Τον Αλκιβιάδη Μαγγόνα δεν τον γνώριζα, τον έμαθα μέσα από την παράσταση Αλεξάνδρεια, που παίζεται στο εμβληματικό θέατρο Παλλάς. Ένα έργο που σε συνεπαίρνει. Όχι μόνο γιατί το σενάριο και η σκηνοθεσία αγγίζουν την ψυχή σου, αλλά γιατί οι ερμηνείες είναι καθηλωτικές. Ο Αλκιβιάδης υποδύεται τον Αλέξανδρο, έναν άνθρωπο που ερωτεύεται και παλεύει για την αγάπη του. Είναι διατεθειμένος να τα παρατήσει όλα για χάρη του. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένα κοινό στοιχείο του ρόλου του με τον ίδιο.
Μεγάλωσε στη Φλώρινα και μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει Οικονομικά. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα, όπως για κάθε παιδί που γεννήθηκε στα 90s. Η υποκριτική ήρθε απρόσμενα στη ζωή του, αλλά όπως συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους, το σύμπαν τα φέρνει έτσι για να πάρει κάποια στιγμή ο καθένας τον δρόμο του. Ήρθε στην Αθήνα, κυριολεκτικά, με μία βαλίτσα στο χέρι και βρέθηκε 5 η ώρα το πρωί να τον σταματά ένα περιπολικό για εξακρίβωση στοιχείων στην Ομόνοια - όχι και η καλύτερη πρώτη εμπειρία στην πρωτεύουσα.
Εκτός από την Αλεξάνδρεια, πρωταγωνιστεί και στην τηλεοπτική σειρά της Ερτ, Ηλέκτρα, που βρίσκεται πλέον στην τρίτη της σεζόν. Ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας είναι ευγενικός, ρομαντικός, χαρισματικός, με ταλέντο σε αυτό που κάνει, και έτοιμος να αδράξει την κάθε στιγμή στη ζωή του. Αυτό κατάλαβα γνωρίζοντάς τον περισσότερο. Αγαπά τη μουσική και ίσως να τον πετύχεις να τραγουδά ζωντανά, σε κάποιο μαγαζί της Αθήνας.
Τι τέλος θα έδινε στην Αλεξάνδρεια; Τι θα έφερνε από εκείνη την εποχή στο σήμερα; Πρέπει το θέατρο να έχει πολιτικό σχόλιο, κατά τη γνώμη του; Όλα όσα μου είπε ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας ένα πρωινό Παρασκευής.
Γεννήθηκες στη Φλώρινα. Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια και πώς η υποκριτική μπήκε στη ζωή σου;
Γεννήθηκα στη Φλώρινα και έμεινα εκεί μέχρι τα 18 μου. Με μεγάλωσε η γιαγιά, γιατί οι γονείς μου δούλευαν πολύ. Είχα ωραία και ανέμελα παιδικά χρόνια, ξέρεις, παιχνίδι, χτυπήματα, γενικά πολλές πληγές στα πόδια. Στα 18, λοιπόν, έφυγα για Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω Οικονομικά, τα οποία δεν τελείωσα ποτέ. Στα 20, η μητέρα μου μού είπε “δε πας σε ένα εργαστήρι υποκριτικής που έχει εκεί, του Ανδρέα Βουτσινά;”. Πήγα για ένα χρόνο και στη συνέχεια μπήκα σε μια ομάδα που λέγεται “Εν Δυνάμει”, μια ομάδα νέων με ειδικές ικανότητες - ήταν παιδιά μέσα με σύνδρομο Down, με αυτισμό, τα οποία έπαιζαν κανονικά στο θέατρο. Όπως για παράδειγμα η Λωξάνδρα, με σύνδρομο Down, που παίζει στο Εθνικό, αλλά και σε άλλες σκηνές.
Γιατί η μητέρα σου σε παρακίνησε για την υποκριτική; Τι είχε δει σε σένα;
Έκανα πολλές μιμήσεις. Είμαι πολύ καλός βασικά. Παρατηρώ πολύ τους ανθρώπους και ακόμα και σε μικρό διάστημα, μπορώ να τους κάνω. Έχω μια έφεση ως προς αυτό.
Η καλύτερη σου μίμηση ποια είναι;
Τότε ήξερα απέξω πολύ καλά τα καρτούν που έβλεπα. 101 σκυλιά της Δαλματίας, Αριστόγατες, Πεντάμορφη και το Τέρας και Ηρακλής, που πέρα από τον μύθο είναι και το αγαπημένο μου σε μεταγλώττιση. Ακόμα και τώρα, όταν τα βλέπω, τα λέω.
Το πρώτο σου έργο λοιπόν ήταν στη Θεσσαλονίκη. Το κλικ στην υποκριτική πότε ακριβώς έγινε;
Θεσσαλονίκη, ναι. Ήταν ένα μονόπρακτο του Τενεσί Ουίλιαμς και λεγόταν “Προς Κατεδάφιση”. Ήμουν μαζί με ένα άλλο κορίτσι. Καταλαβαίνεις, το ότι να παίζεις πρώτη φορά, να υποκλίνεσαι και να χειροκροτείσαι, μπορεί να ακούγεται πολύ ψωνίστικο, αλλά δεν είναι. Είναι ένα πολύ ωραίο συναίσθημα, που σε κολλάει. Το κλικ έγινε λοιπόν σε αυτή την ομάδα. Τότε μαζευόμασταν σε αυτή την ομάδα από wanna be ηθοποιούς μέχρι μάγειρες. Ήμασταν σαν μία κολεκτίβα ανθρώπων που είτε εσύ μαγείρευες είτε εγώ κούρευα το γκαζόν ή οτιδήποτε, παίζαμε όλοι σε μια παράσταση. Οπότε εκεί είπα ότι αυτό θέλω να κάνω.
Μετά διάβασα και ένα βιβλίο του Γιόσι Όιντα, που λέγεται ο “Αόρατος Ηθοποιός”, και εξηγούσε το πώς ως ηθοποιός του Πήτερ Μπρουκ, μαζεύει ανθρώπους από όλο τον κόσμο, με διαφορετικές κουλτούρες και στοιχεία ο καθένας, τους ενώνει και κάνει παράσταση μαζί τους. Έχω ένα τέτοιο όνειρο κι εγώ, κάποια στιγμή δηλαδή να μπορέσω να ταξιδεύω στον κόσμο και να συμμετέχω σε ομάδες που να δίνω από τον δικό μου τόπο σε έναν άλλον και αντίστοιχα οι άλλοι σε εμένα. Να μπορούμε κάπως να συνδιαλεγόμαστε πάνω στη σκηνή.
Αυτό το κάνεις, εν μέρει, και τώρα με τον ρόλο σου στην Αλεξάνδρεια.
Ναι, σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Και στην Αλεξάνδρεια μαθαίναμε και τα Αιγυπτιακά, επειδή ζούσαν τότε πολλές ομάδες ανθρώπων μαζί, και Άραβες και Γάλλοι και Έλληνες και Βρετανοί, οπότε πάω με αυτό το στοίχημα: ότι οι άνθρωποι μπορεί να συνυπάρξουν οπουδήποτε. Δε λέω να μην υπάρχουν σύνορα, ας υπάρχουν, αλλά να μην επιβάλλουμε το δικό μας θέλω σε άλλους ανθρώπους και τόπους.
Πότε ήρθες στην Αθήνα;
Ήρθα το 2013 με μία βαλίτσα στο χέρι. Πέρασα στη σχολή του Εθνικού, που αυτό σήμαινε πως Δευτέρα πρωί βγήκαν τα αποτελέσματα και Τετάρτη πρωί είχα μάθημα στη σχολή. Δευτέρα βράδυ λοιπόν, παίρνω μια βαλίτσα, όπως ακριβώς σου το λέω, και κατεβαίνω στην Αθήνα. Πέντε το πρωί φτάνω στην Ομόνοια και εκεί μου κάνει εξακρίβωση στοιχείων ένα περιπολικό. Με ρώτησαν γιατί είχα έρθει Αθήνα, τους απάντησα και μου ζήτησαν ταυτότητα. Βλέπει ο αστυνομικός ότι είμαι από τη Φλώρινα και μου λέει “έλα ρε, ήρθες γι’ αυτό στην Αθήνα; Μπες μέσα”. Δεν είχα ιδέα που με πήγαινε μέχρι που φτάσαμε σε ένα ξενοδοχείο στο Μεταξουργείο, δίπλα από το θέατρο Βέμπο. Ο αστυνομικός ήρθε μαζί μου μέσα και είπε στον ιδιοκτήτη που ήταν από ένα μέρος της Κοζάνης, κοντά στη Φλώρινα “πρόσεξε το παιδί, θέλει να μείνει δύο μέρες μέχρι να βρει τι θα κάνει. Να το φροντίσεις”. Ε, και ο ιδιοκτήτης μου άφησε το δωμάτιο 20 ευρώ το βράδυ. Αυτά είναι τα καλά της αστυνομίας και πρέπει να τα λέμε.
Η μετάβαση από Θεσσαλονίκη Αθήνα πώς σου φάνηκε;
Θυμάμαι να λέω στην μάνα μου την πρώτη φορά “τι κάνουμε; που πάω;” και μου απάντησε “πήγαινε, εγώ σε στηρίζω”. Τους το δίνω, βέβαια, που ενώ είχα δικό μου σπίτι στη Θεσσαλονίκη, μου είπαν να έρθω εδώ να νοικιάσω και να ξεκινήσω από την αρχή. Τότε, έτυχε και κάτι πολύ ωραίο συγκυριακά. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, οπότε πήρα ένα επίδομα από το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, το οποίο το έδωσα στη μάνα μου για να πληρώνει. Οπότε κάπως έτσι βγήκε η σχολή. Θα έβγαινε και με άλλο τρόπο, αλλά νομίζω ότι ήθελα να κάνω κι εγώ ένα δώρο στους γονείς μου, όπως έκαναν κι αυτοί σε μένα, να μου πληρώνουν όλα τα έξοδα μου εδώ.
Όταν διάβασες τον ρόλο σου στην Αλεξάνδρεια, και γενικά το σενάριο, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκες;
Θα πάω ένα βήμα πίσω και θα σου πω όταν με πήρε ο Φωκάς και μου είπε ότι έχει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν του Αλέξανδρου, αλλά έπρεπε να πείσει τον παραγωγό να τον πάρω εγώ. Τότε είχε την Eurovision, έτρεχε ο άνθρωπος, οπότε εγώ περίμενα 1,5 μήνα με το άγχος. Συνδέθηκα πολύ με τον ρόλο γιατί μου αρέσει πολύ ο Καβάφης. Νομίζω ότι είναι ο ποιητής που τα έχει πει όλα. Σκεφτόμουν ένα ποίημα του και κάπως πιστεύω ότι οι καταστάσεις έρχονται και σε βρίσκουν καμιά φορά, με αυτό που θέλεις να εμπλακείς ή εμπλέκεσαι ήδη τέλος πάντων. Με συγκινεί πολύ ο Καβάφης, αν ζήσεις έναν καλοκαιρινό έρωτα μπορείς εύκολα να συνδεθείς μαζί του.
Ο Καβάφης είναι σαν ένας επιπλέον χαρακτήρας στην Αλεξάνδρεια.
Είναι η αιτία που γράφτηκε το έργο. Δηλαδή, αυτό που λέει στο τελευταίο ποίημα η Άννα Μάσχα, “τα σχέδια της ζωής σου που γίναν όλα πλάνες”, με συγκινεί. Έχουμε βρεθεί όλοι σε αυτή τη φάση που σχεδιάζουμε και ο Θεός γελάει. Ο Τσέχωφ το λέει πολύ καλά, ότι εσύ μπορεί να σχεδιάζεις κάτι, αλλά η ζωή έρχεται και σε προλαβαίνει πάντα.
Στην Αλεξάνδρεια βλέπουμε μια ερωτική ιστορία μεν, αλλά το έργο έχει και πολιτικές διαστάσεις δε. Πόσο ταυτίζεσαι με τον Αλέξανδρο; Θεωρείς ότι ο έρωτας είναι μια μορφή αντίστασης σε έναν κόσμο που καταρρέει;
Θα αναφέρω μία φράση που λέω εγώ στο έργο ως Αλέξανδρος, ότι μέσα σε όλον αυτόν τον πλούτο, όλα αυτά τα αρχαία αγάλματα, αυτούς τους ναούς, αυτές τις πλάκες, βρίσκω λόγο μέσω του έρωτα και μέσω της δημιουργικής πράξης να αντισταθούμε σε όλο αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Αν μπορούμε μέσα από αυτά τα ερείπια να φυτρώσει ένα λουλούδι, είναι κέρδος.
