Yayoi Kusama: Η καλλιτέχνιδα «φαινόμενο» που βρήκε νόημα στη θεραπευτική δύναμη της τέχνης
21 Απριλίου 2019
Γλύπτρια, ζωγράφος, ακτιβίστρια, και συγγραφέας είναι μόνο μερικές από της ασχολίες της Yayoi Kusama, της γυναίκας που μετέτρεψε την ψυχική της διαταραχή σε τέχνη. Τα έργα της κατατάσσονται στην pop art και το μινιμαλισμό και η ίδια είναι η πιο δημοφιλής εν ζωή δημιουργός.
H Kusama γεννήθηκε στο Matsumoto της Ιαπωνίας, το 1929, από μια πολύ συντηρητική αλλά και εύπορη οικογένεια. Όπως ισχυρίζεται η ίδια οι γονείς της ήταν πραγματικός πόνος για εκείνη. Έχει κακοποιηθεί πολλές φορές από τη μητέρα της, η οποία τη χτυπούσε, της έσκιζε τα έργα της, την έβαζε να κατασκοπεύει τον πατέρα της στις συναντήσεις του με διάφορες ερωμένες κ.α. Εκείνος με τη σειρά του έλειπε συνεχώς, ήταν κάτω απ’ την οικονομική επιρροή της συζύγου του και συνεπώς αδύναμος ως πατρική φιγούρα. Η αδερφή της ντρεπόταν για την ύπαρξή της ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός της ήταν αντίθετος με την τάση της να ζωγραφίζει.
Η Yayoi Kusama στην ηλικία των 10 ετών βίωσε για πρώτη φορά ψευδαισθήσεις, που τις περιέγραψε ως έντονες λάμψεις και πεδία που κατακλύζονταν από κουκίδες. Μάλιστα θυμάται πως δίπλα από το σπίτι της κυλούσε ένα ποτάμι και ότι τα λουλούδια της μιλούσαν.
Πριν πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες η Kusama σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών του Κιότο, όπου και αποφάσισε να αφήσει τη γιαπωνέζικη ζωγραφική πίσω της και να ακολουθήσει τα αμερικανο-ευρωπαϊκά ρεύματα. Στη δεύτερη έκθεσή της, λοιπόν, τράβηξε το ενδιαφέρον του Nishimaru Shihô, ενός καθηγητή ψυχολογίας, ο οποίος ειδικευόταν στη νευροανατομική μελέτη διαπρεπών ανθρώπων και καλλιτεχνών. Ο Nishimaru, όπως λέγεται, γνωμάτευσε στη Kusama σημάδια σχιζοφρένειας και της είπε επί τόπου πως πάσχει από Ηallucinatory Cenesthopathy, αρκετά σπάνιος ιατρικός όρος που απευθύνεται σε ανθρώπους που αισθάνονται άρρωστοι, όμως το συναίσθημα αυτό δεν μπορεί να εντοπιστεί σε κάποια περιοχή του σώματος.
Η Kusama έμεινε αρκετά χρόνια στη Νέα Υόρκη, όπου φρόντισε να γίνει αισθητή η παρουσία της στον κόσμο της τέχνης. Γίνεται κεντρικό πρόσωπο της νεοϋορκέζικης αβανγκάρντ και το έργο της παρουσιάζεται παράλληλα με αυτό καλλιτεχνών όπως ο Donald Judd, ο Claes Oldenburg και ο Andy Warhol. Τα έργα και οι δράσεις της ήταν φανερά επηρεασμένα από την απέχθεια της για το σεξ, για την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, όπως και οι πεποιθήσεις της εναντίον του πολέμου. Όσο και να περνούσαν τα χρόνια, τα γεγονότα που την σημάδεψαν από την παιδική της ηλικία, ήταν πάντα γύρω της. Πολύ συχνά οι δράσεις περιλαμβάνουν γυμνό σε δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα οι κριτικοί να την κατηγορούν ότι ο μοναδικός της σκοπός είναι η αυτοπροβολή.
Τη δεκαετία του '70 επιστρέφει στην Ιαπωνία και αποφασίζει εισαχθεί σε κλινική για ασθενείς με ψυχικές νόσους κοντά στο ατελιέ της, όπου και διαμένει μόνιμα πια, μετά από δική της επιλογή. Οι παραισθήσεις της εξακολουθούν να είναι η πηγή έμπνευσής της και η ίδια τις αποκαλεί "self-obliteration" .
Οι γιγάντιες κολοκύθες, δωμάτια πλημμυρισμένα με πολύχρωμες κουκκίδες και τα πασίγνωστα πλέον Infinity Rooms με τους καθρέφτες, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της έργα, που μπορείτε να συναντήσετε σε διάφορα μέρη του πλανήτη και κατακλύζουν το τα social media. Μάλιστα το Instagram έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο τα τελευταία χρόνια, ώστε η καλλιτέχνης να επανέλθει στο επίκεντρο, με τον κόσμο να περιμένει για ώρες στην ουρά ώστε να αποκτήσει μια selfie μέσα σε ένα από τα δωμάτια με τους καθρέφτες.
Όταν παλαιότερα την είχα ρωτήσει για το ποια είναι τα πλεονεκτήματα του να ζει σε ψυχιατρική κλινική, η ίδια είχε απαντήσει πως τη βοηθάει να δημιουργεί την τέχνη και αυτό της έσωσε τη ζωή.
Σήμερα η Γιαπωνέζα με το χαρακτηριστικό πορτοκαλί καρέ μαλλί είναι 90 ετών και εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά παραγωγική, ενώ ο μεγαλύτερός της φόβος είναι η μοναξιά. «Η τέχνη μου προέρχεται από ψευδαισθήσεις που μπορώ να δω. Μεταφράζω τις ψευδαισθήσεις και τις εμμονικές εικόνες που με πληγώνουν σε γλυπτά και πίνακες ζωγραφικής. Όλα τα έργα μου σε παστέλ είναι προϊόντα της εμμονικής μου νεύρωσης και συνεπώς συνδέονται άρρηκτα με την ασθένειά μου.»