Χριστιάνα Βαρδάκου: Η 25χρονη σχεδιάστρια που υφαίνει στον αργαλειό και βάφει με φυτικά χρώματα
14 Δεκεμβρίου 2021
Συνήθως δεν θυμάμαι τις διαδρομές με το αυτοκίνητο, γιατί κοιτάζω αφηρημένη έξω από το παράθυρο, τον δρόμο, τους περαστικούς τα μαγαζιά. Αυτή όμως, την θυμάμαι και μάλιστα πολύ καλά. Ήταν ένα πρωινό του Νοεμβρίου, κρύο αλλά φωτεινό, από αυτά που θες να αφήσεις την δουλειά για να απολαύσεις μια αναζωογονητική βόλτα κάτω από τον ήλιο. Πριν πατήσω το κουδούνι του μικρού, αλλά cozy ατελιέ της, στο Ψυχικό, δεν φανταζόμουν πως η Χριστιάνα Βαρδάκου, μια 25χρονη κοπέλα θα με έκανε να αναθεωρήσω πολλά από αυτά που ήξερα την μόδα.
Η πόρτα άνοιξε και μας υποδέχτηκε εκείνη με το εγκάρδιο χαμόγελο της. Μια μικροκαμωμένη κοπέλα, με όμορφα σγουρά μαλλιά και καθαρό βλέμμα και πρόσωπο. Εκεί ήταν και ο σκύλος της, ο Ίτο, ένας εντυπωσιακός γερμανικός ποιμενικός, του οποίου το όνομα σημαίνει «νήμα» στα ιαπωνικά.
H Xριστιάνα άφησε μια σίγουρη δουλειά στο Λονδίνο, ταξίδεψε στην Ανατολή και αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα, για να δημιουργήσει τα δικά της ρούχα, τα οποία υφαίνει μόνη της στον αργαλειό και βάφει με φυτικές βαφές, αλλά και να μας επανασυστήσει την μοναδική μας παράδοση.
«Ζούσα για τέσσερα χρόνια στο Λονδίνο, όπου σπούδασα σχεδιασμό υφασμάτων και μετά πήγα για τέσσερις μήνες στην νοτιοανατολική Ασία, προκειμένου να μάθω περισσότερα για παραδοσιακές τεχνικές, ύφανση, φυτικές βαφές, κέντημα» μου λέει, ενώ με ξεναγεί στον μικρό, αλλά ζεστό και τόσο φιλόξενο χώρο του σπιτιού της, τον οποίο έχει μετατρέψει σε εργαστήριο.
«Επισκέφτηκα 7 χώρες εκεί και στην συνέχεια επέστρεψα στην Ελλάδα και ξεκίνησα να συνεργάζομαι με αρχιτέκτονες και να φτιάχνω πράγματα, όπως μαξιλάρια και runners τραπεζιού. Με έβρισκαν όλο και περισσότεροι πελάτες μέσω Instagram και έτσι απόφάσισα να κάνω το eshop. Κάπου εκεί ήρθε και το άλλο κορίτσι της ομάδας, η Ματίλντα, η οποία είχε σπουδάσει σχεδιασμό κουστουμιών για θέατρο και σινεμά. Της έμαθα όλες τις τεχνικές και ξεκίνησε να με βοηθάει».
Την ρώτησα πώς πήρε την απόφαση να ασχοληθεί με την υφαντική.«Το είχα πολύ με την ζωγραφική και πάντα αυτό ήθελα να κάνω. Όμως επειδή σπούδασε και η αδερφή μου ζωγραφική, είδα ότι ήταν μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω. Ήθελα να υπάρχει ένας σκοπός, ένα νόημα σε αυτό που κάνω κι έτσι ξεκίνησα να εκτυπώνω ψηφιακά τις ζωγραφιές μου πάνω στα υφάσματα. Κάπως έτσι άρχισαν να μου αρέσουν οι διαφορετικές υφές». Όταν ακόμα ζούσε στο Λονδίνο περνούσε τα Σαββατοκύριακα της βοηθώντας σε ένα κατάστημα με νήματα.
«Μετά την Ασία, γύρισα εδώ και αποφάσισα να ανοίξω έναν χώρο που να μπορώ να εφαρμόζω όλες τις τεχνικές, ό,τι μου αρέσει, ότι έχω μάθει».
Πήγα Λάος, Βιετνάμ, Καμπότζη, Ινδονησία, Μαλαισία, Βιρμανία
«Στην Ταϊλάνδη βρέθηκα σε ένα εργαστήριο, όπου δούλευαν πέντε γυναίκες: H μία έβαφε τα νήματα, η άλλη ύφαινε, η άλλη έφτιαχνε τα πατρόν, μία έραβε και η άλλη διατηρούσε το μαγαζί τους και παρέδιδε σεμινάρια. Φαινόταν όλη η παραγωγή. Ήταν ουσιαστικά μια οικογένεια, τα έκαναν όλα μαζί, ήταν πολύ ωραίο. Και ενώ είχα βρει δουλειά στο Λονδίνο ως textile designer σε ένα brand, είπα όχι. Δεν μου ταίριαζε το κλίμα της Αγγλίας και θα ήταν πολύ δύσκολο να δημιουργήσω όλο αυτό εκεί».
Πώς έφτασε ο αργαλειός στα χέρια της;
Στο ατελιέ της Χριστιάνας Βαρδάκου δεσπόζει ένας μεγάλος αργαλειός, ενώ τριγύρω μπορεί κανείς να δει κουβάρια με νήματα, κλωστές και κομμάτια από όμορφα χρωματισμένα μεταξωτά υφάσματα, βαμμένα όλα με φυτικές βαφές. Τα χρώματα τα δημιουργεί μόνη της στην κουζίνα της, γεμάτη με μεγάλες κατσαρόλες στις οποίες βράζουν διαφορετικά φυτά και καρποί.
«Ύφανα στην Αγγλία και τότε δεν μου άρεσε πολύ. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως δουλεύει. Στην Ταυλάνδη περνώντας τυχαία από ένα μικρό χωριό, είδα μια γιαγιά που ύφαινε και προσπάθησα να της μιλήσω. Εκείνη δεν ήξερε αγγλικά και το μόνο που καταφέραμε ήταν να συνεννοηθούμε με νοήματα. χρησιμοποιούσε αργαλείο μέσης: Kάθεσαι στο πάτωμα και δένεις τα νήματα γύρω από την μέση και τα πόδια σου. Mε ρώτησε αν θέλω να το δοκιμάσω. Έκατσα και εκείνη πήρε τα χέρια μου στα δικά της και άρχισε να τα κουνάει με τις σωστές κινήσεις. Ήταν απίστευτο, δεν είχα ξαναχρησιμοποιήσει τέτοιο πράγμα. Έκατσα έξι ώρες και ύφανα ένα ολόκληρο κασκόλ κάνωντας μόνο νοήματα. Ήταν φοβερή εμπειρία καθώς κατάλαβα πώς δουλεύει χωρίς καν να χρησιμοποιήσουμε κάποια γλώσσα και έφτιαξα κάτι πολύ όμορφο. Δεν σκόπευα να κάνω μαθήματα ύφαντικής στην Ασία, απλώς όπου έβρισκα την ευκαιρία για να μάθω κάτι καινούργιο έλεγα ναι».
Στην συνέχεια η Χριστιάνα δοκίμασε πολλούς διαφορετικούς αργαλειούς, γιατί -όπως μου εξηγεί- κάθε περιοχή και χώρα έχει τους δικούς της τύπους. Και αφού έμαθε να δουλεύει τον παραδοσιακό ελληνικό αργαλειό, με την βοήθεια του αρχιτέκτονα μπαμπά της σχεδίασε τον δικό της.
«Στον τρίτο χρόνο του πανεπιστημίου είχαμε ένα project σχετικά με την βιωσιμότητα στην μόδα. Eίχα κολλήσει τότε και δεν ήξερα τι να κάνω. Τότε δούλευα σε εκείνο το κατάστημα με τα νήματα και βρέθηκε τυχαία μπροστά μου ένα περιοδικό, που έλεγε για μια κοπέλα που βάφει με φυτικές βαφές. Ειδα τα χρώματα στις φωτογραφίες και μου άρεσε που ήταν τόσο ήπια και ταίριαζαν μεταξύ τους. Είπα θα το δοκιμάσω. Τότε έμενα στο Brixton και είχα έναν πολύ μικρό κήπο. Ξεκίνησα απλά να κόβω φύλλα και άνθη, να βάφω με φλούδες από κρεμμύδια και με κουκούτσια από αβοκάντο (το χρώμα του όσο απίστευτο κι αν ακούγεται είναι ροζ). Πειραματιστηκα και έφτιαξα 20 διαφορετικά χρώματα. Το καλύτερο είναι ότι όπως και στην φύση οποιόδήποτε συνδυασμό χρωμάτων κι αν κάνεις ταιριάζουν μεταξύ τους.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην χρησιμοποιήσω ποτέ ξανά χημικές βαφές και το έκανα
Που βρίσκει όμως όλα αυτά τα φυτά που χρειάζεται για να δουλέψει; Η Χριστιάνα και η ομάδα της, που αποτελείται από την Ματίλντα και την Μαρία, με ξενάγησαν στον μικρό, αλλά θαυματουργό, πλακόστρωτό τους κήπο, με τις νεραντζιές. Βγαίνοντας, αντίκρυζες λεκάνες με υφάσματα να μουλιάζουν μέσα στα χρώματα και ένα παλιό τραπέζι, πάνω στο οποίο γινόταν η διαδικασία της βαφής. Τα κορίτσια άπλωναν το ύφασμα στην επιφάνεια του τραπεζιού, το ράντιζαν με νερό και έριχναν μικρά απόξηραμένα άνθη βουκαμβίλιας και χαμομηλιού, σαν μια παράξενη ιεροτελεστία.
«Εκτός από τον κήπο μου, κάνω πολλές βόλτες με τον σκύλο μου. Πηγαίνω στον Υμηττό, στο άλσος Συγγρού και μαζέυω φυτά και καρπούς. Μάλιστα πήγα στην Μάνη και μάζεψα βελανίδια. Γύρισα με 4-5 κιλά!» λέει γελώντας.
«Δυστυχώς κάποια φυτά δεν μπορούμε να τα καλλιεργήσουμε εδώ, όπως το Indigo, του οποίου το χρώμα είναι μπλε. Αυτά τα παραγγέλνω από το εξωτερικό σε μορφή σκόνης ή αποξηραμένου άνθους».
Βλέποντας τις να εκτελούν ολόκληρη την διαδικασία της παραγωγής μόνες τους με παραδοσιακά μέσα, δεν θα μπορούσα να μην την ρωτήσω για την ελληνική παράδοση και κατά πόσο καταφέρνουμε να την διατηρήσουμε ζωντανή.
«Νομίζω πως όχι. Δεν υπάρχουν βιβλία. Έφερα από την Ασία γύρω στα 70 βιβλία. Μου φαίνεται τρελό που εδώ δεν βρίσκω τίποτα. Κυρίως βιβλία σχετικά με τις βαφές. Στην Ελλάδα, ενώ έχουμε πάρα πολλές παραδόσεις, δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο για φυτικές βαφές, έχω βρει μόνο κάποιες σημειώσεις και έκανα πολλές δοκιμές. Εδώ έχουμε διαφορετικά φυτά, αλλά και όσα έχουμε κοινά με άλλες χώρες, επηρεάζονται από το κλίμα και τον καιρό και αλλάζουν τα χρώματα. Αν δεν ξέρεις πρέπει να πειραματίζεσαι συνέχεια».
«Για να λειτουργήσουν οι φυτικές βαφές χρειάζονται νήματα 100% οργανικά, οπότε δεν υπάρχει τίποτα συνθετικό. Χρησιμοποιούμε βαμβάκι και λινό το οποίο προμηθευόμαστε από εδώ στην Αθήνα, το λινό κάποιες φορές είναι και από την Γαλλία, ενώ μετάξι παίρνουμε αποκλειστικά από το Σουφλί. Όσο για το μαλλί, γνώρισα κάποια στιγμή όταν μετακόμισα μια πολύ καλή κυρία, την οποίας η αδερφή ήταν υφάντρα. Εχει φύγει από την ζωή τώρα. Είχε έναν μικρό αργαλειό και κάποια νήματα και με ρώτησε αν τα θέλω, πολλά από αυτά τα μαλλιά είναι δικά της. Είναι πολύ δύσκολο να βρω τέτοια τώρα. Το μαλλί που παράγεται στην Ελλάδα είναι πολύ σκληρό (η ύφή εξαρτάται από το breed του προβάτου)».
Η Χριστιάνα άλλοτε ζωγραφίζει με ακρυλικά ή νερομπογιές και τα εκτυπώνει στο Σουφλί, πάνω σε μετάξι, άλλοτε υφαίνει, ενώ υπάρχει μια τεχνική που της αρέσει πολύ και λέγεται Batik, την οποία γνώρισε στο ταξίδι της στην Ινδονησία. Σε αυτήν δημιουργείς τα μοτίβα με την βοήθεια λιωμένου κεριού.
Για τα σχέδια της η κύρια έμπνευση είναι η φύση και τα ταξίδια της. «Μου αρέσει πάρα πολύ το μπλε. Οπότε φωτογραφίζω πολύ συχνά την θάλασσα, βουνά, λουλούδια. Ένα υπέροχο ταξίδι που έκανα ήταν το 2016 στην Ισλανδία. Γύρισα με 3000 φωτογραφίες στις οποίες ακόμα ανατρέχω και τις χρησιμοποιώ, τα χρώματα ήταν τέλεια».
