«Θα επιθυμούσα να συγκρατούν από τον βίο μου όχι τόσο εκείνα που επαγγέλθηκα όσο εκείνα που αμφισβήτησα».
Ένα εκ των πλέον ελληνικών αιρετικών πνευμάτων, αυτό του Θεόφιλου Καϊρη, επιστρέφει 159 χρόνια μετά τον θάνατό του για μια εκ βαθέων συνέντευξη στον Χρήστο Χωμενίδη.
Το να συζητήσεις με έναν άνθρωπο 228 ετών δεν είναι δα και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Τον πρώτο καιρό μετά τον θάνατό τους οι πιο πολλοί λαχταρούν να μιλήσουν. Για να διαλύσουν τις ψευδαισθήσεις που τρέφουν οι ζωντανοί σχετικά με το επέκεινα. Για να εκφράσουν την αγάπη τους σε πρόσωπα που εγκατέλειψαν όταν απεβίωσαν. Για να αποκαταστήσουν αδικίες εις βάρος τους, οι οποίες διαπράττονται εξαιτίας της απουσίας τους. Οι φρεσκοπεθαμένοι κάνουν ό,τι μπορούν για να δώσουν κάποιο σινιάλο. Εμφανίζονται σε όνειρα, κολλητεύουν με μέντιουμ, μετακινούν έπιπλα ή αναβοσβήνουν φώτα… Όσο περνούν, όμως, τα χρόνια τόσο η έγνοια τους για τα γήινα φθίνει. Όλοι οι δικοί τους πηγαίνουν να τους συναντήσουν. Τα σπίτια τους γκρεμίζονται, οι γειτονιές τους γίνονται αγνώριστες. Ακόμη και τα τοπία μεταμορφώνονται. Ελάχιστων η ανάμνηση επιζεί του βιολογικού τέλους τους για περισσότερο από έναν αιώνα.
Η λήθη – η παράδοση στην απόλυτη ανυπαρξία – πρέπει να’ ναι ανακουφιστική. Έτσι τουλάχιστον κατάλαβα, πασχίζοντας να «ξυπνήσω» τον Θεόφιλο Καϊρη και να τον κάνω να ασχοληθεί μαζί μου για μόλις μισή ωρίτσα. Μου κόπηκαν τα γόνατα προκειμένου να τον σηκώσω από το χώμα και να τον καθίσω σε μια πολυθρόνα απέναντί μου. Ο τριπλός εσπρέσο που του έφτιαξα – κι ας ήταν παρθένος στην καφεΐνη οργανισμός – κατάφερε να του διεγείρει τα νεύρα και το ενδιαφέρον μετά βίας για πέντε λεπτά. Στη συνέχεια, βλέποντας τον διαρκώς να αφαιρείται ή να γλαρώνει, αναγκαζόμουν πότε να τον τσιγκλάω με προκλητικές ερωτήσεις, πότε να καταντώ ακόμη πιο βλάσφημος: να του φυσάω τον καπνό μου στο πρόσωπο. Ομολογώ πως ο Καϊρης στιγμή δεν έδειξε να ενοχλείται. Επρόκειτο για παπαδίστικη πραότητα? Για νεκρική απάθεια; Ένιωθε δικαιωμένος από την Ιστορία? Ή αδιάφορος για εκείνη; Μου απάντησε, πάντως, σε όλα με σαφήνεια, δίχως υπεκφυγές και ρητορείες. Στα λόγια του διακρινόταν φλέγμα, αυτοσαρκασμός, που μακάρι να τον διέθεταν στο ελάχιστο όσοι στις μέρες μας περνιούνται για «Δάσκαλοι του Γένους». Η πρώτη απορία του ήταν πώς και τον θυμηθήκαμε.