Ο Αλέξανδρος κυνήγησε τον έρωτά του, εσύ ταυτίζεσαι σε αυτό;
Εγώ πιστεύω ότι ο έρωτας μπορεί να νικήσει τα πάντα, ακόμα και τον πόλεμο. Και μέσα από αγαπημένες ταινίες που έχω δει, είτε αυτό λέγεται έρωτας είτε αυτό λέγεται δημιουργία όσον αφορά τη μουσική. Σαν παράδειγμα έχω τον Πιανίστα στο κεφάλι μου - σε όλα αυτά ερείπια της Βαρσοβίας και της Πολωνίας, υπάρχει ένας άνθρωπος που παίζει Σοπέν σε έναν Γερμανό Συνταγματάρχη και αυτό τον συγκινεί. Τον κρύβει, του δίνει να φάει. Αλήθεια με συγκινεί αυτό που λέω τώρα, γιατί είναι τέλειο.
Η Αλεξάνδρεια καθρεφτίζει τη σύγχρονη κοινωνία;
Δεν ξέρω. Η Αλεξάνδρεια για τον καθένα είναι κάτι διαφορετικό και αυτό είναι το point της παράστασης. Δηλαδή, αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που χάνεις. Για μένα μπορεί να είναι ένας έρωτας, μπορεί να είναι η μάνα μου, μπορεί να είναι η παιδική μου ηλικία, όλα.
Τι πιστεύεις ότι έχει αλλάξει από την Αλεξάνδρεια του Μεσοπολέμου μέχρι σήμερα στις ανθρώπινες σχέσεις;
Τίποτα. Ίσα ίσα τότε οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν καλύτερες, πιο αθώες. Ο άλλος θυσίαζε τον κόσμο του για έναν έρωτα. Τώρα βλέπω ότι υπάρχει συμφέρον. Εγώ ας πούμε είμαι έτοιμος να τα παρατήσω όλα για έναν έρωτα και να πάω αλλού. Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις. Είμαι έτοιμος να χάσω, μου αρέσει να θυσιάζω.
Στο σενάριο, παρότι ο πυρήνας του έργου είναι η ερωτική ιστορία, πόσο σημαντικό είναι για σένα, αλλά και για τον κόσμο, ότι υπάρχει αυτή η πολιτική ματιά;
Είναι πολύ σημαντικό, αρχικά, το ότι συμβαίνει σε ένα “εμπορικό” θέατρο. Το αναφέρω έτσι γιατί είναι τεράστιο, πρέπει να κόψει εισιτήρια για να βγει όλη αυτή η παραγωγή. Εμένα μου αρέσει πολύ γιατί τώρα, μέσα από την ενασχόληση με την Αλεξάνδρεια, έμαθα από που ξεκινά όλο αυτό με την Παλαιστίνη. Που μας αφορά όλους. Μπορεί να ξεκίνησε από τρομοκρατικά χτυπήματα εκατέρωθεν, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Τώρα πρόκειται για μια γενοκτονία πραγματική, δεν μπορώ να ζω σε έναν κόσμο που απλά πεθαίνουν παιδιά και να πω ‘οκ πάμε παρακάτω’. Στην Ελλάδα ζω, αλλά δεν πρέπει να γίνει πόλεμος εδώ για να με νοιάξει. Με νοιάζει και τι γίνεται δίπλα μου.
Επίσης, έμαθα ότι από τότε μέχρι και τώρα, πίσω από όλο αυτό εμπλέκονται Βρετανοί. Εμείς βλέπουμε μια Αμερική, μία Κίνα, μία Ιαπωνία, μία Ρωσία και λέμε πως αυτές είναι οι μεγάλες δυνάμεις. Αυτές φταίνε για όλα. Και βλέπουμε μία Βρετανία που δεν την ακουμπά κανένας, είναι κάπως ο αφανής ήρωας ας πούμε. Και βλέπεις ιστορικά πως πίσω από όλα, είναι αυτή και δεν ξέρω και για ποιο λόγο. Μαθαίνουμε πάντως κάποια πράγματα και προσπαθούμε να πάμε με αυτά και να βοηθήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε την κατάσταση.
