Μια τρυφερή εξομολόγηση του δημοσιογράφου Κοσμά Βίδου, για την ομοιότητά του με τον πατέρα του.
Ήξερα ότι του έμοιαζα, όπως ένα παιδί μοιάζει συνήθως του γονιού του. Ο σωματότυπός μου, οι γωνίες του προσώπου, το χρώμα των ματιών και των μαλλιών μου παρέπεμπαν σε εκείνον από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ήταν κάτι που με ενοχλούσε, ο πατέρας μου ήταν ένας αρκετά ευπαρουσίαστος και χαριτωμένος άνθρωπος. Με διασκέδαζαν εξάλλου κάτι τυχαίες συναντήσεις στο δρόμο με συγγενείς που είχαν να με δουν χρόνια ή που δεν με είχαν δει ποτέ και οι οποίοι καταλάβαιναν αμέσως ποιος είμαι επειδή γνώριζαν εκείνον: «Ο γιος του Νίκου, ε; Ολόιδιοι είστε». Τα χρόνια πέρασαν και άρχισα να παρατηρώ ότι στο μεγάλωμά μου η ομοιότητα μαζί του άρχισε να γίνεται ακόμα πιο έντονη. Μόνο που τώρα αφορά και τη φθορά, και αυτό δεν είναι πάντα ευχάριστο: ο τρόπος με τον οποίο ασπρίζουν (και πέφτουν) τα μαλλιά μου, οι ρυτίδες που φυτρώνουν γύρω από τα μάτια μου, η (αυτό και αν με εκνευρίζει) τάση του σώματός μου να «ανοίξει» στην περιοχή γύρω από τη μέση, οι (πολυμίσητες) τριχίτσες που φυτρώνουν όλο και πιο πυκνές μέσα στα αυτιά μου. Ο πατέρας δεν είναι πια εδώ. «Έφυγε», με την ταλαιπωρημένη εικόνα από τις τελευταίες και εξαιρετικά δύσκολες, μέρες της ζωής του να μου προκαλεί φόβο, καθώς έβλεπα σε αυτήν τον ίδιο μου τον εαυτό όταν θα έφτανα στην ηλικία του. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε. Η μορφή του έχει θολώσει, η τρυφερότητα όμως όταν τον σκέφτομαι παραμένει ίδια. Επανέρχεται σχεδόν κάθε πρωί, οπότε κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη του μπάνιου μου. Το είδωλό μου, δηλαδή… εκείνον. Ρίχνω στο πρόσωπό μου παγωμένο νερό για να διώξω τη νωχέλεια του ύπνου και πριν το σκουπίσω παρατηρώ τις σταγόνες που τρέχουν από το κούτελό μου, σκαλώνουν στις βλεφαρίδες μου, πέφτουν στα μάγουλα και στο πηγούνι. Έτσι, βρεμένο τον θυμάμαι να κινείται στο κατάστρωμα του πλοίου _ ήταν ναυτικός _ ή να επιστρέφει από τη θάλασσα _ το ψάρεμα με την επαγγελματικών διαστάσεων βάρκα του ήταν το απόλυτο πάθος του. Εκείνες λοιπόν τις στιγμές που τον ξαναβρίσκω στον καθρέφτη νιώθω ανακούφιση που δεν είχα θέματα μαζί του, όπως έχουν τόσοι γιοι με τους πατέρες τους, και που μπορώ πάντα να τον νοσταλγώ και να μην εκνευρίζομαι, να μην θυμώνω, να μην στενοχωριέμαι. Μόνο γλυκά να θλίβομαι που απουσιάζει αλλά και που «μπαμπά, γερνάω» (για να παραφράσω τους Κραουνάκη/Νικολακοπούλου). Κρυφά να χαίρομαι, την ίδια στιγμή, που «του κόσμου το κριτήριο /πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες» όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στο χαρακτήρα. Αν και εγώ νομίζω ότι θέλω πολλή δουλειά για τον φτάσω. Το παλεύω, μπαμπά, ελπίζω να προφτάσω…