Οι Έλληνες δεν σας ξέχασαν ποτέ. Δεν κερδίσατε την υστεροφημία ενός Κολοκοτρώνη, μα κάθε λίγα χρόνια κάποιος σας ανακαλύπτει με ενθουσιασμό.«Να’ ναι καλά! Ο καθένας, ξέρετε, “διαβάζει” τους πεθαμένους με τον δικό του τρόπο και για τις δικές του ανάγκες. Οι ταφόπλακες γίνονται συχνά καθρέφτες…»
Τι υπήρξατε, Θεόφιλε, πάνω από όλα; Εθνεγέρτης και πολέμαρχος στην Επανάσταση του ’21; Εκπαιδευτικός, διευθυντής των δυο πιο φημισμένων σχολείων του καιρού σας στα Βαλκάνια, στο Αϊβαλί και στην Άνδρο; Πολιτικός, τρεις φορές βουλευτής; Ιερέας; Ιδρυτής θρησκείας;«Γιατί οφείλω να διαλέξω μια ιδιότητα; Μανία που έχετε οι σημερινοί με την εξειδίκευση! Με ενδιέφεραν, από παιδάκι, τα πάντα: η βοτανολογία και η λογοτεχνία. Ο πόλεμος και η θρησκεία. Η τεχνολογία. Εγώ, όπως θα ξέρετε, έφερα πρώτος στην Ελλάδα τηλεσκόπιο και έστησα το πρώτο υποτυπώδες εργαστήριο φυσικοχημείας. Έζησα στον λεγόμενο “Αιώνα των Φώτων”. Και είχα την τύχη να βρεθώ στο επίκεντρο των εξελίξεων, στο κέντρο της Ευρώπης: το Παρίσι».
Προερχόσασταν από επιφανή οικογένεια.«Είναι αλήθεια. Συχνά συλλογιζόμουν πόσο διαφορετική θα ήταν η πορεία μου αν είχα γεννηθεί από αγρότες. Γι’ αυτό και το σχολείο που ίδρυσα στην Άνδρο το προόριζα κατ’ αρχήν για τα ορφανά των πολεμιστών του ’21».
Τους οποίους διδάσκατε όπως εσείς θέλατε.«Εγώ διηύθυνα και ήμουν υπεύθυνος για την εκπαιδευτική διαδικασία».
Αγνοώντας τις αντιλήψεις – ακόμη και τη θρησκευτική πίστη – των γονέων τους;«Όταν γεννήθηκα, η ιδέα της εθνικής μας απελευθέρωσης δεν υπήρχε παρά μονάχα στα δημοτικά τραγούδια, στις πολεμικές κραυγές των κλεφτών – που συχνά άλλαζαν στάση και γίνονταν αρματολοί, δηλαδή μισθοφόροι της οθωμανικής εξουσίας – και στα μυαλά μερικών φωτισμένων Ρωμιών που είχαν κουραστεί να σταδιοδρομούν ως δραγουμάνοι του Σουλτάνου ή εντεταλμένοι ηγεμόνες του στις όχθες του Δούναβη. Καθένας εξ αυτών έτρεφε το δικό του όραμα σχετικά με τη νέα Ελλάδα. Οι παπάδες – ακόμη και εκείνοι που πήραν εξ αρχής τα όπλα – ονειρεύονταν μια χριστιανική επικράτεια, όπου θα κυβερνούσε ο λόγος του Θεού τους. Ο Ρήγας Φεραίος τραγουδούσε την ανατροπή της τυραννίας και τη δημιουργία μιας πολυφυλετικής βαλκανικής ομοσπονδίας, με χριστιανούς και Τούρκους αντάμα, άσπρους και “αράπηδες”. Ο Μακρυγιάννης, πάλι, το λέει ξεκάθαρα: “…Ας καθίσωμεν τώρα ημείς…”, οι αυτόχθονες αποκλειστικά ορθόδοξοι, Πελοποννήσιοι και Ρουμελιώτες, “να φάγωμεν ψωμί…”. Και ο λόρδος Μπάιρον, εκείνος ο άθεος προικισμένος ποιητής, δεν θα είχε – λέει – αντίρρηση, εφόσον η Επανάσταση ευοδωνόταν, να στεφθεί βασιλιάς των Ελλήνων…».
