Στη λαϊκή συνείδηση έχουν μείνει ως οι μεγάλοι παραμυθάδες, τα ονόματα πίσω από τη Χιονάτη και τη Σταχτοπούτα. Όμως, οι Αδελφοί Γκριμ, δύο νεαροί Γερμανοί βιβλιοθηκάριοι με τα ονόματα Γιάκομπ και Βίλχελμ, δεν ήταν απλώς συλλέκτες παραμυθιών, αλλά θεματοφύλακες μιας βαθιάς, συχνά σκοτεινής, αλλά αυθεντικής λαϊκής μνήμης.
Οι ιστορίες τους άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές παιδιών σε ολόκληρο τον κόσμο. Πριν από 200 χρόνια, δημοσίευσαν -σαν σήμερα- μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Παιδικά και οικογενειακά παραμύθια”, που έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο επιδραστικά έργα λαογραφίας όχι μόνο στην πατρίδα τους, αλλά και στην Ευρώπη και τελικά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από τις 20 Δεκεμβρίου του 1812 μέχρι το 1857 κυκλοφόρησαν επτά εκδόσεις των παραμυθιών τους, καθεμία διαφορετική από την προηγούμενη. Η τελική και πιο γνωστή σήμερα συλλογή του 1857, ελάχιστα θύμιζε την πρώτη και πολύ hardcore εκδοχή.
Τα παραμύθια που νίκησαν τον χρόνο
Οι 86 ιστορίες που αρχικά συνέλεξαν ήταν σκληρές, σκοτεινές έως αδιανόητα τραγικές και πρόθεση των δημιουργών τους δεν ήταν να καθησυχάζουν παιδιά πριν τον ύπνο, αλλά να αποτυπώσουν έναν κόσμο βίαιο, άδικο και απρόβλεπτο, όπου η επιβίωση απαιτεί εξυπνάδα, επιμονή και συχνά σκληρές αποφάσεις. Και κυρίως, στόχος ήταν να διασώσουν τη λαϊκή, προφορική παράδοση πριν αυτή χαθεί για πάντα. Θέλησαν να κληροδοτήσουν αυτές τις ιστορίες στον γερμανικό λαό, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι κάποτε θα αποκτούσαν σημασία σε όλους τους πολιτισμούς.
Στις ιστορίες τους, μάγισσες, λύκοι, διάβολοι και σκοτεινά δάση λειτουργούν όχι μόνο ως στοιχεία φαντασίας, αλλά και ως σύμβολα των πραγματικών απειλών της πείνας, της εγκατάλειψης και της εκμετάλλευσης και του φόβου του αγνώστου. Μέσα, όμως, στη σκληρότητα, συχνά επιβιώνει ένας πυρήνας ελπίδας. Οι αδύναμοι μπορούν να νικήσουν, η δικαιοσύνη -έστω και αργά- αποκαθίσταται, και η ανθρώπινη ευφυΐα αποδεικνύεται ισχυρότερη από τη βία και την κακία. Ίσως γι’ αυτό τα παραμύθια τους ξεπέρασαν τα όρια του τόπου και του χρόνου. Όχι επειδή εξωραΐζουν τον κόσμο, αλλά επειδή τον κοιτούν κατάματα και δείχνουν πως, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, υπάρχει χώρος για την ελπίδα.
Μια φορά κι έναν καιρό...
Όταν ο Γιάκομπ (γεννήθηκε το 1785) και ο Βίλχελμ (γεννήθηκε το 1786) άρχισαν να συλλέγουν λαϊκά παραμύθια ήταν φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει το 1796 και η οικογένεια βασανίστηκε από σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αλλά και από τους ανελέητους Ναπολεόντειους Πολέμους.
Παρά τα σοβαρά προβλήματα και την ανάγκη φροντίδας των τριών μικρότερων αδερφών και της αδερφής τους -μετά και τον θάνατο της μητέρας τους- οι Γκριμ στάθηκαν καινοτόμοι μελετητές της γερμανικής φιλολογίας, δημοσιεύοντας άρθρα και βιβλία για τη μεσαιωνική λογοτεχνία. Αυτή ακριβώς η φιλολογική τους κατάρτιση, τους βοήθησε στη συλλογή, την επιμέλεια και την εξέλιξη των παραμυθιών τους.
Συλλέγοντας αυτά τα παραμύθια (κυρίως από προφορικές αφηγήσεις), οι Γκριμ προσέφεραν μια μοναδική συμβολή στη λαογραφία και ενέπνευσαν λαογράφους στην Ευρώπη και στη Μεγάλη Βρετανία να συλλέξουν και να διαφυλάξουν τις δικές τους ιστορίες ως μέρος της πολιτιστικής τους κληρονομιάς.
