Μία ασήμαντη αφορμή, μία διένεξη μεταξύ δύο εντεκάχρονων, προκαλεί μία σύγκρουση επί σκηνής ανάμεσα σε δύο ζευγάρια. Οι μάσκες πέφτουν και οι σχέσεις, οι άνθρωποι, οι χαρακτήρες, οι εμμονές και οι αδυναμίες αποκαλύπτονται επί σκηνής. Στο έργο της Γιασμίν Ρεζά, «Ο θεός της σφαγής» το οποίο παίζεται στο θέατρο Αθηνών σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, τέσσερις νέοι άνθρωποι, δύο ζευγάρια οδηγούνται σε μία πορεία κάθαρσης και ξεγυμνώματος. Μια διαδικασίας δύσκολης, αλλά λυτρωτικής και για τους ρόλους και για το κοινό. Η Λουκία Μιχαλοπούλου είναι η Βερονίκη, η φιλότεχνη ακτιβίστρια, η συντηρητική επίμονη Βερονίκη η οποία είναι μητέρα του θύματος. Του παιδιού που χτυπήθηκε από συνομήλικό του και διεκδικεί μία επανόρθωση. Αυτή η απαίτηση θα οδηγήσει σε ένα μεγάλο ταξίδι με απρόοπτο τέλος. Η Λουκία μίλησε στο jenny.gr για την Βερονίκη, το θέατρο, την μόδα, τις γυναίκες, τις αδυναμίες και όλα όσα θεωρεί σημαντικά.
Είναι σκληρή τελικά η σφαγή;
«Σφαγή μεν αλλά με μία παιδικότητα. Φτάνουν σε ακραία σημεία και οι τέσσερις, βγαίνουν εκτός ελέγχου αλλά είναι και αξιαγάπητοι. Όταν βγαίνει το πρωτόγονο ένστικτο στους ανθρώπους είναι χαριτωμένο. Στην πραγματικότητα είναι όμορφοι, ανθρώπινοι, γλύκες. Δεν βγαίνει κάτι απωθητικό, αντιθέτως έρχονται και πιο κοντά. Όλο αυτό το δήθεν καθωσπρέπει της αρχής είναι πιο απωθητικό από αυτό που γίνεται στη συνέχεια. Ξαφνικά τους βλέπεις να είναι πιο παιδιά από τα παιδιά τους».
Η ηρωίδα σου, η Βερονίκη είναι ιδιαιτέρως συντηρητική αν και στο τέλος αποκαλύπτεται.
«Ναι, η ανατροπή πέρα από την απελευθέρωση είναι ότι τίποτα δεν είναι στο χέρι της. Συνειδητοποιεί ότι όλα είναι υπό κατάρρευση και αναρωτιέται για τα πάντα: αν είναι καλή σύζυγος, αν είναι καλή μητέρα. Ο άλλος ρόλος, η Αννέτ, είναι ουσιαστικά στον αέρα, νιώθει ότι δεν είναι καλή μητέρα. Εν τέλει όμως η Βερονίκη μπαίνει σε αυτή την διαδικασία και αναρωτιέται. Ανατρέπονται πολύ πιο βαθιά πράγματα. Έχει πολλές δυσκολίες γιατί ουσιαστικά σε όλο το έργο βάζει τις φιτιλιές».
Λουκία, εσύ θυμίζεις καθόλου Βερονίκη στη ζωή σου;
«Αχ, καμία σχέση. Όταν πρωτοδιαβάσαμε το έργο ταυτίστηκα πολύ περισσότερο με την Αννέτ σε σχέση με τον τρόπο που αναζητώ μια ισορροπία. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που βάζουν στη ζωή τους φιτιλιές. Τα κρατάω μέσα μου με αποτέλεσμα να παθαίνω ψυχοσωματικά».
Όλο αυτό συμβαίνει από φόβο;
«Επειδή η δουλειά μας είναι αρκετά έντονη και απαιτεί μια ανισορροπία και οι ρόλοι που παίζω είναι αρκετά ακραίοι, στη ζωή μου επιλέγω την ησυχία κι έχω ανάγκη να νιώθω μια ασφάλεια. Στη ζωή μου είμαι χαμηλών τόνων. Είμαι έτσι και σαν άνθρωπος, δύσκολα συγκρούομαι».
Τι μπορεί να σε οδηγήσει στα άκρα;
«Δυσκολεύομαι πολύ να φτάσω στα άκρα, τα φοβάμαι. Η προδοσία μπορεί να με φέρει. Η προδοσία από ανθρώπους που αγαπάω μπορεί να με οδηγήσει να αποχωρήσω αλλά όχι να συμπεριφερθώ παρόμοια με ρόλους που είναι στα άκρα».
Αναρωτιέσαι για όσα συμβαίνουν στην ζωή σου όπως η ηρωίδα σου;
«Όχι. Υπάρχουν κάποια κοινά σημεία όπως η πίστη και η εμμονή της Βερονίκης σε κάποια πράγματα. Πιστεύει κάτι και με εμμονή το υποστηρίζει μέχρι τέλους. Εκεί μπορώ να ταυτιστώ. Και τελικά πως ανατρέπεται αυτό και αναρωτιέται μήπως πρέπει να στρίψω. Κατανοώ πλήρως το εμμονικό και συνδέομαι με αυτό».
Είναι λυτρωτικό να συμβαίνουν καταστάσεις που είναι οριακές αλλά μπορούν να απελευθερώνουν πρωτόγνωρες συμπεριφορές;
«Φυσικά. Αλλιώς είμαστε χαμένοι. Όσο επανερχόμαστε στα παιδικά και στα πρωτόγονα ένστικτα και βγαίνουν οι συμπεριφορές μας χωρίς βέβαια να κάνουμε κακό στους άλλους είναι καλό. Όσοι επιστρέφουμε πίσω στα πρώτα μας ένστικτα νομίζω ότι είναι μόνο για καλό».
Αναρωτιέμαι αν μία ηθοποιός που υποδύεται ένα τόσο έντονο ρόλο κοιμάται και ξυπνάει σα να μην έχει συμβεί τίποτα, αν μπορεί να βγαίνει από την πρίζα.
«Δεν είμαι από τους ηθοποιούς που κάνουν κάτι και ξυπνούν την άλλη μέρα και λειτουργούν σα να μην συμβαίνει κάτι. Ζηλεύω τους ηθοποιούς που μπορούν και πατάνε ένα κουμπί και μπαίνουν και βγαίνουν από την διαδικασία. Μετά από έναν έντονο ρόλο έχεις πολλή ενέργεια πολλές φορές θετική. Προσπαθώ σε κάθε παράσταση να μηδενίζω το κοντέρ και να παίζω τον ρόλο μου σα να είναι η πρώτη ή η τελευταία φορά. Ετσι είναι για μένα το θέατρο. Κάθε παράσταση είναι μία δοκιμασία. Αυτό το θέατρο με ενδιαφέρει. Δεν είναι εύκολο, είναι ψυχοφθόρο και δεν έχει να κάνει με τους ρόλους αλλά με την διαδικασία. Γι αυτό το θέατρο δεν έχει πεθάνει και θέλει ο κόσμος να πηγαίνει στο θέατρο. Γιατί το θέατρο είναι εδώ και τώρα. Απαιτείται από αυτόν που είναι πάνω να βιώνει πραγματικά κάποιους ρόλους και θα πρέπει κάθε φορά να ξεχάσει το χθεσινό να ξαναξεκινήσει από την αρχή».
Τι σου δίνει το θέατρο εσένα προσωπικά που είναι αναντικατάστατο;
«Το γεγονός ότι είναι ζωντανό. Όταν κάτι είναι ζωντανό και το βλέπεις να γεννιέται είναι αναντικατάστατο. Είναι αυτή τη στιγμή και μετά φεύγει».
Αν το θέατρο είναι το νούμερο 1 ποιο είναι το νούμερο 2;
«Οι άνθρωποι που αγαπάω».
Είναι πολλοί;
«Έχω λίγους και γι αυτό κι όταν νιώσω κάποια προδοσία από αυτούς είναι κάτι που δεν το αντέχω».
Έχεις προδοθεί στη ζωή σου ή απλά φοβάσαι την έννοια της προδοσίας;
«Την φοβάμαι γιατί δένομαι πολύ αλλά δεν έχω προδοθεί».
Τι σε αδειάζει από τα φορτία;
«Με αδειάζει η αγκαλιά ενός αγαπημένου μου προσώπου».
Παντού βάζεις το συναίσθημα.
«Ναι είναι γεγονός. Αν και στο θέατρο αναζητώ πιο δύσκολα και πιο σκοτεινά μονοπάτια, στη ζωή μου έχω ανάγκη το ανάλαφρο, την ηρεμία, το γαλάζιο, το φως».
Το φως με ποια έννοια;
«Να μην είμαι μόνη μου. Ενώ στη σκηνή είσαι μόνος επί της ουσίας στη ζωή δεν το θέλω».
Η έκθεση σε τρομάζει;
«Δεν είναι εύκολο για μένα. Δεν είμαι άνθρωπος που του αρέσει. Αλλά στη σκηνή πάνω, η ζεστασιά του κοινού όταν λειτουργεί κι επικοινωνούμε είναι μαγικό. Δεν είναι αυτονόητη αλλά όταν συμβεί είναι καταπληκτικό. Όμως η έκθεση είναι μια δοκιμασία. Με ενδιαφέρει πολύ αλλά είναι μια βουτιά σε μια κατάσταση είναι μια μάχη».
Ποια είναι η σχέση σου με τα ρούχα;
«Έχω ιδιαίτερη σχέση με τα ρούχα, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν σχεδιαστής. Μεγάλωσα ανάμεσα σε ρούχα και σχέδια. Μου αρέσει μια γυναίκα να είναι καλοντυμένη».
Ποια είναι η εποχή σου;
«Η δεκαετία του ’60. Έχει ατμόσφαιρα, χαρακτήρα. Παρακολουθώ τη μόδα και με ενδιαφέρει απλά πιστεύω ότι κάθε γυναίκα πρέπει να αισθάνεται καλά με αυτό που φοράει ακόμη κι αν αυτό είναι εκτός μόδας».
Τι σε οδηγεί σε κατάχρηση;
«Το τσιγάρο που θέλω να κόψω. Να φανταστείς δεν κάπνιζα, ήμουν φανατική αντικαπνίστρια. Άρχισα να καπνίζω όταν έπαιξα σε μία ταινία όπου κάπνιζα συνέχεια. Και μου έμεινε».
Φωτογραφίες: Ιφιγένεια Φιλοπούλου