Και εσείς τι ήσασταν;«Εγώ έζησα πολλά – για τον καιρό μου – χρόνια και πέρασα από πολλά στάδια. Μεγαλωμένος σε εκκλησιαστικό περιβάλλον, δεν ήταν παράξενο που στα 18 μου χειροτονήθηκα διάκος. Τότε άλλαξα και το όνομα μου, από Θωμάς σε Θεόφιλο. Στο βάθος, όμως, παρέμεινα Θωμάς – για όλα αμφέβαλλα, είχα ανάγκη να τα αγγίζω, να τα δοκιμάζω. Οι πλούσιοι προστάτες μου με έστειλαν να σπουδάσω στη Δύση: Ελβετία, Ιταλία, Γαλλία. Στο Παρίσι, το 1807, γνωρίστηκα με τον Αδαμάντιο Κοραή και μπολιάστηκα με το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τότε άρχισαν να κλονίζονται μέσα μου οι χριστιανικές πεποιθήσεις…».
Παραμείνατε, όμως, παπάς…«Δεν θα μπορούσα να απαρνηθώ την πίστη μου αν δεν έβαζα στη θέση της μια καινούργια. Η ανάγκη να θρησκεύομαι, να επικοινωνώ με τον Θεό, ήταν ριζωμένη στον πυρήνα της ύπαρξης μου».
Είχατε πει ότι αποφασίσατε να προαχθείτε σε όλους τους ιερατικούς βαθμούς με τη μάταιη ελπίδα ότι θα σας ξαναφώτιζε κάποια στιγμή το Άγιο Πνεύμα. Φαντάζεστε να σας έκαναν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και να σας ταλάνιζε ακόμη η δίνη της αμφιβολίας;«Πρώτη φορά θα συνέβαινε; Η “Πάπισσα Ιωάννα” του Ροϊδη, η ιστορία της γυναίκας που ανεβαίνει στον θρόνο του Βατικανού, είναι μια υπερβολή που απηχεί ωστόσο αληθινές καταστάσεις…Τουλάχιστον εμένα δεν με κίνησε ποτέ το στενό ατομικό συμφέρον. Ούτε και λούφαξα για να διαφυλάξω τα κεκτημένα μου».
Αυτό να λέγεται. Σηκώσατε από τους πρώτους μπαϊράκι το 1821.«Έβραζε το αίμα μου. Δεν ήμουν τόσο καλός πολεμιστής όσο ρήτορας. Τους ξεσήκωνα με τα λόγια, τους έπειθα πως αξίζει να ρισκάρουν τα πάντα… Ορισμένοι ίσως να με κοίταζαν στραβά, να με έβρισκαν υπερβολικά γραμματισμένο για τα γούστα τους. Όταν, όμως, λαβώθηκα τρεις φορές στη μάχη, τους κόπηκε ο βήχας. Μετά κατηφόρισα από τον Όλυμπο στην Κόρινθο κι από εκεί στην Επίδαυρο για την Α’ Εθνοσυνέλευση.
Είχατε γίνει πλέον πολιτικός.«Πολιτικός; Μεγάλη κουβέντα. Για να είσαι πολιτικός πρέπει να μπορείς να αγιάζεις, για το χατίρι του σκοπού σου, τα μέσα. Εγώ δεν είχα τέτοια στόφα. Ούτε και οι περισσότεροι από τους αντιπροσώπους στις Εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης. Γι’ αυτό και νομοθετήσαμε τόσο φιλελεύθερα, υπερακοντίζοντας σε δημοκρατικότητα όλα τα πολιτεύματα της Ευρώπης. Γι’ αυτό και το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ…».
Ούτε και ο Καποδίστριας είχε πρόθεση να εφαρμόσει το Σύνταγμα σας. Εσείς, ωστόσο, τον υποδεχτήκατε με ενθουσιασμό και εκφωνήσατε τον «χαιρετιστήριο» λόγο εκ μέρους των Ελλήνων.«Τον προϋπάντησα, μα τον προειδοποίησα κιόλας, αρκετά αυστηρά: “Ου συ, ουδέ ο υιός σου, ουδέ ο οικείος σου, ουδέ ο φίλος σου, ουδέ πνεύμα φατρίας, αλλά οι θεσμοί κυβερνώσι την Ελλάδα διά σου…” Ο Καποδίστριας είχε ειλικρινή πρόθεση να στήσει ένα κράτος δικαίου, να οικοδομήσει θεσμούς αδιάβλητους. Οι κοτζαμπάσηδες, που λαχταρούσαν να γίνουν πασάδες στη θέση των πασάδων, φυσικά τον εξόντωσαν».
