η συγγραφέας Σοφία Νικολαΐδου αυτή τη φορά δεν έγραψε ένα βιβλίο όπως τα προηγούμενα. Αυτή τη φορά έγραψε ένα ντοκουμέντο εν θερμώ, όπως λέει η ίδια, σχετικά με τον καρκίνο του μαστού που της χτύπησε την πόρτα ξαφνικά πριν έναν περίπου χρόνο. Κι είναι το πιο προσωπικό της βιβλίο κι αυτό γιατί το έγραψε με το σώμα της.
Το τελευταίο σας βιβλίο «Καλά και σήμερα: Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος» βρίσκεται πια στα βιβλιοπωλεία. Μετά την ανακοίνωση της διάγνωσης, ξεκινήσατε αμέσως να γράφετε. Γιατί; Θα σκεφτόμουν πως μια περίοδος αδράνειας και, αν θέλετε «πένθους», θα ήταν η αναμενόμενη φάση αμέσως μετά το σοκ. Είμαι συγγραφέας. Η συγγραφή είναι ο τρόπος μου να καταλαβαίνω τον κόσμο και τον εαυτό μου. Οπότε, έκανα αυτό που ξέρω να κάνω: κατέγραφα τα συμβάντα, τα έβαζα απέναντι, για να πάω παραπέρα. Η καθεμιά από μας αντιμετωπίζει την ασθένεια και τη θεραπεία με τον δικό της τρόπο. Αυτό που προείχε –τουλάχιστον για μένα– ήταν η ιατρική αντιμετώπιση. Αδράνεια και πένθος δεν είχαν καμία θέση, γιατί έπρεπε να γίνουν πολλά.
Έχετε πει στο παρελθόν «Κλαίω για βλακώδεις αφορμές. Στα δύσκολα είμαι ανυπόφορα ψύχραιμη». Στις 22 Σεπτεμβρίου του 2014, πώς διαχειριστήκατε τη διάγνωση που λάβατε στα χέρια σας; Με παγωμένη ψυχραιμία. Από το «κάτι πιάνω εδώ δεξιά», ως τον υπέρηχο και το «κάνουμε αξονικές για να αποκλείσουμε τις μεταστάσεις» που μου είπε ο ακτινολόγος και μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι μετά τη διάγνωση, η πρώτη μέριμνα ήταν πώς θα το πούμε στο παιδί. Να μην το φοβήσουμε – ούτε όμως και να του πούμε ψέματα. Γιατί τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα.
Σε ποια φάση της ζωής σας συναντηθήκατε με τον καρκίνο; Ήμουν 46 χρονών. Είχα την αλαζονεία του υγιούς. Πίστευα ότι δεν μπορούσε να μου συμβεί. Είχα φίλες που νόσησαν. Νόμιζα ότι ήξερα τι πέρασαν. Δεν είχα ιδέα.
Σε μια τέτοια φάση στη ζωή των ανθρώπων, πόσο σημασία έχει το χιούμορ και τι ρόλο θέλουμε να παίξουν οι φίλοι; Το χιούμορ σώζει, ιδίως στα ζόρικα. Υπάρχουν βέβαια οι σκοτεινές στιγμές, αλλά και οι στιγμές που γελάς με το χάλι σου – τουλάχιστον αυτό έκανα εγώ. Οι φίλοι είναι φωλιά. Είναι αυτοί που θα σταθούν δίπλα σου, χωρίς πολλά λόγια και μελοδραματισμούς. Θα σε συνοδέψουν στον ογκολόγο και στον πλαστικό, θα πουν μια βλακεία και θα γελάσετε, θα βάλουν ένα πλυντήριο τη μέρα που δε θα μπορείς να πατήσεις ούτε ένα κουμπί.
Εκτός από το να γράφετε, τι διαβάζατε; Αναγνωστικά, τί είχατε ανάγκη; Στην αρχή δε διάβαζα τίποτα. Έβλεπα ταβάνι. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν «Η βιογραφία του καρκίνου» (Μεταίχμιο). Δε με ενδιέφερε να διαβάσω τίποτε που δεν είχε σχέση με την αρρώστια. Αργότερα άρχισα να διαβάζω πάλι λογοτεχνία. Παράξενο πράγμα: στην αρχή δυο πράγματα μου κόπηκαν μαχαίρι. Το διάβασμα και οι σαλάτες. Κατάλαβα ότι άρχισα να συνέρχομαι, όταν διάβασα το πρώτο μου μυθιστόρημα και έβαλα ξανά πρασινάδα στο τραπέζι.
Η οικονομική κατάσταση και ο καρκίνος τι είδους συνάρτηση είναι; Ευθύγραμμη. Όποιος έχει χρήμα στην άκρη, αγοράζει αξιοπρέπεια. Αλλιώς, όπου φτωχός και η μοίρα του. Φαίνεται πως δεν είναι αρκετή η αρρώστια, θα πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει και τη σαρκοβόρα γραφειοκρατία. Τις αποφάσεις που παίρνουν τα σουπερνόβα της περίθαλψης από τα γραφεία τους.
Ποιος είναι σήμερα ο μεγαλύτερος σας φόβος; Όποια έχει νοσήσει ξέρει. Ποτέ ξανά δε θα κοιμηθεί ήσυχη. Βέβαια αυτό έχει κι ένα καλό: όταν δεις το βαθύ σκοτάδι, το φως μετά είναι εκτυφλωτικό. Ζεις κάθε δευτερόλεπτο διαφορετικά.
Έναν δρόμο αν δεν τον διαβείς, δεν τον μαθαίνεις, λένε. Τι σας έμαθε ο τελευταίος αυτός χρόνος; Πάρα πολλά. Το σώμα αντέχει περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε. Είναι μηχανή, χρειάζεται φροντίδα. Η ζωή δεν είναι επάγγελμα. Το επάγγελμα δεν είναι ζωή. Όλοι έχουμε ημερομηνία λήξεως, οπότε καλό θα είναι να μην ασχολούμαστε με βλακείες.