Μέσα σε διάστημα τεσσάρων δεκαετιών, προχώρησαν σε τεράστιες αλλαγές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος των “παραμυθιών” τους. Οι ιστορίες της πρώτης έκδοσης βρίσκονται πιο κοντά στην προφορική παράδοση, οι ιστορίες της τελικής, μπορούν να θεωρηθούν περισσότερο ως μια λογοτεχνική συλλογή, που σύστησε στα παιδιά όλου του κόσμου τη Σταχτοπούτα, τη Χιονάτη, τη Ραπουνζέλ και την Κοκκινοσκουφίτσα και εξελίχθηκε στη διασημότερη συλλογή λαϊκών παραμυθιών στον δυτικό κόσμο.
Η πρώτη και πλέον αιματηρή έκδοση
Στα παραμύθια της πρώτης έκδοσης, ιστορίες με τίτλους όπως “Το Χέρι με το Μαχαίρι”, “Πώς Μερικά Παιδιά Έπαιξαν στη Σφαγή” και “Τα Παιδιά της Πείνας” δεν έχουν καμία σχέση με νεράιδες ή happy end. Αντιθέτως αποτελούν σκληρές αφηγήσεις σχετικά με τις βίαιες συνθήκες ζωής του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορία με τίτλο “Τα Παιδιά της Πείνας”, που αρχίζει ως εξής: “Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια γυναίκα με δύο κόρες, και είχαν φτωχύνει τόσο πολύ που δεν είχαν πια ούτε ένα κομμάτι ψωμί να βάλουν στο στόμα τους. Η πείνα τους έγινε τόσο μεγάλη, ώστε η μητέρα έχασε τα λογικά της, απελπίστηκε και είπε στα παιδιά της: Πρέπει να σας σκοτώσω για να μπορέσω να βρω κάτι να φάω...”.
Στο παραμύθι “Ο Νονός”, ένας φτωχός άνδρας που χρειάζεται νονό επιλέγει εν αγνοία του τον διάβολο, ο οποίος μπορεί να τον φάει έπειτα από μια επίσκεψη στο τρομακτικό σπίτι του. Η Ωραία Κοιμωμένη πέφτει θύμα βιασμού από έναν παντρεμένο βασιλιά που εξολοθρεύει τη βασίλισσα για να την παντρευτεί, ο κακός λύκος τρώει και την Κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά της, στη Σταχτοπούτα ο πατέρας θέλει να παντρευτεί την κόρη του -ενώ στο τέλος δύο περιστέρια βγάζουν τα μάτια των κακών αδερφών για να τις τιμωρήσουν- και στη Χιονάτη δεν υπάρχει κακιά μητριά, αλλά η πραγματική μητέρα, που θέλει από ζήλια να σκοτώσει την κόρη της.
Η ιστορία των αδερφών Χάνσελ και Γκρέτελ, που είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό των αδερφών Γκριμ παραμύθι, είναι τοποθετημένη στο πλαίσιο ενός λιμού, σε μια κοινωνία που εγκαταλείπει τα παιδιά της, ενώ περιλαμβάνει μια μάγισσα – κανίβαλο, που τελικά καίγεται στον ίδιο της τον φούρνο. Στον “Βασιλιά βάτραχο”, αγαπημένο παραμύθι των δύο αδερφών, ο βάτραχος μεταμορφώνεται σε πρίγκιπα όχι ύστερα από φιλί, αλλά όταν η πριγκίπισσα τον εκτοξεύει με αηδία στον τοίχο, ενώ ο πρίγκιπας που αγαπάει -κι αφήνει έγκυο- τη Ραπουνζέλ τυφλώνεται από την κακιά μάγισσα.
Χαρούμενες νεράιδες αντί για κακές μάγισσες
Όλα τα παραμύθια της πρώτης έκδοσης φέρουν τα σημάδια των σκληρών συνθηκών ζωής της εποχής, αλλά και των διαφορετικών αφηγητών τους, οι οποίοι πίστευαν στη μαγεία και τις δεισιδαιμονίες. Στις μεταγενέστερες εκδόσεις, οι πιο σκληρές κι αιματηρές ιστορίες παραλείφθηκαν τελείως, προστέθηκαν καινούριες (συνολικά πάνω από 200 λαϊκές ιστορίες) ενώ πολλές από τις υπόλοιπες άλλαξαν ριζικά, ενισχύθηκαν με λογοτεχνικά στοιχεία, ευτυχισμένες πριγκίπισσες και νεράιδες που αντικατέστησαν -ή ισοστάθμισαν- τις διαβολικές μάγισσες.
Ωστόσο, παρότι σκληρά και σκοτεινά, τα παραμύθια της πρώτης έκδοσης έθεσαν ένα θεμελιώδες πρότυπο, που εξακολουθεί να επηρεάζει ακόμα και σήμερα. Ως φιλόλογοι, συλλέκτες, μεταφραστές κι ερευνητές, οι Γκριμ εργάστηκαν με την ελπίδα ότι τα παραμύθια τους θα ωφελούσαν τις επόμενες γενιές, αλλά πιθανότατα ούτε κι οι ίδιοι, δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν πόσο.