Επτά συγκλονιστικές μαρτυρίες από το Mάτι όπως τις κατέγραψε ο Guardian
The Jennettes
23 Ιουλίου 2019
Η φονική πυρκαγιά που ξέσπασε στο Μάτι άφησε πίσω της 102 νεκρούς και πάνω από 140 τραυματίες. Ένα χρόνο αργότερα, οι άνθρωποι ακόμα αναρωτιούνται πώς συνέβη η χειρότερη φυσική καταστροφή που έχει δει η Ελλάδα, τουλάχιστον στη σύγχρονη ιστορία της. Το Μάτι είχε υπάρξει συνδεδεμένο με ευχάριστες στιγμές, καθώς αποτελούσε ένα από τα θέρετρα της Αττικής, και για αυτόν το λόγο, το σοκ που προκλήθηκε από την πυρκαγιά ήταν ακόμα μεγαλύτερο.
Καθώς η κοινότητα θα τιμήσει τη σημερινή επέτειο μόνο με μια εκκλησιαστική λειτουργία, μια προσπάθεια για δικαιοσύνη μαίνεται ενώ οι κάτοικοι ψάχνουν τη δικαίωση, και ζητούν από το κράτος να αναλάβει την ευθύνη. Με αυτήν την αφορμή, η εφημερίδα Guardian έκανε ένα εκτενές ρεπορτάζ, θέλοντας όχι τόσο να αναζητήσει τις ευθύνες, όσο το να καταγράψει την τραγωδία, όπως την έζησαν οι πληγέντες και οι διασώστες. Η Guardian συνέλεξε τις μαρτυρίες επτά ανθρώπων οι οποίοι βίωσαν την καταστροφή, από διαφορετικά σημεία. Όπως αναφέρει στο ρεπορτάζ, "οι επιζώντες είναι αμετάπειστοι για το ότι η τραγωδία δε θα ξεχαστεί".
Παρακάτω παρατίθενται αποσπάσματα από την κάθε μαρτυρία.
Δημήτρης Ματρακίδης, 39 ετών, προγραμματιστής. Πέρασε ώρες στη θάλασσα πριν διασωθεί από ψαράδες
"Η μητέρα μου, η Φωτεινή, ήταν στην παραλία με τη γειτόνισσά μας τη Μαργαρίτα, και το έξι μηνών βρέφος της, το οποίο έκλαιγε ανεξέλεγκτα. Η Μαργαρίτα είχε πάθει πανικό, τα μάτια της ήταν θολά και θυμάμαι ότι τη βοήθησα να ανεβάσει τη μπλούζα της για να τo θηλάσει. Αλλά σύντομα το βρέφος έχασε τις αισθήσεις του και έπρεπε να του κάνω τεχνητή αναπνοή.
[...] Κάλεσα το 112, τον αριθμό έκτακτης ανάγκης. Είπαν ότι θα ερχόντουσαν να μας σώσουν, αλλά ποτέ δεν ήρθαν. Ακόμη δεν έχω συγχωρήσει τον εαυτό που που δεν έβαλα τη Μαργαρίτα και το μωρό πάνω από τους ώμους μου και δεν έκανα περισσότερα για να φτάσω στο νοσοκομείο. Όταν εν τέλει τους βάλαμε στο ασθενοφόρο ήταν πολύ αργά. Το μωρό πέθανε αργότερα εκείνη τη νύχτα, και η Μαργαρίτα μια εβδομάδα αργότερα.
Ακόμα έχω εφιάλτες. Είμαι πάντα στη θάλασσα, τα πόδια μου παγώνουν από το κρύο, το σώμα μου καίγεται από τη ζέστη."
Αλέξης Ανδρονόπουλος, 50 ετών, μηχανικός. Έσωσε 18 ανθρώπους
"Ανέβηκα στη μηχανή μου στην Αθήνα και κατευθύνθηκα στο Μάτι στις 6:30μ.μ. Υπήρξα εθελοντής πυροσβέστης για χρόνια, αλλά αυτήν τη φορά ήταν διαφορετικά. Το εξοχικό των γονιών μου είναι εκεί. Μεγάλωσα με ανθρώπους που έχουν διαμερίσματα στο ίδιο τετράγωνο. [...]
