Jean-Paul Sartre: O υπαρξισμός και η άρνηση του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας
Μάρθα Κουμπάνη
15 Απριλίου 2020
Ο Jean-Paul Sartre γεννήθηκε στο Παρίσι 21 Ιουνίου 1905 και πέθανε σαν σήμερα το 1980.
Ο στρατιωτικός πατέρας του πέθανε από κίτρινο πυρετό δύο χρόνια μετά τη γέννησή του. Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, μετακόμισε με τον πατριό του στη Λα Ροσέλ μέχρι το 1921 οπότε επέστρεψε άρρωστος στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αποφοίτησε από την Ecole Normale Supérieure του Παρισιού -εκεί όπου ήρθε σε επαφή με τη γαλλική διανόηση και ανέπτυξε την επαναστατική του φύση- και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Fribourg, στην Ελβετία, καθώς και στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Βερολίνου.
Με την ενηλικίωσή του, ο Sartre εξελίσσεται σε έναν διανοούμενο νεαρό με φιλοσοφικούς στοχασμούς και πολιτικές ανησυχίες, ταυτόχρονα όμως είχε μεγάλη επιτυχία στο γυναικείο φύλο, αν και ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τον εαυτό του άσχημο. Κοιτάζοντας τον κανείς, μπορούσε εύκολα να διακρίνει το στραβισμό, πίσω από τα γυαλιά με τον χοντροκομμένο σκελετό.
Το 1929 συνάντησε τη Simone de Beauvoir με την οποία ανέπτυξε έναν ιδιόμορφο ερωτικό και πνευματικό δεσμό που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του. Οι δυο τους δημιούργησαν πλήθος παράλληλων ερωτικών σχέσεων και προκάλεσαν τη συντηρητική κοινωνία της εποχής τους.
Το 1940 συνελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα και εγκλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης απ’ όπου κατάφερε να διαφύγει μόνο με ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις.
Το 1943 ανεβάζει το θεατρικό έργο «Οι μύγες» (Les Mouches) το οποίο λαμβάνει θετικές κριτικές αλλά σημειώνει εισπρακτική αποτυχία και την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το «Είναι και το μηδέν» (L'Être et le Néant). Λίγο πριν την απελευθέρωση του Παρισιού, ο Αλμπέρ Καμύ τον καλεί να συμμετάσχει στο σημαντικότερο αντιστασιακό δίκτυο της εποχής "Η μάχη" (Le combat). Ο Sartre θα γράψει για την ομώνυμη παράνομη εφημερίδα και θα γίνει διάσημος, περιγράφοντας την απελευθέρωση του Παρισιού στα πρωτοσέλιδά της.
Γίνεται ο βασικός εκπρόσωπος του υπαρξισμού του 20ού αιώνα, και ιδρύει μαζί με τον Μορίς Mερλό-Ποντί, το λογοτεχνικό περιοδικό «Μοντέρνοι Καιροί». Στο έργο του, ο άνθρωπος εμφανίζεται ως απελευθερωμένος από την επιρροή κάποιας ανώτερης ηθικής τάξης ή δύναμης, που θα μπορούσε να ορίσει τη ζωή του και γίνεται ο ίδιος κύριος των επιλογών του.
Ο ίδιος ασπάζεται τον Μαρξισμό και καταδικάζει τον Σταλινισμό, την ίδια στιγμή που δηλώνει φανατικά άθεος. «Ο υπαρξισμός δεν είναι τόσο αθεϊστικός που να αναλώνεται, προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός. Αντιθέτως, δηλώνει ότι, ακόμη και αν υπήρχε Θεός, το γεγονός αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα».
Καιρό αργότερα, κάνει στροφή στην πολιτική του σκέψη και θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, μία απόφαση που θα τον φέρει σε αντίθεση με το παρελθόν του αλλά και με τον άλλοτε σύντροφό του Αλμπέρ Καμύ. Μάλιστα, θα προεδρεύσει και στη γαλλοσοβιετική Ένωση. Ωστόσο, η σοβιετική στρατιωτική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956, που οδήγησε στον θάνατο περίπου 2.500 χιλιάδες ανθρώπους, προκάλεσε την «οργισμένη» αντίδραση του Sartre, ο οποίος θα αποχωρήσει από το ΚΚΓ, γράφοντας το άρθρο «Το φάντασμα του Στάλιν».
Το 1964, ο Sartre τραβά για μία ακόμα φορά τα βλέμματα της δημοσιότητας πάνω του, καθώς αρνείται το βραβείο Νόμπελ. Έκανε γνωστό στον Τύπο ότι η απόφασή του δεν ήταν μια «παρορμητική κίνηση», αλλά ένας από τους λόγους που απέρριψε το βραβείο προήλθε από την συνήθεια του να αρνείται όλες τις επίσημες τιμές.
"Αν υπογράφω τώρα ως Jean-Paul Sartre δεν θα είναι το ίδιο πράγμα με το να υπογράψω ως ο βραβευμένος με Νόμπελ Jean-Paul Sartre". Στο πλευρό του είχε πάντα την Simone de Beauvoir, η οποία έμεινε στην ιστορία ως μητέρα του φεμινισμού.
Ήταν εκείνη που του συμπαραστάθηκε όταν κατανάλωσε ψυχοτροπικά ναρκωτικά, βίωνε επί μήνες ψυχωτικά επεισόδια στα οποία πίστευε ότι τον καταδίωκαν γιγάντιοι αστακοί. Ο Sartre πέθανε το 1980, σε ηλικία 75 ετών. Το βιβλίο της «Αποχαιρετισμός στον Sartre» (1981) ήταν και το τελευταίο της ζωή της, μέχρι τον δικό της θάνατο 6 χρόνια αργότερα.