Αλέξανδρος Ρήγας: "Ποτέ δεν πίστεψα αυτό το ωραιοποιημένο παραμύθι με την επικάλυψη της ηρωικής Αριστεράς"
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΓΡΑΜΜΕΛΗ
5 Δεκεμβρίου 2016
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πλέον μιλώ με έναν σκληρό αστό ο οποίος στην παρούσα φάση βυθίζεται στις πρόβες του «Πυγμαλίωνα», του κλασικού έργου, άλλης μίας κυρίαρχης τάσης στην ζωή του. Ο ίδιος το παραδέχεται και το εξηγεί μέσα σε μία συζήτηση η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει ώρες…
Σε εμπνέει επαγγελματικά όλη αυτή η συνθήκη της πόλης;
«Είναι μία ερώτηση που δεν θα μπορούσα να απαντήσω εύκολα, γιατί η έμπνευση δεν προσδιορίζεται. Πολλά πράγματα που γράφονται στον σκληρό βγαίνουν όποτε θέλουν αυτά και συνήθως δεν ξέρεις πότε. Ο τρόπος που σκέφτομαι και γράφω επηρεάζονται από την πολυφωνία, πολλές φορές νιώθω πιο aggressive. Είδες, τώρα που το συζητάμε, να κάτι, βρήκα! Επειδή μεγάλωσα στην επαρχία βρίσκω πολλά κοινά σημεία. Μεγάλωσα διαβάζοντας Τομ Σώγερ… Οπότε έχω διαμορφώσει ζωηρό χαρακτήρα. Περπατάς στην επαρχία και δίπλα σου πετάγεται μια οχιά. Αρα έχεις μεγαλώσει διαφορετικά. Όταν έχεις μάθει να σκοτώνεις το φίδι που είναι δίπλα σου, δεν υιοθετείς συμπεριφορές political correct. Οπότε όλο αυτό ίσως έχει περάσει και στην δουλειά μου, έχω άλλο τρόπο σκέψης και αντίδρασης».
Πώς θα περιέγραφες αυτή την περίοδο της ζωής σου;
«Αν αφήσω στην άκρη τον Αλέξανδρο ως πολίτη, που θα το συζητήσουμε μετά, θα σου έλεγα ότι έχοντας περάσει την μεγάλη κρίση των σαράντα και των πενήντα και έχοντας ξεπεράσει την αγωνία που μου δημιουργούσε η έντονη ματαιοδοξία μου είμαι αρκετά πιο ήσυχος από ότι ήμουν τα προηγούμενα χρόνια. Το λέω θετικά, με καλό τρόπο. Εχω αποφασίσει ότι αυτό που κάνω για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό, το να γνωρίσω κι άλλα πράγματα στη δουλειά και στη ζωή, να ανακαλύψω έργα, να ταξιδέψω. Πολλή ζωή, αλλά ήσυχη ζωή. Ξέρω ότι δεν θα προλάβω να κάνω όσα ονειρεύομαι, είναι νομοτελειακό, αλλά μόνο που μπαίνω σε μία διαδικασία να ονειρευτώ είναι πολύ σημαντικό. Σίγουρα αισθάνομαι ότι είμαι πιο συμφιλιωμένος με το γεγονός ότι μεγαλώνω και αλλάζω, θέλω να ζήσω όση διαδρομή μου μένει».
Διαδρομή στην ωριμότητα;
«Ναι, γιατί εδώ και χρόνια ζω σε φάση παρατεταμένης εφηβείας. Το ζούσα και το έλεγα. Το είχα ορίσει μέσα μου όμως, εξηγείται και ψυχιατρικά. Η αίσθηση να αντιδράς και να καταργείς τα πάντα γύρω σου για να ζήσεις, αυτός ο τσαμπουκάς του εφήβου σε μένα ήταν κάτι που το ήξερα και το ένιωθα. Όμως πλέον αυτό άλλαξε».