Δε θα ξεχάσω ποτέ τον τροχονόμο. Ήταν κάθετος ότι δε θα πήγαινα πουθενά. Ήταν η πρώτη γεύση μου από τις κρατικές υπηρεσίες. Όταν τελικά τα κατάφερα, γύρω στις 9μ.μ. ήταν σαν πεδίο μάχης, με αυτοκίνητα και σπίτια στις φλόγες, και πανικόβλητους ανθρώπους να τρέχουν πάνω κάτω. [...]
Η πρώτη γυναίκα που έσωσα ήταν 80 [...]. Την ανέβασα στη μηχανή λέγοντάς της "Κλείσε τα μάτια, κράτα με σφιχτά και μη σκέφτεσαι τίποτα". Την πήγα στο οδόφραγμα όπου ένας άλλος φίλος είπε ότι η έξι χρονών κόρη του ήταν παγιδευμένη στην παραλία. Πήγα πίσω και τη βρήκα. Είχα δει ένα πτώμα στον δρόμο που οδηγούσε στην ακτή, οπότε την πήγα μέσω ενός κήπου στην επιστροφή. Ήταν η μοναδική φορά που έδωσα σε κάποιον το κράνος μου. Για άλλη μια φορά της είπα να μην κοιτάξει.
Έκανα 18 διαδρομές, κάθε φορά παίρνοντας ένα άτομο και κάθε φορά διαφωνόντας με τους αστυνομικούς στο μπλόκο. [...] Ακόμη κι ένα ασθενοφόρο αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τον ασύρματο για να ζητήσει βοήθεια. Στην Ελλάδα, τίποτα δε δουλεύει και κανένας δε νοιάζεται. Οι ειδικές δυνάμεις με τις αντιπυρικές στολές θα μπορούσαν να έχουν πάει νωρίτερα. Η απώλειες ζωών ήταν περισσότερες λόγω της καθυστερημένης αντίδρασης".
Η Κάλλι Αναγνώστου, 37, και ο γιος της Κωνσταντίνος, 6, κάηκαν σοβαρά στη φωτιά.
"Την ώρα που βγήκαμε από το σπίτι υπήρχαν γιγάντιες φλόγες δύο μέτρα ψηλές, σχεδόν δύο μέτρα μακριά. Θυμάμαι να κοιτάζω πίσω και να βλέπω μαυρίλα. Δεν ένιωσα τις φλόγες. Ήταν η θερμότητα που μας έκαιγε - ένα θερμικό κύμα που προηγούνταν της φωτιάς. Καθώς τρέχαμε στον δρόμο, ένας γείτονας βγήκε από το σπίτι του με ένα μικροσκοπικό αυτοκίνητο και του φωνάξαμε να σταματήσει και να μας πάρει. Αυτό μας έσωσε. Οι σαγιονάρες του Κωνσταντίνου είχαν λιώσει. Έκλαιγε και έλεγε "Μαμά, καιγόμαστε, μαμά, καιγόμαστε". Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ένας τουρίστας εμφανίστηκε με ένα κιτ πρώτων βοηθειών και έβαλε επιδέσμους στα πόδια του.
Υπήρξε μια στιγμή που σκέφτηκα "Αυτό ήταν, έτσι τελειώνουν όλα". Η αδρεναλίνη σε κάνει να συνεχίζεις. Με κάποιον τρόπο, επικράτησε το ενστικτο επιβίωσης.
[...] Υπέστησα εγκαύματα τέταρτου και πέμπτου βαθμού στο 40% του σώματός μου, καταστρέφοντας αρκετά επίπεδα από το δέρμα, τους μύες και τα νεύρα μου. Μετά τα μοσχεύματα, το 80% του σώματός μου είχε επηρεαστεί. Ο Κωνσταντίνος είχε επίσης καεί σοβαρά. Ήμουν σε κώμα για τρεις εβδομάδες. [...] Ο Κωνσταντίνος ήταν σε μονάδα θεραπείας για 35 μέρες. [...] Θα χρειαστώ ακόμη περισσότερα χειρουργεία τα επόμενα χρόνια.
Πριν τη φωτιά, ήμουν προπονήτρια. Πλέον προπονούμαι για να γίνω life coach, ειδικευμένη στη διαχείριση τραύματος".
