Δευτέρα 23 Ιουλίου, μεσημέρι. Εμείς στο γραφείο, τα παιδιά στο σπίτι, με την κυρία που τα φροντίζει. «Ελένη έχει πιάσει μεγάλη φωτιά, έχει σκοτεινιάσει ο ουρανός». Η Κινέττα βλέπετε, από εκεί που μένουμε είναι δεν είναι 20 λεπτά μακριά μας. «Παναγιώτα, έχε το νου σου, θα έρθουμε και εμείς νωρίτερα». Η ώρα περνάει, ο ουρανός της Αθήνας έχει σκοτεινιάσει. Φεύγω για το σπίτι. Μιλάμε στο τηλέφωνο, είναι όλοι καλά. Το κινητό αρχίζει και χτυπάει όλο και πιο συχνά. «Είστε καλά;»
Βλέπετε εδώ και έναν χρόνο που έχουμε φύγει και μένουμε λίγο έξω από την Αθήνα περιμετρικά μας όλο και κάτι γίνεται σοβαρό. Δύο φορές οι πλημμύρες και τώρα η πυρκαγιά.
Πλησιάζουμε στο σπίτι, ο αέρας όλο και δυναμώνει, οι δρόμοι όλο και ερημώνουν. Δεξιά στον δρόμο οι νταλίκες σταθμευμένες. Η εθνική έχει κλείσει. Ο ουρανός κόκκινος, η όψη του σε τρομάζει.
Μπαίνουμε σπίτι. Όλα καλά σε εμάς. Ο αέρας δυναμώνει κι άλλο. «Παιδιά, θα αλλάξουμε για λίγο τα παιδικά, θέλω να δω ειδήσεις».
Στην τηλεόραση, στα social παντού η ίδια εικόνα. Η Αττική καίγεται. Πάλι θα χάσουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους, σκέφτομαι αλλά το μυαλό μου δε θέλει να πάει παρακάτω. Οι φωτιές είναι δίπλα στη θάλασσα, δεν θα κινδυνεύσουν άνθρωποι. Οι ώρες περνούν. Το πλάνο δείχνει σπίτια να καίγονται. Δίπλα σε μία άλλη αυλή, μια γυναίκα με ένα φορεματάκι σε κρατά ένα λάστιχο και σβήνει. Μαζί της ένας άντρας και μια φιγούρα που ίσως είναι παιδί.
«Τι κάνει; Σήκω να φύγεις, θα καείτε» σκέφτομαι. Βραδιάζει. Ο αέρας δε λέει να πέσει. Η φωτιά έχει φτάσει Ραφήνα, Νέο Βουτζά, Ζούμπερι. Στους πιο κλασικούς παραθεριστικούς τόπους, που αυτή την εποχή σφίζουν από ζωή. Κατασκηνώσεις, θέρετρα, παιδιά στους παππούδες και τις γιαγιάδες τους.
«Μαμά, θα καούμε;» «όχι, αγάπη μου εδώ δεν κινδυνεύουμε. Αλλά αν έρθει φωτιά, θα πρέπει να φύγουμε. Υποσυνείδητα βλέπω πως έχω βάλει σε μια γωνιά κοντά στην πόρτα κινητό και πορτοφόλι. Τα κλειδιά του σπιτιού, τα εντοπίζω με τα μάτια μου. Ένα γρήγορο σχέδιο για το τι θα μπορέσω να κάνω με τα ζώα. Το τηλέφωνο δε σταματά. «Είστε καλά;»
Και μετά σιωπή. Τα ματιά μου έχουν βουρκώσει. Οι εικόνες είναι αδιανόητες. Το μυαλό δε μπορεί να τις διαχειριστεί. Την ίδια στιγμή, κεντρικοί δρόμοι φραγμένοι από αυτοκίνητα. Η ΛΕΑ κλειστή. Σειρήνες, καναντέρ και ήχοι από τον άνεμο, όλα μπερδεμένα. Τι έρχεται από την τηλεόραση, τι έρχεται απ’ έξω.
Και τότε ακούω μια φωνή. «Μαμά, μπορείς να το κλείσεις τώρα. Δεν μπορώ άλλο. Δε μπορώ. Στεναχωριέμαι».
Το τι έφερε αυτό το ξημέρωμα, το ξέρουμε όλοι. Η χώρα μουδιασμένη, παρακολουθεί, ελπίζει. Μια Αθήνα βουβή. Tόσες ζωές. Και ακόμα μετράνε... Πώς έγινε αυτό. Πώς, πώς, πώς;
Άνθρωποι που ώρα με την ώρα να γίνονται γροθιά, να βοηθήσουν όπως μπορούν. Μια χώρα όμως που όσο ενώνεται στα δύσκολα τόσο εύκολα ξεχνά. Τηλέφωνα, μηνύματα έρχονται και φεύγουν. Φίλοι στην Καλλιτεχνούπολη, στο Μάτι, στον Νέο Βουτζά, στην Πεντέλη. «Είστε καλά;» και μετά από λίγο έρχεται η λυτρωτική τους απάντηση, μέσα από φωνές μουδιασμένες, μηνύματα με αποσιωπητικά: «Εμείς καλά… αλλά…». Τόσα αλλά, τόσοι κόμποι στο λαιμό, τόση θλίψη.
Άλλο, δε μπορώ