Και εσείς αποσυρθήκατε στην Άνδρο…«Τι σημαίνει “αποσύρθηκα”; Θαρρείτε πως η καρδιά του νεογέννητου κράτους μας χτυπούσε στην Αθήνα? Ένα χωριό παρέμενε η Αθήνα, που στο κέντρο του είχανε χτίσει το Παλάτι για να πηγαίνουν οι προύχοντες να συναγελάζονται με τους Βαυαρούς και να χτυπούν με τα τσαρούχια τους τον πολυέλαιο στις φιγούρες του τσάμικου. Εξού και η έκφραση “σιγά τον πολυέλαιο”… Εάν αρνήθηκα τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο ήταν επειδή πίστευα πως ο άνθρωπος διαμορφώνεται στα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης του, ως παιδί. Εκεί πρέπει να ευτυχήσει από δασκάλους».
Αρνηθήκατε, όμως, και το παράσημο που σας προσέφερε ο Όθωνας…«Αυτό ίσως και να ήταν λάθος μου. Η ταπεινοφροσύνη μου – ή μάλλον η πεποίθηση μου πως σε μια πάμπτωχη χώρα δεν μοιράζουμε παράσημα, αλλά ψωμί και βιβλία – θεωρήθηκε προσβολή προς τον βασιλιά. Μου το φύλαγαν και μόλις βρήκαν αφορμή…».
Για αφορμή επρόκειτο; Εδώ σας κατηγόρησαν ότι είχατε ιδρύσει καινούργια θρησκεία.«Απάντησα ευθύς, ρητά και κατηγορηματικά: Θρησκείες δεν ιδρύουν οι άνθρωποι, αλλά μοναχά ο Θεός. Η Θεοσέβεια “έγδυνε” την πίστη στον Δημιουργό από τα παγανιστικά χαρακτηριστικά της και της προσέδιδε φιλοσοφικό, παγκόσμιο και διαχρονικό χαρακτήρα…».
Τον Χριστό πάντως Τον αποκαθηλώσατε…«Δεν τον λατρεύαμε ως Υιό του Θεού – πώς μπορείς να είσαι γιός ενός πνεύματος? – τον τιμούσαμε ωστόσο ως φωτισμένο, ενάρετο άνθρωπο».
Είχατε, πάντως, δομή κανονικής θρησκείας: τι ναοί, τι γιορτές, τι ιερείς!«Διέθετα πράγματι οργανωτικό οίστρο. Τους ναούς τους είχα σχεδιάσει με το χέρι μου – κάηκαν φυσικά τα σχέδια εκείνα από τους διώκτες μου. Τις προσευχές, στη δωρική διάλεκτο, τις είχα συνθέσει επίσης εγώ. Όσο για τους λειτουργούς της Θεοσέβειας, γυναίκες και άντρες, τους είχα ιεραρχήσει σε πέντε τάξεις».
Εδώ θελήσατε να αλλάξετε το ημερολόγιο…«Επηρεάστηκα, το ομολογώ, από τη Γαλλική Επανάσταση. Χώρισα τους μήνες σε τρία δεκαήμερα αντί για εβδομάδες και τοποθέτησα την Πρωτοχρονιά στις 24 Σεπτεμβρίου, όπως ήταν στην αρχαιότητα. Ως έτος 1 όρισα το 1801. Με συκοφάντησαν ακόμη και για αυτό, πως τάχα το επέλεξα από εγωπάθεια, επειδή τότε είχα ξεκινήσει τις σπουδές μου. Δεν καταλάβαιναν ότι τιμούσα απλώς την έναρξη του Αιώνα των Φώτων…».
Διέδωσαν επίσης ότι ανήκατε στη μασονία ή σε κάποια άλλη μυστική εταιρεία…«Στον καιρό μου οι μυστικές εταιρείες γνώριζαν μεγάλη άνθηση από τον φόβο των τυράννων. Και η Φιλική μια μυστική εταιρεία δεν ήταν; Εν πάση περιπτώσει, τη Θεοσέβεια εγώ ποτέ δεν την έκρυψα ούτε την αρνήθηκα. Την υπερασπίστηκα ως τη μόνη ταιριαστή θρησκεία σε μια ελεύθερη κοινωνία».
