ΠΡΟΣΩΠΑ

Μπριζίτ Μπαρντό: Η γυναίκα, που αρνήθηκε να αιχμαλωτιστεί στον μύθο


Χριστίνα Κατσαντώνη

28 Σεπτεμβρίου 2025

Μπριζίτ Μπαρντό: Η γυναίκα, που αρνήθηκε να αιχμαλωτιστεί στον μύθο
Instagram:@Brigittebardot
Οι στιλιστικές της επιλογές εμπνέουν ακόμα τα καλοκαίρια μας -όχι πως το σκι style της δεν άφησε εποχή. Οι αφέλειες της εξακολουθούν να κάνουν θραύση, το ίδιο και τα μπικίνι, τα ατημέλητα μαλλιά, τα μαντήλια, οι μπαλαρίνες ή τα γυμνά πόδια.

Λατρεύτηκε από το Χόλιγουντ, αλλά αρνήθηκε να υποταχθεί στους κανόνες του, σκανδάλισε τα ήθη της εποχής της και παραμένει σε κόντρα με κάθε έννοια πολιτικής ορθότητας.

Η Μπριζίτ Μπαρντό, η γυναίκα πόθος κι επανάσταση, που άλλαξε για πάντα την εικόνα και την αντίληψη περί θηλυκότητας στον 20ό αιώνα, κλείνει σήμερα τα 91 της χρόνια, ανάμεσα στα αγαπημένα ζώα της στο Σεν Τροπέ, έχοντας χαράξει τον δικό της δρόμο, αρνούμενη να θρέψει τον μύθο της και να παραμείνει αιχμάλωτη στο ίδιο της το είδωλο.

Αντίδραση στην πειθαρχία και γάμος στα 18

Η Μπριζίτ Αν Μαρί Μπαρντό γεννήθηκε στο Παρίσι στις 28 Σεπτεμβρίου του 1934 και μεγάλωσε σε μια εύπορη, αστική οικογένεια. Οι γονείς της ονειρεύονταν μια κόρη μπαλαρίνα, γλυκιά και πειθαρχημένη. Η μικρή Μπριζίτ, όμως, ένιωθε εγκλωβισμένη και δυστυχής.

Σε συνέντευξη που έδωσε το 1976 στη Φρανσουάζ Σαγκάν, περιγράφει τους γονείς της ως “κλασικούς αστούς, με αυστηρές αρχές και μια δόση ρατσισμού”. Πέρασε σημαντικό μέρος της παιδικής της ηλικίας στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του πολέμου “έχοντας ένα διαρκή φόβο θανάτου από τις αεροπορικές επιδρομές”. Ονειρευόταν το μέλλον της ως χορεύτρια, όμως ο κινηματογράφος μπήκε νωρίς στη ζωή της. Ακόμα νωρίτερα, ο πρώτος μεγάλος έρωτας.

Σε ηλικία 14 χρονών, λίγο πριν κάνει το πρώτο της εξώφυλλο στο Elle γνωρίζει κι ερωτεύεται τον τότε φωτογράφο του Paris Match, Ροζέ Βαντίμ, μέλος του μποέμικου κόσμου του Σεν Ζερμέν Ντε Πρε -με επικεφαλής τον Ζαν Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Οι γονείς της δεν βλέπουν καθόλου θετικά τη σχέση, αλλά αδιαφορεί. Κλείνει τα 18 και δεν περιμένει την ευλογία τους για να παντρευτεί τον Βαντίμ, τον Δεκέμβριο του 1952.

Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα

Την ίδια χρονιά, κάνει τα ντεμπούτο της στο σινεμά σε μικρές γαλλικές ταινίες, όμως ο κόσμος μαθαίνει -και δεν ξεχνάει- το όνομα της το 1956. Ο σύζυγος Ροζέ Βαντίμ διακρίνει ότι διαθέτει κάτι που δεν χωράει σε φόρμες. Αποφασίζει να τη σκηνοθετήσει… και ο Θεός πλάθει τη γυναίκα.

