Μαρία Πολυδούρη: Η ποιήτρια που έζησε τον έρωτα φευγαλέα μέσα από τη μορφή του Κώστα Καρυωτάκη
Έλενα Κρητικού
1 Απριλίου 2020
Σαν σήμερα, στις 1 Απριλίου του 1902 γεννιέται το σύμβολο της αγάπης, του μοιραίου έρωτα και της πρόωρα χαμένης ομορφιάς. Ο λόγος για τη ρομαντική Μαρία Πολυδούρη που είχε πλέξει περίτεχνα τον έρωτα και τον θάνατο στην ποίησή της ίσως, μέσα από τον ατέρμονο πόθο της για τον Κώστα Καρυωτάκη.
Ανήκοντας στη γενιά του 1920, η Πολυδούρη καλλιέργησε έντονα το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής ενώ η ίδια άφησε την τελευταία της πνοή στα 28 της έτη, σαν ένα κακό ψέμα, την 29η Απρίλη του 1930 μετά την πάλη της με τη φυματίωση και τις ενέσεις μορφίνης που που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Καραμάνη.
Με αφορμή την ημέρα που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της, αξίζει να αναφερθώ στην εμπειρία που είχα βιώσει, παρακολουθώντας πριν λίγα χρόνια μια εξαιρετική θεατρική παράσταση για τη ζωή της ποιήτριας του έρωτα. Πάνω σε μια σπαρακτική σκηνή, η Ιωάννα Παπά ως Μαρία Πολυδούρη μάς είχε μεταφέρει μοναδικά στη ζωή της στο τότε σανατόριο Σωτηρία λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Λίγο πριν γίνει αιώνιο σύμβολο της παντοτινής ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα που γνώρισε στο πρόσωπο του Κώστα Καρυωτάκη.
"Οδός Πολυδούρη". Αυτός ήταν ο τίτλος της παράστασης που παρουσίαζε μοναδικά τη ζωή της Μαρίας Πολυδούρη λίγο πριν τον θάνατό της στις 29 Απριλίου του 1930. Η γνωστή κυρίως για τη σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη, ποιήτρια ζωντανεύει μέσα σε ένα ταυτόχρονα ψυχρό και συναισθηματικά πλούσιο σκηνικό, όπου απογυμνώνεται πλήρως μέσα από εκρήξεις θυμού για όσα της έχουν απομείνει αλλά και για όσα την εγκατέλειψαν νωρίς.
Το σύμβολο της αγάπης προκαλούσε ρίγη στο κοινό κατά τη διάρκεια της παράστασης κυρίως μέσω της ερμηνείας της Ιωάννας Παπά η οποία αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι διαθέτει τη μαγική ικανότητα να μεταμορφώνεται με εντυπωσιακή ταχύτητα σε πολλαπλούς ρόλους. Ο εκκωφαντικός θόρυβος της γραφομηχανής, ο σπαρακτικός μονόλογος από την αρχή έως το τέλος της παράστασης, ο σκιαγραφημένος πόνος στο πρόσωπο και η αδήριτη ανάγκη να έρθουν πίσω όσα χάθηκαν μέσω της κραυγής, ήταν ίσως από τις πιο έντονες σκηνές που χαράσσονται, φεύγοντας από την "οδό" που επιστρέφει τους θεατές στο αχανές υποσυνείδητο.
Λίγο πριν πεθάνει και με ψυχοπομπό ένα αντιφυματικό ραδιοφωνικό μήνυμα της εποχής να της μετράει τις ώρες, η Μαρία πολυδούρη ξηλώνει το φόρεμά της μέχρι να μείνει γυμνή ενώ ταυτόχρονα εσωστρέφεται, εξωστρέφεται, χορεύει και τραγουδάει Αττίκ.
Καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης, απευθύνεται με έναν σχεδόν κοριτσίστικο θυμό σε όσους έχουν πλέξει τον "μύθο" της χωρίς τη συγκατάθεσή της. Εναντιώνεται πρωτίστως σε όλους όσοι την ταύτισαν με τον Καρυωτάκη και περιορίστηκαν στη μελοδραματική εκδοχή της ερωτικής της ιστορίας. Τι γνωρίζουμε αλήθεια για τη ζωή της ποιήτριας που μας αποχαιρέτησε μόλις στην ηλικία των 28 χρόνων;
Ήταν "το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα"
Μεγαλωμένη με πρώιμες φεμινιστικές αναζητήσεις, η Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής ήταν σύμφωνα με τον Γιάννη Χονδρογιάννη, "Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σε όλη τη νεοελληνική ποίηση". Το 1920, η Μαρία Πολυδούρη έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής, σε διάστημα 40 ημερών χάνει και τους δύο γονείς της.
Αναφορικά με την ποίηση που μας άφησε πίσω, η Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του Μεσοπολέμου που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο κεντρικοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίηση της. Χαρακτηρίζεται από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιρροές από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη. Όπως είχε πει ο Κώστας Σεργιόπουλος, “Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο.
Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση”.
Ο "μύθος" της, βασισμένος στο ερωτικό της ειδύλλιο με τον Κώστα Καρυωτάκη
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε σύντομα ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα. Το καλοκαίρι του 1922, ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, ασθένεια που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ειδοποίησε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος αρνήθηκε τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνεια του και θεώρησε ότι η ασθένεια του ήταν πρόσχημα του συντρόφου της για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 στη ζωή της πιο ερωτικής ποιήτριας μπήκε ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου με τον οποίο αρραβωνιάστηκε στις αρχές του επόμενου χρόνου. Ωστόσο, η Μαρία δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον Καρυωτάκη. Η συνέχεια απέδειξε ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της, εγκατέλειψε τη Νομική και το 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της, φεύγοντας για το Παρίσι.
Παρόλο που εκεί σπούδασε ραπτική, δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην αγαπημένου της, Κώστα Καρυωτάκη και γνωρίζεται για λίγο με τον Γιάννη Ρίτσο, στον οποίο αφιερώνει το ποίημα Θυσία. Όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα, η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, η ποιήτρια του έρωτα, έφυγε από τη ζωή με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο Σωτηρία, όπως πιστεύεται ένας φίλος της.
Οι δυο νέοι άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μικρή ηλικία. Η κλονισμένη τους υγεία θεωρήθηκε αποτέλεσμα του ανεκπλήρωτου έρωτά τους, κάτι που ωστόσο δεν αποδείχτηκε ποτέ. Μένουν μόνο τα ποιήματά τους για να θυμίζουν τη μεγάλη τους αγάπη. Εκείνος, ένας μελαγχολικός νέος με πολλές ανασφάλειες και χαμηλή αυτοεικόνα. Εκείνη, μια χειραφετημένη νεαρή με φεμινιστικές ιδέες και έναν ιδιαίτερα προκλητικό χαρακτήρα για την εποχή, μια όμορφη κοπέλα με "μαύρα μάτια και εντυπωσιακό κορμί".
Ο συνεσταλμένος Κώστας Καρυωτάκης θεωρούσε ότι κινδύνευε να στιγματιστεί ως ποιητής στα μάτια του κόσμου από την “απελευθερωμένη” κοπέλα η οποία έφτασε σε σημείο να του κάνει ακόμα και πρόταση γάμου. Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν πολύ έντονη, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο ποιητής, αν και όπως φάνηκε από τα ποιήματά του αγαπούσε την Πολυδούρη, αρνήθηκε τελικά τον έρωτά της. Σε εμάς έμειναν μόνο εκείνα τα ποιήματα που θα κρατούν ζωντανή τη μεγάλη τους αγάπη και κυρίως εκείνο το μελαγχολικό αλλά τόσο δυνατό "Μόνο γιατί μ' αγάπησες" που μελωποιήθηκε και ερμηνεύτηκε μοναδικά από την Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Instagram/ empneusifm