Από τον Γιάννη Τζίκα.
Αγαπημένε μου κορωνοϊέ,
Σου γράφω από το σπίτι μετά τον υποχρεωτικό εγκλεισμό μου. Τώρα θα μου πεις, μπορεί να τριγυρνάς και κάπου εδώ γύρω… πού να σε πάρω χαμπάρι. Το να καθίσω να παίζουμε κρυφτούλι δεν είναι του τύπου μου, σκέφτομαι όμως να κάνουμε κάτι καλύτερο. Εγώ θα σου μιλάω και εσύ θα μ' ακούς. Τι δεν ψήνεσαι και τόσο; Ποσώς με νοιάζει.
Φαντάζομαι στη δική σου νοσηρή πραγματικότητα ότι σήμερα δουλέψαμε εξ’ αποστάσεως, ότι αγοράσαμε και φάγαμε τον άμπακο από τα e-shops, ότι αποστειρώσαμε καλά τα χεριά μας και το πρόσωπο, ότι τα παιδιά μας τακτοποιήθηκαν στην τηλεόραση και τον υπολογιστή τους, ότι απομονώσαμε τον γονιό μας, τον φίλο μας, τον γείτονα, ότι ο υποχόνδριος εαυτός μας μετέτρεψε την φυσική μας παρουσία να μην είναι ακριβώς το ζητούμενο… είναι όλα εντάξει. Το μόνο που πραγματικά κατάφερες, δείχνοντας τα δόντια σου είναι να με θυμώσεις. Αρνούμαι όμως, να φοβηθώ.
Ξέρεις τα πουλιά που πετάνε γύρω μας έχουν εκτός των άλλων, ένα βασικό χαρακτηριστικό που τιμώ και παίρνω δύναμη, απ’ αυτή που νομίζεις ότι μου στερείς εσύ, είναι ζωντανοί οργανισμοί που δημιουργούν με κόπο και χαρά την οικογένεια και τη φωλιά τους ενώ από την άλλη πετάνε ελεύθερα, γνωρίζοντας ανά πάσα στιγμή ότι κάποιος μπορεί να τους αφαιρέσει τη ζωή. Δεν πετάνε ποτέ μίζερα και φοβισμένα. Αν καθίσεις να τα χαζέψεις, σου παίρνουν το μυαλό με τη χάρη και την ομορφιά τους. Τα πουλάκια λοιπόν δεν παραιτούνται, δεν σηκώνουν τα χέρια ψηλά αλλά παραδίνονται αποδεχόμενα τη ζωή, έτσι ακριβώς όπως είναι.
Με την παραίτηση ξέρεις αποστρέφουμε το βλέμμα μας ενώ όταν παραδινόμαστε το στρέφουμε στο μέσα μας.
Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Τα περισσότερα πράγματα που μας δίνει η ζωή, τα παίρνουμε χωρίς φόβο και αγωνία.
Οι φόβοι μας δε σταματούν τον θάνατο, οι φόβοι μας σταματούν τη ζωή.
Θα χαρώ να μην ακούσω σύντομα νέα σου,
Σε όλα τα παιδιά του κόσμου
με την ελπίδα να ζήσουν
χαρούμενα και ελεύθερα
την Άνοιξη που τους έλαχε.