Η ταινία δεν προκαλεί απλώς τεράστια αίσθηση παγκοσμίως, αλλά εκτοξεύει την Μπαρντό σε μια στρατόσφαιρα δόξας, από την οποία δεν θα κατέβαινε ποτέ ολοκληρωτικά. Στον ρόλο της Ζιλιέτ, η 22χρονη Μπε Μπε, διάσημη πια και μόνο με τα αρχικά της, δείχνει κάτι που το σινεμά και η κοινωνία της εποχής απέφευγαν να προσέξουν: μια γυναίκα που διεκδικεί το σώμα και την επιθυμία της χωρίς ντροπή. “Δεν νομίζω πως έπαιζε, ήταν απλώς ο εαυτός της” δηλώνει ο Βαντίμ κι ο μύθος εξαπλώνεται με σκανδαλώδη ταχύτητα.

Οι κριτικοί εξεγείρονται, η λογοκρισία κόβει άσεμνες σκηνές, όμως οι θεατές σχηματίζουν ουρές έξω από τις αίθουσες όπου η Μπαρντό επανακαθορίζει τη θηλυκότητα -με σκηνές όπως ο θρυλικός, ξυπόλητος χορός της. Η Αμερική υποκλίνεται στα γυμνά πόδια μιας Γαλλίδας, η οποία όπως γράφει το περιοδικό Life to 1958 “...ανάβει τέτοιες φωτιές, που καμία Γαλλίδα δεν άναψε μετά το Άγαλμα της Ελευθερίας”. Η ταινία γίνεται η πιο εμπορική ξενόγλωσση παραγωγή, που έχει προβληθεί ποτέ στις ΗΠΑ κι η Μπαρντό μετατρέπεται στο πρώτο παγκόσμιο sex symbol μετά τον πόλεμο.

Ανέμελη θηλυκότητα χωρίς ενοχές

Η Μπριζίτ Μπαρντό δεν ζει απλώς τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1960, είναι η ίδια η επανάσταση, μια δύναμη της φύσης, ένα σύμβολο θηλυκότητας, αισθησιασμού κι ελευθερίας. Είναι “η ατμομηχανή στην ιστορία της γυναίκας”, όπως γράφει η Σιμον Ντε Μποβουάρ το 1959 στο δοκίμιο της “Το Σύνδρομο Λολίτα”. Είναι η γυναίκα που δεν ζητά συγγνώμη, που ζει, αδιαφορώντας για κάθε γνωστή, κοινωνική σύμβαση.

Με τα smoky μάτια της και αυτό το αβίαστο “je ne sais quoi” (δεν ξέρω τίποτα) ύφος, η Μπαρντό γίνεται το πρότυπο του ανέμελου αισθησιασμού, το απόλυτο French girl chic, που καπνίζει νωχελικά, φοράει κατακόκκινο κραγιόν και δεν δίνει σημασία στους κανόνες.

Το “έτσι ξύπνησα” στιλ της εμπνέει και αντιγράφεται. Δημιουργεί ένα νέο είδος θηλυκότητας, που συνδυάζει τη σεξουαλικότητα με την αθωότητα, παιχνιδιάρα κι αισθησιακή ταυτόχρονα. Τα ατημέλητα μαλλιά, το διάσημο Μπαρντό ντεκολτέ και το neckline που αφήνει τους ώμους γυμνούς -σε μια στιλιστική δήλωση ότι το σώμα δεν κρύβεται, αλλά εκτίθεται χωρίς ενοχές- ορίζουν ένα νέο πρότυπο γαλλικής κομψότητας, που παραμένει κλασικό και εξακολουθεί να ανακυκλώνεται.

