Αύριο είναι μια άλλη μέρα - Η ιστορία της Μάργκαρετ Μίτσελ που δημιούργησε τη διάσημη Σκάρλετ Ο’ Χάρα
Χριστίνα Κατσαντώνη
8 Νοεμβρίου 2024
Πέρασε όλη της τη ζωή στον αμερικανικό Νότο, στην Ατλάντα του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα. Αψήφησε αυστηρές κοινωνικές συμβάσεις, φλέρταρε, ερωτεύτηκε, έκανε δύο γάμους, έγραψε κι άφησε πίσω της ένα επικό έργο, που εξακολουθεί να συναρπάζει με χαμένους έρωτες, μάχες, καταστροφές και την ασίγαστη πεποίθηση: Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα.
Η Μάργκαρετ Μίτσελ, συγγραφέας του θρυλικού έπους “Όσα παίρνει ο άνεμος” και δημιουργός της πιο ξεχωριστής μυθιστορηματικής ηρωίδας του 20ού αιώνα, Σκάρλετ Ο’ Χάρα, είχε τη δική της μυθιστορηματική ζωή. Πρόλαβε να ζήσει πολέμους, απώλειες και πάθη και να γράψει ένα και μοναδικό έργο, που ξεπέρασε τα όρια της μυθοπλασίας κι έγινε κομμάτι της αμερικανικής ιστορίας και ταυτότητας.
Η Μάργκαρετ Μίτσελ είναι η συγγραφέας του "Όσα παίρνει ο άνεμος"
Ένα παιδί μεγαλώνει στον Νότο
Παιδί του αμερικανικού Νότου, γεννήθηκε στην Ατλάντα, 35 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, τη νίκη των Βορείων και την κατάργηση της δουλείας. Μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες από τον εμφύλιο και διηγήσεις για τον ηρωισμό των Νοτίων. Ήταν ένα παιδί αντισυμβατικό, που της άρεσε να κάνει ιππασία συντροφιά με βετεράνους της Συνομοσπονδίας και να ακούει τις αναμνήσεις τους από τον παλιό Νότο, πριν την ήττα που οδήγησε στην κατάρρευση της κοινωνίας και την ανοικοδόμηση μιας νέας εποχής πάνω στα συντρίμμια.
Η Μίτσελ άκουγε, διάβαζε κι έγραφε: ιστορίες, σχολικές εφημερίδες, αυτοσχέδια βιβλία και θεατρικά έργα, με ήρωες τον εαυτό της και τους φίλους της. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και η μητέρα της μια από τις γυναίκες που έδιναν μάχες για τη χειραφέτηση. Ήταν αυτή που της εμφύσησε στο μυαλό την πεποίθηση ότι η εκπαίδευση είναι σημαντικό εργαλείο επιβίωσης για μια γυναίκα.
Ο πρώτος έρωτας και οι απώλειες
Πέρασε τα εφηβικά της χρόνια σε ιδιωτικό κολέγιο για κόρες καλών οικογενειών, όπου στάθηκε ιδρυτικό μέλος της θεατρικής ομάδας, εμπνεύστηκε την έκδοση ενός ετήσιου yearbook κι ήταν πρόεδρος της λογοτεχνικής ομάδας. Το καλοκαίρι του 1918, γνώρισε τον 22χρονο Κλίφορντ Χένρι, απόφοιτο του Χάρβαρντ από τη Νέα Υόρκη. Ερωτεύτηκαν αμέσως, όμως εκείνος υπηρετούσε στο Camp Gordon, ως εκπαιδευτής ξίφους. Της έδωσε δαχτυλίδι αρραβώνων πριν φύγει για τη Γαλλία, όπου πέθανε πολεμώντας τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.
Το πλήγμα ήταν βαρύ για τη 18χρονη Μίτσελ, η οποία είχε μόλις ξεκινήσει τις σπουδές της στη Μασαχουσέτη. Δεν ήταν το μόνο. Η επιδημία γρίπης διέκοψε τα μαθήματα από την πρώτη χρονιά της στο Κολέγιο. Στα θύματά της μπήκε και η μητέρα της, η οποία πέθανε μια μέρα πριν προλάβει η νεαρή Μάργκαρετ να επιστρέψει στο σπίτι στην Ατλάντα.