Είχατε πολλούς οπαδούς;«Δεν ήθελα οπαδούς, μα ισότιμους συνομιλητές. Ο διάλογος με ενδιέφερε. Αρκετοί άνθρωποι συγκινήθηκαν από τη Θεοσέβεια. Και ακόμη περισσότεροι με υποστήριξαν όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία και η βασιλική εξουσία αποφάσισαν την καταστροφή μου. Το 1839, ο πυρπολητής Κανάρης διετάχθη ως αρχηγός του στόλου να με απαγάγει από την Άνδρο και να με οδηγήσει στην Αίγινα και μετά στην Αθήνα. Η προσωπική του συντριβή ήταν ολοφάνερη. Οι συντοπίτες μου με συνόδευσαν κλαίγοντας ως την αποβάθρα. Στην πρωτεύουσα, ο κόσμος ήθελε να ζευτεί και να τραβήξει την άμαξα που θα με πήγαινε στην Ιερά Σύνοδο για να δικαστώ. Οι εφημερίδες είχαν διχαστεί. Οι μισές με υποστήριζαν με πάθος».
Επικράτησε η γνώμη των άλλων μισών.«Αφού με κατακεραύνωσε μέχρι και το Πατριαρχείο, αφού μου έκλεισαν τη Σχολή, αφού με ταλαιπωρούσαν με δίκες και εξορίες επί δέκα και πλέον χρόνια, με φυλάκισαν σε δυο μοναστήρια, σε απόλυτη απομόνωση, για να επανέλθω δήθεν στον ορθό δρόμο. Επεδίωκαν όμως τον θάνατο μου. Όταν ο εισαγγελέας έστειλε αναφορά στον υπουργό Δικαιοσύνης για την άθλια κατάσταση της υγείας μου, εκείνος απάντησε: “Εφόσον είναι έτσι κι αλλιώς άρρωστος, γιατί να του αλλάξουμε κελί?” Ο θάνατος επήλθε σαν λύτρωση στις αρχές του 1853…».
Η έσχατη ταπείνωση ήρθε μετά. Ξέθαψαν το σώμα σας, σας άνοιξαν τα σπλάχνα και τα περιέχυσαν με ασβέστη…«Ισχυρίστηκαν ότι το έκαναν για υγειονομικούς λόγους. Δεν τους κρατάω κακία. Απλοί άνθρωποι ήταν, σε μόνιμη σύγχυση…».
Σχεδόν ό,τι είχατε σπείρει σαρώθηκε. Η εκπαίδευση παρέμεινε προσηλωμένη στους τύπους. Το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανισμού καλά κρατεί. Οι επίγονοι των κοτζαμπάσηδων εξακολουθούν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό κουμάντο…«Η Ιστορία δεν προχωρά με ευθύγραμμο τρόπο ούτε όμως και επαναλαμβάνεται μονότονα. Ακολουθεί σπειροειδή, ανοδική πορεία. Όπως με πληροφορήσατε και εσείς στην αρχή της κουβέντας μας, όλο και κάποιοι μεταγενέστεροι με ανακαλύπτουν. Θα επιθυμούσα να συγκρατούν από τον βίο μου όχι τόσο εκείνα που επαγγέλθηκα όσο εκείνα που αμφισβήτησα. Κάθε κρίσιμη περίοδος, όπως αυτή που τώρα περνάτε στην Ελλάδα, μπορεί να γίνει εφαλτήριο για ένα νέο ξεκίνημα. Προσωπικά, παραμένω αισιόδοξος. Βρίσκω τον εαυτό μου στους στίχους του μέγιστου ποιητή μας, του Κωνσταντίνου Καβάφη: “…Κατόπι – στην τελειοτέρα κοινωνία – κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάμει”».
Απόσπασμα από το ΒΗΜΑMEN Απρίλιος 2012
Δείτε ακόμα: