Αφού είδα το βίντεο της Brittany Maynard έμεινα για αρκετή ώρα μουδιασμένη και σιωπηλή. Η ρήση «καταλαβαίνω» ή «μπορώ να μπω στη θέση σου» απέχει χιλιόμετρα από μια ειλικρινή προσέγγιση που θα μπορούσα να έχω στο ζήτημα της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, μιας κι αυτό είναι το θέμα που με καθήλωσε ώρα να κοιτάω το κενό και να σκέφτομαι εάν αυτή η γυναίκα βρίσκεται στη σωστή ή στη λάθος ζώνη του λυκόφωτος.
Η Brittany Maynard έχει δύο μπουκαλάκια μέσα στο πορτοφόλι της. Περιέχουν χάπια που θα την σκοτώσουν, όταν εκείνη το αποφασίσει. Είναι εκεί και την περιμένουν ως την 1η του Νοέμβρη. Η Brittany είναι 29 χρονών και έπασχε από φρικτούς πονοκεφάλους τον τελευταίο καιρό. Αφού επισκέφθηκε το γιατρό της, διαπιστώθηκε πως έπασχε από καρκίνο στον εγκέφαλο. Της είπαν πως έχει πέντε με δέκα χρόνια ζωής. Άμεσα τα μαντάτα έγιναν ακόμη πιο ζοφερά. Αν και είχε μόλις χειρουργηθεί, ο όγκος μετατράπηκε σε πολύμορφο γλοιοβλάστωμα δλδ στην πιο επιθετική μορφή εγκεφαλικού καρκίνου. Ο χρόνος που της απέμενε ήταν έξι μήνες. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να αφαιρέσει η ίδια τη ζωή της κι όχι ο καρκίνος μέσω της δυνατότητας που δίνεται σε ασθενείς με ανίατες αρρώστιες, της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Μετακόμισε μαζί με την οικογένεια της στο Oregon αφού είναι μια από τις πέντε πολιτείες που επιτρέπεται κάτι τέτοιο.
Η ίδια διαφωνεί με τον όρο «αυτοκτονία». Δεν υπάρχει ούτε ένα κύτταρό της που να θέλει να πεθάνει. Εύχεται να μπορούσε να θεραπευτεί, μα αφού δεν γίνεται, επιλέγει να πεθάνει με έναν τρόπο ανώδυνο, ήρεμο και αξιοπρεπή, όπως λέει η ίδια. Μάλιστα επιλέγει ως ημέρα αποχώρησης την 1η Νοεμβρίου κι αυτό γιατί 30 Οκτωβρίου είναι τα γενέθλια του συζύγου της, τα οποία θέλει να περάσουν μαζί. «Θα πεθάνω πάνω, στην κρεβατοκάμαρά μου» λέει αποφασισμένη και γαλήνια «με όλους τους αγαπημένους μου και ακούγοντας την αγαπημένη μου μουσική».
Η Brittany δεν το βάζει κάτω, κάνει ταξίδια κι επόμενος στόχος είναι το Grand Canyon
Γεννιούνται πολλά ερωτήματα γύρω από αυτή την απόφαση κι ένα δίπολο που έχει τις εξής άκρες: είναι απόφαση και δικαίωμα του καθενός ο θάνατός του, μιλώντας για περιπτώσεις ανίατων ασθενών; Ο ρόλος του γιατρού ποιός είναι, αν σκεφτεί κανείς πως ο όρκος του Ιπποκράτη επιτάσσει ρητά τα ακόλουθα: «Θα χρησιμοποιώ τη θεραπεία για να βοηθήσω τους ασθενείς κατά τη δύναμη και την κρίση μου, αλλά ποτέ για να βλάψω ή να αδικήσω. Δεν θα δώσω θανατηφόρο φάρμακο σε κάποιον που θα μου το ζητήσει, ούτε θα του κάνω μια τέτοια υπόδειξη». Θεολογικής φύσεως πεποιθήσεις μπορούν επίσης να δώσουν κατακριτέα χροιά σε μια τέτοια απόφαση, όσο συνειδητή και να είναι.
Από την άλλη, κάποιος με σώας τας φρένας που βλέπει έναν θάνατο επώδυνο ή μια αβάσταχτη ζωή να έρχεται καταπάνω του μετωπικά, έχει ή όχι το δικαίωμα να ορίσει το σώμα και τη μοίρα του; Είναι ο πόνος μια καταδίκη που σαν τον Σίσυφο πρέπει να αποδεχτούμε; Έχουν λόγο οι συγγενείς και οι οικείοι μας σε μια τέτοια απόφαση;
Όλα τίθενται ως ερωτήματα κι αυτό γιατί απλά μιλάμε για απόφαση ζωής και θανάτου. Καθόλου απλά μάλλον…