Είναι αγχολυτικό;
Η παραμονή στο σπίτι έκανε πολλούς ανθρώπους να στραφούν στις χειρωνακτικές τέχνες, προκειμένου να αποβάλλουν τον άγχος της πανδημίας και να αισθανθούν δημιουργικοί. Μια από αυτές ήταν και η υφαντική και η κάπως ξεχασμένη τέχνη του αργαλειού.
«Είναι αγχολυτικό, σε ηρεμεί αμέσως αν το καταλάβεις. Είναι μια επαναλαμβανόμενη κίνηση, μπαίνεις σε έναν ρυθμό. Μετά από λίγο ξεχνάς τι είναι αυτό που κάνεις. Πατάς τα ποδαρακια, κουνάς την σαίτα, μοιάζει με χορευτικό, γίνεται μηχανικά, κουνάς όλο σου το κορμί και είναι όλο meditating, σαν διαλογισμός», λέει και την ίδια στιγμή αστειευόμαστε ότι θα μπορούσε να αποτελεί καλή άσκηση για τους μυς.
Τα κομμάτια που δημιουργεί ξεχωρίζουν τόσο για την εξαιρετική ποιότητα τους και την βιωσιμότητα, αλλά και για την μοναδικότητα τους.
Όσοι τα επιλέγουν, φεύγοντας παίρνουν μαζί, ένα μικρό βιογραφικό για το κάθε κομμάτι, το οποίο αναγράφει τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί π.χ. μετάξι από το Σουφλί, αλλά και από ποιον έχει ραφτεί και βαφτεί. «Τους αρέσει, αισθάνονται πως είναι και αυτοί part of it», μου λέει.
«Θέλω να φτιάχνω πράγματα που να είναι διαχρονικά, που όποια τα επιλέξει θα τα έχει και θα τα φοράει και του χρόνου και ίσως στο μέλλον τα δώσει και στην κόρη της και θα γίνουν κάτι σαν κειμήλιο. Είναι μοναδικά. Ακόμα και τα κομμάτια που ζωγραφίζω και τα τυπώνω φηφιακά, επιλέγω να τα τυπώνω μόνο σε ένα κομμάτι κάθε φορά, αντί να εκτυπώσω πολλά μέτρα υφάσματος και να δημιουργήσω 20 ίδια φορέματα».
Όσο για την βιωσιμότητα στην μόδα και το slow design συμφωνούμε ότι είναι κάτι που πρέπει να αρχίσει να συζητιέται περισσότερο στα σχολεία, σε μικρότερες ηλικίες. «Να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε πως έχει φτιαχτεί αυτό που βλέπουμε στην κρεμάστρα, ποιος το έφτιαξε και σε τι συνθήκες εργάστηκε, να υπάρχει διαφάνεια. Εδώ μπορείς να δεις όλη την διαδικασία».
Η Χριστιάνα συνεργάζεται με το Μουσείο Μπενάκη για το οποίο δημιουργεί διακοσμητικά μαξιλάρια και αξεσουάρ για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης. Τώρα ετοιμάζει την καλοκαιρινή της συλλογή με ρούχα που θα φοριούνται με διαφορετικούς τρόπους και θα καλύπτουν κάθε σωματότυπο, ενώ φιλοδοξεί να δημιουργήσει έναν μεγαλύτερο χώρο που θα συνδυάζει, εργαστήριο και κατάστημα.
Η κουβέντα μας ήρθε να μου υπενθυμίσει ότι μόδα, δεν είναι μόνο οι τάσεις και ρούχα στιβαγμένα σε ράφια, αλλά πολλά παραπάνω: είναι υλικά -νήματα και βαφές- είναι διαφορετικές τεχνικές και μέθοδοι παραγωγής, είναι ανθρώπινα χέρια που δουλεύουν με τα χέρια τους τα νήματα, που ζωγραφίζουν, κεντάνε. Είναι άνθρωποι που ταξιδεύουν, που τραβούν φωτογραφίες που θα κοιτάζουν για χρόνια, που επικοινωνούν ακόμα και με νοήματα αν χρειαστεί, είναι μεράκι.
Τις δημιουργίες της εκτός από το κατάστημα του Μουσείου Μπενάκη, μπορείτε να τις βρείτε στο e-shop shop.cvardakou.com, στο εργαστήριό της στο Νέο Ψυχικό (κατόπιν ραντεβού), καθώς και στο Four Seasons στον Αστέρα Βουλιαγμένης.