Συμφωνείς λοιπόν πως το θέατρο πρέπει να έχει πολιτικό σχόλιο;
Εκατό τοις εκατό. Κοίτα, το θέατρο δεν θα σου δώσει λύση. Αλλά θα σου δώσει κάποια ισχυρά ερωτήματα για να πας στο σπίτι σου και να πεις “τι κάνω εγώ με αυτό”. Θα σου δώσει ένα ερέθισμα για να προβληματιστείς, να ψάξεις.
Ο κόσμος που έρχεται πιστεύεις ότι παίρνει αυτό το ερέθισμα;
Μερικοί ναι, μερικοί όχι, όπως γίνεται και στη ζωή. Θα σου πει κάποιος “ναι, τώρα θυμηθήκαμε την Παλαιστίνη, τώρα θυμηθήκαμε την Κύπρο”. Όχι, δεν την θυμηθήκαμε τώρα. Εμείς θέλουμε κάθε λαός να είναι ελεύθερος. Χωρίς να καταπατά όμως τα δικαιώματα του άλλου. Να είναι ελεύθερος, να ζει ελεύθερος. Μπορεί να γίνει αυτό; Εμένα μου αρέσει που παίρνω θέση μέσω της παράστασης για την Παλαιστίνη. Μου δίνει κίνητρο.
Ο κόσμος, προς το τέλος, παρατήρησα ότι ήταν πολύ συγκινημένος. Φτάνοντας στο σημείο της υπόκλισης, ποιο συναίσθημα κυριαρχεί εκείνη την ώρα για εσάς;
Εμένα, επειδή γυρνάμε και κοιτάμε το βίντεο πίσω, με όλα αυτά τα μικρά παιδάκια που ζούσαν εκεί και είναι μαζί, μου δημιουργεί μια νοσταλγία. Δεν λέω πάμε να πάρουμε την Πόλη ή την Αλεξάνδρεια ή την κάθε Αλεξάνδρεια. Απλά ένας άνθρωπος που γεννήθηκε εκεί, είναι λυπηρό να χάνει τη δική του πατρίδα. Που εντάξει πέρασε αυτή η ιστορία, όπως και με άλλα εδάφη. Απλά πορευόμαστε με αυτό. Να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, να μην χρειαστεί να ξεριζωθεί κανένας άνθρωπος από τον τόπο του.
Εσύ θα έδινες άλλο τέλος από αυτό που βλέπουμε;
Θα ήθελα ο Αλέξανδρος να ξαναβρεί τον έρωτά του. Είχες δει την Γκόλφω που είχε κάνει ο Νίκος Καραθάνος κάποια στιγμή στο Εθνικό; Η παράσταση ξεκινούσε με την Γκόλφω και τον Τάσο σε τρίτη ηλικία, που έπαιζε ο Γιάννης Βογιατζής και η Αλίκη Αλεξανδράκη. Ουσιαστικά βρίσκονταν μετά από τόσο καιρό δίνανε ένα φιλί και η Αλίκη Αλεξανδράκη έβγαζε το παλτό της και του το φορούσε. Δεν ξέρω, με συγκινούν πολύ αυτά. Θα ήθελα ένα τέτοιο τέλος, να δω ότι μετά από τόσα χρόνια, τελικά αυτό που μένει, είναι η φροντίδα.
Αν μπορούσες να φέρεις κάτι από εκείνη την εποχή, τι θα έφερνες;
Θα έφερνα το ρίσκο που είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Το ρίσκο χωρίς γυρισμό. Δεν ξέρω πού πάω, δεν ξέρω τί γίνεται, αλλά ρισκάρω. Και τα δίνω όλα για όλα σε κάτι.
Τι σημαίνει για σένα επιτυχία στην τέχνη;
Να μπορώ να παίρνω θέση στα πράγματα, όταν μου δίνεται βήμα. Να έχω λόγο σε αυτό που συμβαίνει. Αν μπορώ από τα 500 άτομα που θα έρθουν, να αλλάξω το ένα, αυτό θα είναι κέρδος.