Οι ηρωίδες που υποδύεται, η Ζιλιέτ του Βαντίμ ή η Καμίλ του Γκοντάρ (στο “Le Mépris”) λειτουργούν ως μανιφέστα γυναικείας ελευθερίας. Οι φεμινίστριες της εποχής διχάζονται. Άλλες την θεωρούν κατασκευασμένο “προϊόν” για τις ανάγκες του ανδρικού βλέμματος κι άλλες επαναστατική φιγούρα, που αρνείται να προσαρμοστεί σε περιορισμούς. “Είναι η πρώτη και πιο ελεύθερη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας” γράφει η Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Η Μπαρντό της εποχής δεν είναι μόνο γυναίκα, είναι ιδέα, μια αμφιλεγόμενη, αλλά ανυπέρβλητη ενσάρκωση της θηλυκότητας.

Λατρεία, δόξα, έρωτας και αυτοκαταστροφή

Η λατρεία του κόσμου μετατρέπεται γρήγορα σε “κατάρα” για εκείνη. Οι φωτογράφοι την κυνηγούν σαν θήραμα σε κάθε της κίνηση, σε κάθε νέο έρωτα, σε κάθε βουτιά στην αγαπημένη της παραλία στο Σεν Τροπέ.
“Ξέρω τι σημαίνει να σε κυνηγούν” γράφει στο βιβλίο της το 2024. “Οι κάμερες ξεπετάγονταν πίσω από έναν θάμνο ή έναν κάδο σκουπιδιών. Μπορούσα να νιώσω την παρουσία τους, το βλέμμα τους, ακόμα κι όταν δεν μπορούσα να δω τους διώκτες μου”.

Οι έρωτες της -και οι διάσημες σχέσεις της με πρόσωπα όπως ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, ο Σαμι Φρέι, ο Γουόρεν Μπίτι- ήταν θορυβώδεις κι εξαιρετικά αγαπητοί στον σκανδαλοθηρικό Τύπο. Οι τέσσερις σύζυγοι πέρασαν από τη ζωή της, αφήνοντας σημάδια. Στην αυτοβιογραφία της “Initiales BB” (1996) γράφει χαρακτηριστικά: “Οι άνδρες που με αγάπησαν δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν την αγάπη τους για μένα από αυτό που αντιπροσώπευα στα μάτια του κόσμου. Οι περισσότεροι με αντιμετώπισαν σαν πόρνη”.

Η μητρότητα δεν απάλυνε τα τραύματα. Ο μοναχογιός της, Νικολά, που απέκτησε το 1960 με τον Ζακ Σαριέ, μεγάλωσε χωρίς την παρουσία της, ενώ η ίδια χαρακτήριζε την εγκυμοσύνη της “τιμωρία του Θεού”.

Η διαρκής πίεση την οδήγησε σε καταχρήσεις και επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας. Σε συνέντευξη της έχει παραδεχτεί ότι πριν εγκαταλείψει το σινεμά έπινε “δύο μπουκάλια σαμπάνια και τρία μπουκάλια κρασί τη μέρα. Η ζωή μου ήταν μια διαδοχή στιγμών μεγάλης χαράς και σκληρών δοκιμασιών. Με μένα όλα ήταν στα άκρα: το καλύτερο και το χειρότερο, η αγάπη και το μίσος, η επιτυχία και η καταστροφή”.

Το τέλος της χλιδής και η σωτηρία μέσα από τα ζώα

Το 1973, στο απόγειο της δόξας της, σε ηλικία μόλις 39 ετών, λέει αντίο στο σινεμά -ύστερα από 47 ταινίες και πάνω από 60 τραγούδια- κι αποσύρεται οριστικά. “Όταν αποχαιρέτησα τη ζωή της χλιδής και της λατρείας, έσωσα τη ζωή μου. Η πλειοψηφία των μεγάλων ηθοποιών είχε τραγικό τέλος. Δεν ήθελα να είμαι μία από αυτές” εξηγεί στην αυτοβιογραφία της.

Έκτοτε, αφιερώνει το χρόνο της στους αγώνες για τα δικαιώματα των ζώων. Από το 1986, το ίδρυμα που δημιούργησε, έχει χρηματοδοτήσει νοσοκομεία για άγρια ζώα στη Χιλή, πάρκα για κακοποιημένες αρκούδες στη Βουλγαρία, προγράμματα για ελέφαντες στην Ταϊλάνδη, κοάλα στην Αυστραλία και άλογα στην Τυνησία. “Η ζωή μου τώρα είναι αυτό που πάντα ήθελα, αυτό που υποσυνείδητα πάντα ονειρευόμουν. Καμία αγελάδα δεν μου ζήτησε ποτέ αυτόγραφο...” δηλώνει σε συνέντευξη της το 1996 .

Οι σκιές, που αμαυρώνουν τον μύθο

Η ακτιβιστική της εικόνα και ο σπουδαίος αγώνας της υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων αμαυρώνεται από ρατσιστικές απόψεις, που την οδήγησαν μέχρι και ενώπιον της γαλλικής Δικαιοσύνης. Μεταξύ 1997 και 2008 καταδικάστηκε πέντε φορές για “υποκίνηση φυλετικού μίσους” κυρίως λόγω επιθέσεων σε μουσουλμανικές κοινότητες -η έκτη καταδίκη ήρθε το 2022.

Παράλληλα, δέχεται επικρίσεις για αμφιλεγόμενες πολιτικές δηλώσεις της, ομοφοβικά σχόλια και ακροδεξιές θέσεις, που μοιράζεται με τον τέταρτο σύζυγο της -από το 1992- Bernard d’Ormale, σύμβουλο του Ζαν Μαρί Λεπέν.

Ενδεικτικά των απόψεων της, τα σχόλια που έκανε με αφορμή το #MeToo σε συνέντευξη στο Paris Match: “Πολλές ηθοποιοί προσπαθούν να φλερτάρουν με τους παραγωγούς για να πάρουν έναν ρόλο και μετά λένε ότι παρενοχλήθηκαν. Εγώ δεν έγινα ποτέ θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης. Και το έβρισκα γοητευτικό, όταν οι άντρες μου έλεγαν ότι ήμουν όμορφη ή ότι είχα ωραία μικρά οπίσθια”.

Αν και υπήρξε σύμβολο γυναικείας απελευθέρωσης, απορρίπτει μετά βδελυγμίας τον χαρακτηρισμό “φεμινίστρια”. “Όχι δεν είμαι” δήλωσε σε τηλεοπτική συνέντευξη. “Εγώ αγαπώ τους άντρες, εκείνες όχι”.


Η παρακαταθήκη, που επιλέγει

Σήμερα, η Μπριζίτ Μπαρντό ζει απομονωμένα, ανάμεσα σε κατσίκες, σκύλους, άλογα, μαϊμούδες και γάτες στο σπίτι της στο Σεν Τροπέ. Όπως απέρριψε τη δόξα, έτσι είπε όχι και στις αισθητικές επεμβάσεις, αρνούμενη να συντηρήσει τον μύθο της “αιώνιας Θεάς”, γκρεμίζοντας το “άγαλμα”, που την αποθέωσε και την παγίδεψε.

Στις αρχές Δεκεμβρίου αναμένεται να κυκλοφορήσει το ντοκιμαντέρ “Bardot”, στο οποίο η ίδια αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την εποχή της δόξας, από την οποία ξέφυγε εδώ και πάνω από πέντε δεκαετίες, μιλά για τις επιτυχίες, τις αποτυχίες, το γιο της και τη σχέση της με τα ζώα και υπογραμμίζει: “Δεν με νοιάζει καθόλου, αν οι άνθρωποι με θυμούνται. Με νοιάζει να θυμούνται ότι τα ζώα αξίζουν σεβασμό…”.