Καλοκαιρινό απόγευμα στην πόλη. Δεν έχει σημασία αν είναι 1999, 2005, ή 2017. Είναι πάντως λίγο πριν φύγεις για διακοπές ή αφού μόλις έχεις γυρίσει, περιμένοντας να επιστρέψουν όλοι στα γραφεία και την ρουτίνα τους. Έξω να σκάει ο τζίτζικας, οι τοίχοι του πατρικού σου σπιτιού καίνε και η αντηλιά μπαίνει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα για να τονίσει λίγο ακόμα την αφόρητη πλήξη σου. Ακόμα και η τηλεόραση δεν έχει τίποτα να δεις, παρα μόνο επαναλήψεις. Αλλάζεις τα κανάλια νευρικά και τότε πέφτεις πάνω στην εμβληματική μορφή της Ντένης Μαρκορά, τυλιγμένης με την γούνα της ή με την σατέν ρόμπα της και τα κοσμήματα να ξεστομίζει την μία επική ατάκα μετά την άλλη. «Χριστέ μου τι decadence», θα έλεγε έξαλλη και θα ψεκαζόταν ξανά και ξανά με Evian.
Η Ντένη Μαρκορά, ο αθυρόστομος, cult χαρακτήρας που λάτρεψαν οι Έλληνες από την σειρά «Δύο Ξένοι» του Αλέξανδρου Ρήγα και του Δημήτρη Αποστόλου, θα είναι σίγουρα στις οθόνες μας και αυτό το καλοκαίρι να μας ανακουφίζει από την καλοκαιρινή μελαγχολία, με τις εκρήξεις της προς την Μαρούσκα και την Φλώρα. Εκείνη όμως που θα λείπει, είναι η ίδια η Nτίνα Κώνστα, η ηθοποιός που υποδύθηκε την iconic ντίβα με τα μαλλιά «λάχανο», το κυνικό ύφος και το καυστικό χιούμορ, σημάδεψε τα καλοκαίρια -και όχι μόνο- μιας ολόκληρης γενιάς και άφησε εποχή.
Ο Σπύρος Μπιμπίλας, έκανε χθες γνωστή την είδηση του θανάτου της σε ηλικία 83 ετών.
«Μόλις πληροφορήθηκα από τον πατέρα Συμεων το θλιβερό νέο που θα μας γεμίσει όλους πόνο! Η πολυαγαπημένη μας, η σπουδαία ηθοποιός, η αγωνίστρια δημοκράτισσα, η πολυτάλαντη συνάδελφος και ταυτόχρονα χαμηλών τόνων κι αθόρυβη φίλη μας έφυγε από κοντά μας σήμερα στις 7 το πρωί… Ντινακι μας, που μας χάρισες τόσες σπουδαίες ερμηνειες στο Θέατρο κι ανεπαναληπτες δημιουργίες κάθε ειδους στην τηλεόραση θα μας λείψεις πολύ!!!! ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΓΛΥΚΕΙΑ ΜΑΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ».
Ποια ήταν η Ντίνα Κώνστα
Η Ντίνα Κώνστα γεννήθηκε το 1938 και μεγάλωσε στη Σάμο.
Ήταν μια γυναίκα ανεξάρτητη γεγονός που φάνηκε από μικρή κιόλας ηλικία. Μεγάλωσε χωρίς πατέρα καθώς εκείνος πέθανε λίγους μήνες μετα την γέννηση της.
Από μαθήτρια κιόλας φαινόταν ότι ήταν επαναστάτρια, ενώ προερχόμενη από αριστερή οικογένεια είχε διαμορφώσει κοινωνικό- πολιτική συνείδηση και συμμετείχε σε διαδηλώσεις. Αργότερα θα έβαζε υποψηφιότητα με τον Συνασπισμό στις Ευρωεκλογές του 1999, στις βουλευτικές εκλογές του 2000 και στις βουλευτικές εκλογές του 2004.
Μερικά χρόνια αργότερα ήρθε με την μητέρα και την αδελφή της στην Αθήνα. Τότε ονειρευόταν να γίνει δημοσιογράφος, όμως τελικά την κέρδισε η υποκριτική. Σπούδασε κρυφά από τους γονείς της στην σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη, στο πλευρό της Μαίρης Αρώνη ενώ παράλληλα εργαζόταν σε μια εταιρεία με χρώματα για να εξασφαλίσει τα δίδακτρα.