Άρα αυτός είναι και ένας παράγοντας για το πώς επιλέγεις τους ρόλους σου;
Όχι απαραίτητα. Γιατί είναι και ωραίο να σου έρθει ένας κόντρα ρόλος και να μπεις στη διαδικασία να εισχωρήσεις στα βάθη του.
Έχοντας μεγαλώσει στα 90s και μιλώντας πριν για νοσταλγία, πόσο σου λείπει αυτή η εποχή; Γιατί πολλοί από εμάς τη νοσταλγούμε.
Εγώ και μόνο που βλέπω παιδάκια μικρά, που είναι με ένα κινητό στο χέρι και δεν πάνε να χτυπήσουν τα γόνατά τους, και έχουν δύο γονείς να λένε συνεχώς “μη”, απογοητεύομαι. Και γι’ αυτό τώρα στα 35 μου, το θέμα παιδί είναι πολύ μακριά μου.
Η δική μας γενιά πιστεύεις ότι μπορεί να αλλάξει κάτι ή πλέον ελπίζουμε στους επόμενους;
Όχι, εγώ τουλάχιστον και 60 χρονών να πάω, θα αγωνίζομαι γι’αυτό που θέλω και για τους επόμενους. Έχω ανίψια τα οποία θέλω να ζήσουν καλά και θα παλέψω γι’αυτό.
Πάμε στην τηλεόραση. Είσαι στην Ηλέκτρα, τρίτος χρόνος πλέον. Πες μου για την εμπειρία σου στη σειρά.
Είναι η πρώτη μου σειρά και ξεκίνησε πολύ περίεργα. Ένα καλοκαίρι με πήρε τηλέφωνο η Μιράντα Ρωσταντή, η casting director της σειράς και μου είπε “Ηλέκτρα, 150 επεισόδια, είσαι;”. Είμαι. Δεν κατάλαβα πώς έγινε και πώς ξεκίνησε και η Ηλέκτρα έφτασε να είναι πια 500 επεισόδια. Αισθάνομαι πολύ ωραία, είναι άλλο πράγμα από το θέατρο. Οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί και γρήγοροι. Δεν προλαβαίνεις καν να πεις ότι θες να δώσεις βάθος κάπου. Είναι 3,2,1 λήψη. Όπως και οι ταινίες, που δεν έχω κάνει και θα ήθελα πολύ να κάνω σινεμά.
Έχω δει ότι ασχολείσαι και με την μουσική. Πώς προέκυψε αυτό;
Στα 18 είχαμε ένα σχήμα με τον φίλο μου τον Αλέξανδρο, που είναι επαγγελματίας μουσικός. Τώρα έχει βγάλει τρεις δίσκους. Ξεκινήσαμε με μία μπάντα, παίζοντας έντεχνα σε μπαράκια της Θεσσαλονίκης. Έχουμε ανοίξει τον Θανάση Παπακωνσταντίνου σε δύο συναυλίες, έχουμε παίξει με Μπάμπη Στόκα, Νίκο Ζιώγαλα, Λεωνίδα Μπαλάφα και πολλούς ακόμη. Με τον Λεωνίδα έχουμε και ένα τραγούδι που λέγεται “Αρκεί να θες”. Το έγραψε μαζί με τον Αλέξανδρο και απλά το τραγουδήσαμε παρέα.
Όταν μπήκα στη σχολή, το παράτησα για τρία χρόνια γιατί δεν προλάβαινα να ασχοληθώ λόγω ωραρίων. Τώρα ξεκίνησα πάλι να τραγουδάω. Επέστρεψα εκεί από όπου είχα ξεκινήσει, με παλιά λαϊκά τραγούδια που τα ακούγαμε στο σπίτι μου. Κάπως συνδέομαι μαζί τους και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει.
Προσπαθώ επίσης να γράψω, γιατί νομίζω ότι το λαϊκό τραγούδι λείπει. Έχω να ακούσω ένα καλό από τα τελευταία του Κραουνάκη που τραγούδησαν η Τσανακλίδου και ο Μακεδόνας ή κάποια πρόσφατα του Νταλάρα και του Μάλαμα, που πάει λίγο προς το λαϊκό. Προσπαθώ να ασχοληθώ με αυτό, να δω αν μπορώ να το κάνω. Είναι δύσκολο, αλλά το παλεύω.