Τα σχέδια για τη ζωή της άλλαξαν ολοσχερώς. Εγκατέλειψε τις σπουδές της κι εγκαταστάθηκε ξανά στην Ατλάντα για να αναλάβει ρόλο οικοδέσποινας δίπλα στον πατέρα και τον αδερφό της. Αναγκάστηκε να υποκύψει στις επιταγές των συμβάσεων της εποχής, αλλά το έκανε με τον τρόπο της. Δεν δίστασε για παράδειγμα, να προκαλέσει σκάνδαλο, χορεύοντας ένα τολμηρό παριζιάνικο χορό, στο πλαίσιο των εμφανίσεων της ως ντεμπιτάντ σε φιλανθρωπικό γκαλά.
Ο πιο σύντομος γάμος, μέχρι τον επόμενο
Σύντομα στη ζωή της μπήκε ο Μπέριεν Κίναρντ Άπσοου, μέλος αξιοσέβαστης οικογένειας της Βόρειας Καρολίνα. Παντρεύτηκαν το 1922, όμως ο γάμος ήταν εξαιρετικά σύντομος κι ο γαμπρός όχι και τόσο αξιοσέβαστος. Τέσσερις μήνες μετά, ανάμεσα σε φήμες περί αλκοολισμού και κακοποίησης, ο Άπσοου επέστρεψε στα μέρη του και δεν ξαναεμφανίστηκε κι ο γάμος ακυρώθηκε.
Την ίδια χρονιά, όμως, μια νέα προοπτική είχε ξεκινήσει για τη Μίτσελ, η οποία άρχισε συνεργασία ως αρθρογράφος καθημερινών περιστατικών από τη ζωή στην Ατλάντα σε κυριακάτικο τοπικό περιοδικό. Συμπαραστάτης της στη δύσκολη περίοδο του γάμου και του χωρισμού, αλλά και στο ξεκίνημα της δουλειάς της ως δημοσιογράφος ήταν ο κουμπάρος, Τζον Μαρς, που εξελίχθηκε στον δεύτερο σύζυγο (παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του 1925) και σύντροφο της υπόλοιπης ζωής της.
Η καριέρα της ως δημοσιογράφου έληξε πρόωρα τέσσερα χρόνια μετά, εξαιτίας ενός σπασμένου αστράγαλου, που την οδήγησε σε αναγκαστική απραξία στο σπίτι. Κι όμως, αυτός ο τραυματισμός ήταν η αφορμή για κάποια πολύ σπουδαία νέα.
Η συγγραφή του “Όσα παίρνει ο άνεμος”
Ανήμπορη να κινηθεί, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, έβαλε τη γραφομηχανή της πάνω σε ένα παλιό τραπεζάκι ραπτικής και ξεκίνησε να γράφει ένα βιβλίο για τον αμερικανικό εμφύλιο και την ανασυγκρότηση, μέσα από την πλευρά μιας ηρωίδας από τον Νότο.
Πρώτο έγραψε το τελευταίο κεφάλαιο, που έχει κληροδοτήσει στο κοινό φράσεις όπως το “Frankly my dear I don’t give a damn” και βέβαια το “after all tomorrow is another day”. Συνέχισε να γράφει ξεχωριστά κεφάλαια χωρίς ροή, τα οποία στη συνέχεια έκλεινε σε διαφορετικούς φακέλους. Μέσα σε τρία χρόνια, είχε ολοκληρώσει μεγάλο μέρος της ιστορίας, χρειάστηκε άλλα έξι για την ενδελεχή έρευνα και την ολοκλήρωση κάποιων κεφαλαίων που έγραφε, απέρριπτε και ξανάγραφε.
Όταν η Πάνσι έγινε η Σκάρλετ
Αρνιόταν επίμονα να δείξει τη δουλειά της, πόσω μάλλον να την προωθήσει σε εκδοτικό οίκο. Τον Απρίλιο του 1935, ο Χάρολντ Λέιθαμ, εκπρόσωπος εκδόσεων της Νέας Υόρκης γύριζε τον Νότο, αναζητώντας νέα έργα, όταν άκουσε ότι η Μίτσελ δούλευε για χρόνια πάνω σε ένα βιβλίο. Ζήτησε να το δει, αλλά εκείνη αρνήθηκε ακόμα κι ότι έγραφε οτιδήποτε.
Ο σύζυγος κι οι φίλοι της απόρησαν με την άρνηση. Κι όπως είχε παραδεχτεί σε συνεντεύξεις της, ένα σχόλιο ότι προφανώς, δεν παίρνει στα σοβαρά το γράψιμό της, την έκανε να αναθεωρήσει. Έβαλε τους φακέλους της σε μια βαλίτσα και τους μετέφερε στο ξενοδοχείο του Λέιθαμ. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο, που ξεκίνησε να διαβάζει το -άτιτλο ακόμα τότε- “Όσα παίρνει ο άνεμος”, στο τρένο της επιστροφής του στη Λουιζιάνα.
Δυο μήνες μετά, ο εκδοτικός οίκος της πρόσφερε συμβόλαιο, με προκαταβολή 500 δολαρίων και 10% επί των πωλήσεων. Η Σκάρλετ Ο’ Χάρα δεν λεγόταν Σκάρλετ αλλά Πάνσι. Μέχρι την τελική έκδοση, η Μίτσελ άλλαξε κάποια κεφάλαια, όπως και -thank God- το όνομα της κεντρικής ηρωίδας, παρά τις επίμονες αντιρρήσεις του εκδότη…
Δυσκολεύτηκε αρκετά όπως είχε πει, μέχρι να καταλήξει στον τίτλο. Αφού πρώτα απέρριψε προτάσεις, όπως “Αύριο είναι μια άλλη μέρα”, “Άλλη μια μέρα” και “Μαύρο πρόβατο”, κατέληξε σε μια φράση από αγαπημένο της ποίημα του Έρνεστ Ντόσον: “Gone with the wind”.
Το βιβλίο φαινόμενο κατακτά και το Χόλιγουντ
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το “Όσα παίρνει ο άνεμος” εκδόθηκε το 1936 σε 1.037 σελίδες, στην τιμή των τριών δολαρίων. Την πρώτη μέρα πουλήθηκαν 50.000 αντίτυπα. Μέσα σε έξι μήνες είχαν φτάσει το 1.000.000, και σύντομα η κυκλοφορία του θα ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο ρεκόρ στην ιστορία των αμερικανικών εκδόσεων. Μέσα σε μια νύχτα η Μίτσελ είχε γίνει διάσημη.
Το έργο κατέκτησε κάθε βραβείο της εποχής, συμπεριλαμβανομένου του Πούλιτζερ, και πήρε απευθείας γραμμή για τον κινηματογράφο. Η Μίτσελ πούλησε τα δικαιώματα στον Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ μόλις ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του βιβλίου αντί του ποσού ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής, των 50.000 δολαρίων -που δείχνει απολύτως αμελητέο, μπροστά στα κέρδη που έμελλε να φέρει η ταινία.
Το εμβληματικό φιλμ με την Βίβιαν Λι και τον Κλαρκ Γκέιμπλ έκανε πρεμιέρα στην Ατλάντα τον Δεκέμβριο του 1939 κι έσπασε ταμεία όπου κι αν προβλήθηκε. Στην απονομή των Όσκαρ το 1940 κατέκτησε οκτώ από τα 13 Όσκαρ, για τα οποία ήταν προτεινόμενο. Ο Σέλζνικ με αβρότητα πρότεινε να της προσφέρει το βραβείο του για την καλύτερη ταινία, εκείνη όμως αρνήθηκε.
Η επίμονη άρνηση να ξαναγράψει
Είχε ήδη αρχίσει να κουράζεται με τη δημοσιότητα, την οποία ουδέποτε περίμενε τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό. Σταδιακά διέκοψε τις δημόσιες εμφανίσεις και τις συνεντεύξεις επικαλούμενη λόγους υγείας, σταμάτησε ακόμα και να υπογράφει δημοσίως αντίτυπα του βιβλίου της -αν και απαντούσε προσωπικά σε όλα τα γράμματα των θαυμαστών της. “Θέλω να παραμείνω απλώς η κυρία Τζον Μαρς” είχε ξεκαθαρίσει.
Δεν έγραψε ποτέ ξανά άλλο βιβλίο, σίγουρα δεν εξέδωσε. Παρά τις πιέσεις των εκδοτών και του κοινού να συνεχίσει να γράφει, αρνιόταν κατηγορηματικά. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση της σε ερώτηση δημοσιογράφου των New York Times: “Όχι απλώς δεν πρόκειται να ξαναγράψω σύντομα, αλλά -ευχαριστώ Θεέ μου- δεν πρόκειται να ξαναγράψω ποτέ άλλο βιβλίο. Έχω ακούσει άλλους συγγραφείς να λένε ότι ξαφνικά, εκεί που ήταν στο μπάνιο, “κεραυνοβολήθηκαν” από μια ιδέα ή ότι η σκέψη μιας ιστορίας τους ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Εύχομαι η μοίρα να φανεί πιο καλή μαζί μου. Δεν θα ήθελα να περάσω ξανά αυτή τη διαδικασία, με τίποτα”.
Όλα της τα γραπτά, μαζί και το αυθεντικό χειρόγραφο του “Όσα παίρνει ο άνεμος” -εκτός κάποιων αποσπασμάτων- κατ’ εντολή της κάηκαν. Ανάμεσα τους μια γοτθική ιστορία φαντασμάτων, που εξελισσόταν σε μια εγκαταλελειμμένη έπαυλη του εμφυλίου, που σύμφωνα με τη στενή της φίλη, Λόις Κόουλ, είχαν διαβάσει μόλις τρεις άνθρωποι, που την παρακαλούσαν να την εκδώσει.
Περπατώντας στην οδό Ροδακινιάς...
Η Μάργκαρετ Μίτσελ δεν θέλησε να συνεχίσει τη συγγραφική της δραστηριότητα. Ίσως γιατί προτίμησε να παραμείνει η κυρία Τζον Μαρς, η γυναίκα που δούλεψε ακούραστα στον Ερυθρό Σταυρό την εποχή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που εργάστηκε για καλούς σκοπούς όπως η καθιέρωση υποτροφιών υπέρ των μαύρων φοιτητών, που έγραφε όποτε της έκανε κέφι και μετά τα έσκιζε. ‘Ισως γιατί όπως είχε γράψει κάποτε, απαντώντας σε θαυμάστρια “έβαλα όλη την ψυχή μου σε αυτό το βιβλίο, αλλά δεν ζήτησα ποτέ όλη αυτή την αναγνώριση”. Ή ίσως γιατί δεν θέλησε να βάλει τίποτα άλλο δίπλα στο “Όσα παίρνει ο άνεμος”. Frankly my dear, γιατί να το κάνει;
Στις 11 Αυγούστου του 1949 βγήκε με τον σύζυγο της για να πάνε σινεμά. Όπως διέσχιζαν την οδό Ροδακινιάς, που είχε περπατήσει τόσες φορές η Μάργκαρετ, ένας οδηγός ταξί που ερχόταν με ταχύτητα έχασε τον έλεγχο και την παρέσυρε. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά δεν ανέκτησε ποτέ τις αισθήσεις της. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε έξω από το νοσοκομείο, περιμένοντας νέα για την υγεία της, ενώ ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν ζητούσε απευθείας ενημέρωση. Πέντε μέρες μετά, ανακοινώθηκε ο θάνατος της.
Στα 15 της, σε σχολική εφημερίδα, είχε γράψει: “Θέλω να γίνω διάσημη κατά κάποιο τρόπο -ως καλλιτέχνης, συγγραφέας, στρατιώτης, πολεμιστής, πολιτικός ή κάτι κοντινό”. Κατάφερε να γίνει κάτι απ’ όλα, αφήνοντας στην ιστορία ένα θρυλικό αμερικανικό έπος, μια διαχρονική ηρωίδα και την απλούστερη διατύπωση της πίστης στη ζωή: Αύριο είναι μια άλλη μέρα...