Η πρώτη επίσημη θεατρική της εμφάνιση ήταν το 1965, στη «Φαύστα» του Μποστ. Εκεί θα την γνωρίσει όλη η πολιτιστική αφρόκρεμα της Αθήνας, από τον Κατράκη, τον Μυράτ και τον Τσαρούχη μέχρι τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο.
«Είμαι αυτοκαταστροφικό άτομο. Με ενοχές και πάρα πολλά συμπλέγματα. Γι' αυτό και κάνω αυτή τη δουλειά», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της.
Την δεκαετία του ’80 ξεκίνησε μια μακροχρόνια συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο η οποία θα διήρκεσε περίπου επτά χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου δούλεψε με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Διαγόρας Χρονόπουλος και ο Γιώργος Σεβαστίκγλου ενώ εμφανίστηκε στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο.
Από τις πολλές παρατάσεις στις οποίες έπαιξε κατά την διάρκεια της σπουδαίας καριέρας τη η ίδια ξεχώριζε μία από τις πιο πρόσφατες. Ήταν το έργο η «Σωτηρία Μπέλλου – Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισσας» της Σοφίας Αδαμίδη, που παίχτηκε για τρεις σεζόν, από το 2011 έως το 2013, στο θέατρο Ήβη. Σε αυτό η ηθοποιός βρισκόταν επί μιάμιση ώρα μόνη της πάνω στη σκηνή ως Σωτηρία Μπέλλου, σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, την παραμονή της εγχείρησης που θα τής στερήσει τη φωνή της, κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή της και την καριέρα της.
Από τους μεγάλους δραματικούς ρόλους που της έδιναν στο θέατρο περνούσε με εκπληκτική μαεστρία στην κωμωδία και την τηλέοραση που την έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό.
Από τα τέλη του ’70 κι έπειτα συμμετείχε σε αρκετές αξιόλογες τηλεοπτικές σειρές μεταξύ των οποίων και «Ο συμβολαιογράφος», « Το Μινόρε της Αυγής», «Ο Κίτρινος Φάκελος», «Οι Φρουροί της Αχαίας», «Χαίρε Τάσο Καρατάσο», «Το σόι μας» κ.α. Ήταν όμως ο ρόλος της αρχικά ως Γιολάντα Ραγιά, στο «Δις Εξαμαρτείν» των Ρέππα – Παπαθανασίου και στην συνέχεια ώς Ντένη Μαρκορά στους «Δυο Ξένους» που την έβαλαν σε κάθε ελληνικό σπίτι.
Το αντισυμβατικό πνεύμα χαρακτήριζε και την προσωπική της ζωή.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ γιατί δεν ήθελε να δεσμευτεί. «Το κέρδος για μένα είναι ότι έκανα αυτό που ήθελα, δεν έπληξα στη ζωή μου με γάμους και παιδιά. Τα έβλεπα όλα αυτά ως εφιάλτη. Τους έβλεπα να παντρεύονται κι έλεγα "πού πάτε;". Ευτυχώς, τώρα δουλεύουν οι γυναίκες. Παλιά, ήξερα πάρα πολλές γυναίκες που ήθελαν να χωρίσουν, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί ήταν πάμφτωχες και αναγκάζονταν να ζουν δυστυχισμένες ζωές. Τα ήξερα και δεν ήθελα να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Ήθελα να είμαι ελεύθερη και να κάνω αυτά που έκανα. Έζησα πολύ δύσκολες στιγμές αλλά και πολύ σπουδαίες. Τι μετράει; Οι σπουδαίες στιγμές».
Το 2021 η ηθοποιός αποφάσισε να αποσυρθεί μακριά από την Αθήνα. Έτσι, τα τελευταία χρόνια έμενε στην επαρχία.
Σήμερα ο πολιτικός και καλλιτεχνικός κόσμος αποχαιρετούν την σπουδαία ελληνίδα ηθοποιό και εμείς, από το σπίτι, το ίδιο με τότε, να θυμόμαστε τις αξέχαστες στιγμές που μας χάρισε η «δική μας» Mπουμπού. Η Ντένη που λάτρευε τον Παναθηναϊκό και απεχθανόταν την μιζέρια. H Nτένη που όπως και η Ντίνα δεν συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο από αυτό που ήθελε.