Καλλιτεχνικά στρίβεις προς το κλασικό;
«Είναι μια επιθυμία μου, όχι στροφή. Θέλω τα έργα που διάβασα και αγάπησα ως παιδί και φοιτητής να τα ανεβάσω στη σκηνή. Μέχρι τα πενήντα μου ακολούθησα έναν δρόμο όπου έμαθα κι έκανα σωστά, λάθη, επιτυχίες, αποτυχίες, με την ζυγαριά να είναι στο 50 – 50. Επειδή έφυγε κι αυτός ο ρόλος του επαναστάτη μου ήρθε η επιθυμία να ασχοληθώ με έργα που αγαπούσα από παιδί. Ο ‘Πυγμαλίωνας’ είναι ένα από αυτά, είναι σημείο αναφοράς στο παγκόσμιο ρεπερτόριο στο είδος της κομεντί. Δεν είναι μακριά από αυτά που έκανα στο παρελθόν. Είναι όμως μια άλλη εποχή την οποία οφείλεις να διαφυλάξεις και να σεβαστείς. Δεν είναι εύκολο, όμως γίνεται. Ακόμη και με το στήσιμο και με την εκφορά του λόγου πρέπει να μπεις σε άλλο χωρόχρονο και να στήσεις παράλληλα γέφυρες με τον θεατή του 2016. Είναι πολύ ωραίο όλο αυτό και πολύ γοητευτικό. Λατρεύω τα έργα εποχής. Στο σημειωματάριο του μυαλού μου υπάρχουν πολλά τέτοια. Όχι μόνο κομεντί αλλά και πιο σκληρά και δύσκολα και μακάρι να μπορέσω να αναμετρηθώ μαζί τους. Όταν περνάς από έναν κύκλο με πολύ κόσμο, τηλεόραση, αστικό θέατρο, λογικό ήταν πολλές φορές να κάνεις λίγο πίσω γιατί η ανάγκη ήταν να γεμίσουν οι αίθουσες και να περάσει καλά ο κόσμος. Δεν το λέω αφοριστικά, απλά τότε το καλλιτεχνικό σου όνειρο μένει λίγο πίσω. Πάνω εκεί λοιπόν γίνονται και τα μεγαλύτερα λάθη. Το να βρεις το ισοζύγιο σε αυτό που θέλεις, σε αυτό που είναι καλό και σε αυτό που πρέπει να κάνεις για να γεμίζουν τα θέατρα είναι πολύ δύσκολο».
Τηλεόραση τέλος;
«Όχι δεν μου αρέσει ως λέξη το τέλος. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσει αυτό το παράλογο τοπίο που ζήσαμε και αν τελειώσει όλο αυτό και έχω πραγματική επιθυμία να κάνω κάτι, όχι για λόγους οικονομικούς, θα το επιχειρήσω. Προς το παρόν τα όνειρά μου είναι στο θέατρο».
Ο Αλέξανδρος ως πολίτης είναι θυμωμένος;
«Ισχύει. Το θυμωμένος είναι το επίθετο που με χαρακτηρίζει ως πολίτης. Οσο κι αν φανεί περίεργο δεν είμαι θυμωμένος με όλο αυτό το τσίρκο σαλτιμπάγκων που μας κυβερνούν, είμαι θυμωμένος και μ’ εμάς τους ίδιους. Ως λαός πάντα στρέφαμε την πλάτη σε όσους προσπαθούσαν να μας πουν την ωμή αλήθεια και είχαμε την τάση να πιστεύουμε τα ωραία ψέματα. Πάντα μας έπειθαν οι δημαγωγοί, από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι τώρα όσες φορές πιστέψαμε σε δημαγωγούς, ακόμη και σε ανεγκέφαλους, και κάνω σαφή νύξη στο τώρα, την πατήσαμε. Μπορεί να είμαι ρομαντικός αλλά πάντα πίστευα ότι έχουμε πολλές δυνατότητες και μπορούμε να ζήσουμε με ευγένεια πολιτισμό και αξιοπρέπεια, να απολαμβάνουμε την ζωή όπου θα σεβόμαστε τις κυβερνήσεις και θα μας σέβονται και αυτές. Το αυτονόητο δηλαδή. Απογοητευμένος δεν είμαι γιατί δεν γοητεύτηκα ποτέ από αυτό που έχουμε τώρα. Ποτέ δεν πίστεψα αυτό το ωραιοποιημένο παραμύθι με την επικάλυψη της ηρωικής Αριστεράς. Είμαι θυμωμένος. Δεν κλείνω τα αυτιά και τα μάτια μου όμως παρακολουθώ πολιτικές εκπομπές και ενημέρωση κυρίως για να επικυρώσω αυτό που πιστεύω γι αυτό που ζούμε και γι αυτούς που μας κυβερνούν. Ολο αυτό το ‘ότι να ναι’».
Δουλεύεις πολύ;
«Ναι, αλλά δεν γκρινιάζω. Τώρα που δεν έχω τηλεόραση νιώθω ότι κάνω διακοπές. Δουλεύω 12 με 13 ώρες κάνοντας διακοπές. Είμαι σε ένα χώρο που λατρεύω αυτό που κάνω. Τελειώνει η πρόβα και θέλω να μείνω κι άλλο. Κουράζομαι αλλά δεν αισθάνομαι ότι δουλεύω. Όταν δεν κάνω κάτι πίνω τον καφέ μου στην Ακρόπολη και μου αρέσει να σαχλαμαρίζω, να μιλάω με τους φίλους μου για τον έρωτα, την πολιτική, κι ας μην καταλήξεις κάπου. Μου αρέσει αυτό το περπάτημα πάνω στις λέξεις κι από την δυνατότητα να πεις πράγματα που θα γοητεύσουν και θα γοητευτείς. Κι ας μην οδηγεί κάπου. Αυτά τα μικρά μου λείπουν».
Ποιο τραγούδι σιγομουρμουρίζεις αυτή την περίοδο;
«Είναι ένα τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, το «Ανεβάσαμε την τέντα στο μπαλκόνι»… Κι όλα μάγκα μου ωραία και καλά και τραλαλαλα».