Ο Τάσος Γουναρίδης, 47 ετών, ιδιοκτήτης ζαχαροπλαστείου, ζει ακόμα σε στρατόπεδο με την οικογένειά του, αφότου καταστράφηκε το σπίτι τους
"Μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι μας κάηκε ολοσχερώς και το παρελθόν μας διαγράφηκε. [...] Και πάλι, θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς. Ο Δαμιανός, ο μεγαλύτερος γιος μου είχε σπάσει το χέρι του οπότε ήμασταν στο νοσοκομείο στην Εύβοια όταν ξέσπασε η πυρκαγιά.
[...] Η κυβέρνηση μας έβαλε σε μια κατασκήνωση που ανήκει στην αεροπορία, λίγο έξω από το Μάτι. Θα ήταν μια προσωρινή λύση, αλλά 11 μήνες αργότερα είμαστε ακόμα εκεί. [...] Ενοχλούμαι που όλες μας οι αναμνήσεις έχουν σβηστεί. Μερικές φορές νιώθω ότι με έχουν κλέψει. Αλλά καταστάσεις όπως αυτή σε κάνουν πιο δυνατό. Δεν κάνω πλέον μεγαλόπνοα σχέδια και δεν αγχώνομαι όπως παλιά, κι έχουμε έρθει πιο κοντά ως οικογένεια.
Υπάρχουν φορές που το παρελθόν σε χτυπάει. Τις προάλλες, βρήκα μια φωτογραφία στο κινητό μου, της γειτόνισσάς μου της Έμι, που πνίγηκε εκείνη τη νύχτα. Δεν μπορώ να σβήσω τον αριθμό της.
Εβδομάδες μετά την φωτιά, καθώς 18 εθελοντές μας βοηθούσαν να αφαιρέσουμε συντρίμμια από το σπίτι, βρήκαμε την βέρα μου κάτω από το τσιμέντο και τα σπασμένα κεραμίδια. Την έψαχνα πάνω από έναν χρόνο. Είχε την ημερομηνία του γάμου μας χαραγμένη μέσα. Ήταν ένα σημάδι για μια νέα αρχή".
Βαρβάρα Κασελούρη, 51 ετών. Δασκάλα και ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που κατάφεραν να διαφύγουν με αυτοκίνητο. Έχει βοηθήσει να συσταθεί επιτροπή κατοίκων του Ματιού
"Ως ανήσυχοι κάτοικοι, φτιάξαμε μια επιτροπή για να διερευνήσει την καταστροφή. Κάναμε έναν χάρτη εντοπίζοντας το πού πέθαναν οι άνθρωποι. Οι περισσότεροι ήταν έξω από τα σπίτια τους.
Αν αυτά είχαν εκκενωθεί, ή αν οι κάτοικοι είχαν ειδοποιηθεί από καμπάνες ή σειρήνες, θα μπορούσαν να είχαν σωθεί.
Όσοι σώθηκαν, ήταν από καθαρή τύχη. Το ξέρω ότι εγώ έτσι σώθηκα. Στις 6:40μ.μ. ήμουν ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που έφυγαν, οδηγώντας ανάποδα στη Μαραθώνος. Η γειτόνισσά μου, η κόρη της και οι δύο εγγονές της, πέθαναν. [...] Υπάρχει πυροσβεστική μάνικα ακριβώς έξω από το σπίτι μου, δεν έχει δουλέψει ποτέ. Εκείνη τη νύχτα, δεν φάνηκε κανένα πυροσβεστικό όχημα και κανένα πυροσβεστικό αεροπλάνο."
Χριστιάνα Φράγκου, 58 ετών. Ιδιοκτήτρια του οικοπέδου στο οποίο βρέθηκαν 26 απανθρακωμένοι άνθρωποι την επόμενη ημέρα
"Μας αποκάλεσαν ιδιοκτήτες του Σπιτιού του Θανάτου, το ζευγάρι που έχτισε παράνομα και έκοψε την πρόσβαση στη θάλασσα.
Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί, γιατί η τροχαία κατηύθυνε λάθος τους οδηγούς στον παραλιακό δρόμο. Δεν μπορούσαν να φτάσουν στη θάλασσα, επειδή ένα δέντρο που είχε πάρει φωτιά εμπόδιζε την πρόσβαση στο πιο κοντινό δρομάκι. Στον πανικό τους κατέληξαν έξω από το σπίτι μας και τότε ανοίξαμε τις πόρτες και τους αφήσαμε να περάσουν. Το οικοπεδό μας όμως καταλήγει σε γκρεμό, δεν υπάρχει παραλία από κάτω. Υπάρχουν όμως βράχια, στα οποία μπορεί να φτάσει κανείς από μερικά απότομα σκαλιά που είχε φτιάξει ο παππούς μου στον βράχο. Είχαμε το οικόπεδο αυτό από τη δεκαετία του 30. Η πρώτη ομάδα, οι άνθρωποι που είδαμε, τα κατάφεραν. Οι άλλοι πίσω τους, όχι.
Υπάρχουν σκηνές που με στοιχειώνουν κάθε μέρα. Δεν είχα καταφέρει να μιλήσω δημόσια για αυτό μέχρι τώρα. Το να ξέρω ότι τόσοι άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στο οικόπεδο και πέθαναν με αυτόν τον τρόπο, υπήρξε συντριπτικό.
Η γη είναι ακόμα μαύρη, αλλά έχουν ξεκινήσει να βγαίνουν πράσινα βλαστάρια. Μια μέρα, θέλω να χτίσω ένα νέο σπίτι στο ίδιο σημείο, γιατί λατρεύω αυτήν την περιοχή. Η ψυχή μου δε θα ηρεμήσει μέχρι να γίνει."
Mohammed El-Hamisi, 47 ετών, Αιγύπτιος ψαράς. Έσωσε 48 άτομα με το πλοίο του, την Ελπίδα
[...] Ήταν 7 το απόγευμα όταν έλαβα μια κλήση από μια κυρία που αγοράζει ψάρια από εμένα, που έλεγε: "Mohammed, είμαστε στην παραλία στο Κόκκινο Λιμανάκι και είτε θα καούμε είτε θα πνιγούμε. Σώσε μας!". Τα παιδιά μου είπαν "Μπαμπά, αν υπάρχουν παιδιά, πρέπει να πας". Αποφάσισα να φύγω κατευθείαν.
[...] Πολλοί δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν. Τα παιδιά και οι γονείς ήταν οι πρώτοι που επιβιβάστηκαν, περίπου 20 από αυτούς καθόντουσαν όπου μπορούσαν, στην καμπίνα, στα πλάγια, όλοι σοκαρισμένοι. [...] Η τελευταία που ανεβάσαμε ήταν μια γυναίκα, μια ηλικιωμένη, πολύ ογκώδης κυρία, που καθόταν σε έναν βράχο. Δεν ήθελε να ανέβει. Η πλάτη και τα πόδια της είχαν καεί. Έλεγε και ξαναέλεγε "Το αγοράκι μου, έχασα τα πάντα, αφήστε με να πεθάνω εδώ". Της έλεγα συνέχεια "Δεν πρόκειται, θα έρθεις μαζί μας". [...] Ακόμα δεν ξέρω αν τα κατάφερε, αλλά δεν μπορώ να την ξεχάσω.
Λίγες μέρες αργότερα, η μηχανή μου χάλασε. Δεν μπορούσα να δουλέψω για έναν μήνα. Μου κόστισε 5.000 ευρώ για να την αντικαταστήσω. Έπρεπε να δανειστώ τα λεφτά κι ακόμα αποπληρώνω. Πολλοί άνθρωποι με ρωτάνε τι μπορούν να μου δώσουν, γιατί έσωσα τις οικογένειές τους. Αλλά πώς να δεχτώ οτιδήποτε από ανθρώπους που έχουν χάσει τα πάντα;
[...] Μου δόθηκε Ελληνική υπηκοότητα. [...] Έχω ζήσει στην Ελλάδα από την ηλικία των 17, όταν έφυγα από την Αίγυπτο. Ακόμη δεν έχω λάβει καμία αποζημίωση για τη μηχανή. [...] Αν κάποιος μου ζητούσε βοήθεια ξανά, θα πήγαινα. Αλλά αν ζητούσε το κράτος, δεν είμαι τόσο βέβαιος.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρo το άρθρο στον Guardian