
Όποτε ακούω το όνομα της Μελίνας Μερκούρη, θυμάμαι μια λέξη, που χρόνια πριν μου είχε πει για εκείνη ο αείμνηστος πρώην πρόεδρος του Μουσείου της Ακρόπολης, Δημήτρης Παντερμαλής. “Πώς ήταν η Μελίνα από κοντά;” ήταν η ερώτηση κι η απάντησή του, άμεση και μονολεκτική: “Κεραυνός!”. Πράγματι, η -σκέτο- Μελίνα, η Μελίνα του θεάτρου και του κινηματογράφου, η Μελίνα της αντιδικτατορικής δράσης, η Μελίνα του πολιτισμού και των αγώνων για τα γλυπτά του Παρθενώνα, η Μελίνα της Ελλάδας και “τελευταία Ελληνίδα Θεά” όπως τη χαρακτήρισε ο διεθνής Τύπος, στάθηκε ένα μοναδικό “φυσικό φαινόμενο”, ένας “κεραυνός”, γεμάτος λάμψη, φλόγα και ένταση σε κάθε διαφορετική πτυχή της πολυσύνθετης δράσης της.
Ο πρώτος άνθρωπος που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της ήταν ο παππούς της, Σπύρος Μερκούρης, ένας από τους πιο επιτυχημένους και δημοφιλείς Δημάρχους της Αθήνας για περισσότερα από 20 χρόνια. Ήταν ο άνθρωπος που της εμφύσησε την αγάπη για την Ελλάδα, ενώ παράλληλα όπως η ίδια έλεγε “μου έμαθε το παραμύθι της ζωής”.
Η επιθυμία να ασχοληθεί με το θέατρο υπήρχε μέσα της από τα παιδικά της χρόνια, όταν έδινε αυτοσχέδιες παραστάσεις σε ένα καφέ στις Σπέτσες και η μητέρα της την έψαχνε σε όλο το νησί. Έφηβη ακόμα παντρεύεται κρυφά τον Πάνο Χαροκόπο, έχοντας λάβει την υπόσχεση ότι θα την αφήσει ελεύθερη να ασχοληθεί με το θέατρο και δίνει εξετάσεις στο Εθνικό με ένα ποίημα του Καρυωτάκη. Γίνεται δεκτή πανηγυρικά και μετά την αποφοίτηση της το 1944, δοκιμάζεται σε μικρούς ρόλους, πριν αναλάβει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό στο έργο “Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα”. Κι ύστερα έρχεται ο ρόλος της Μπλανς Ντιμπουά στο “Λεωφορείον ο πόθος” με το θέατρο Τέχνης, που σηματοδοτεί την πρώτη μεγάλη επιτυχία της. Ακόμα βέβαια δεν είχαμε δει τίποτα.
Το θέατρο ήταν ένας μεγάλος έρωτας για τη Μελίνα Μερκούρη, ήταν ο τρόπος της να βγαίνει από τον εαυτό της. Κι όπως στην τελευταία της τηλεοπτική συνέντευξη, δήλωσε: “Επειδή εγώ δεν έχω παιδιά, δεν μπορούσα να κάνω παιδιά, τις στιγμές της πρόβας, τις στιγμές που κατάφερνα να γίνω η Μπλανς Ντιμπουά ή ένας άλλος χαρακτήρας, αισθανόμουν ότι γεννάω κάποιο άλλο πρόσωπο και ξεφεύγω από τη Μελίνα Μερκούρη. Γι’ αυτό για μένα, οι πρόβες είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο στο θέατρο”.

Μετά τις πρώτες της θεατρικές επιτυχίες της ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου εμφανίζεται σε διαφορετικές σκηνές της γαλλικής πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα έρχεται σε επαφή με διανοούμενους της εποχής, όπως οι Ζαν Πολ Σαρτρ και Φρανσουάζ Σαγκάν. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1955, για να συνεχίσει τη θεατρική πορεία της και παράλληλα να πρωταγωνιστήσει για πρώτη φορά σε κινηματογραφική ταινία. Ο Μιχάλης Κακογιάννης θέλει να μεταφέρει στο σινεμά το θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια” και στο πρόσωπο της Μελίνας ανακαλύπτει την ιδανική πρωταγωνίστρια. Όχι για όλους -τουλάχιστον τότε.
“O Κακογιάννης πήγε να βρει χρήματα για να κάνουμε τη Στέλλα, όμως κανείς δεν έδινε, γιατί δεν με θέλανε. Βρίσκανε ότι δεν είχα φωτογένεια. Τελικά κάναμε το πρώτο τεστ και ο Κακογιάννης έκανε κάτι πάρα πολύ νόστιμο και πάρα πολύ τολμηρό. Πήρε την κάμερα την έβαλε ψηλά και με έβαλε να γελάω. Γελούσα, λοιπόν, εγώ κι η κάμερα “μπήκε” μέσα σχεδόν στο λαρύγγι μου. Και όλα γέμισαν με αυτό το τρομερά μεγάλο στόμα κι έτσι αρχίσαμε τη Στέλλα. Μαζί με το Μάνο, με πάρα πολύ λίγα χρήματα -μόλις 10.000 δολάρια στοίχισε η ταινία. Κι ύστερα βρεθήκαμε στις Κάννες…”.
Η “Στέλλα” κερδίζει επαίνους στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών, αλλά η Μελίνα δεν παίρνει βραβείο. Συναντά όμως τον άντρα που έμελλε να της αλλάξει τη ζωή. ‘Οπως είχε η ίδια πει: “Η μοιραία στροφή στη ζωή μου στη καριέρα μου στην ψυχή μου είναι ο Ζιλ Ντασέν”. Εκείνος παίρνει βραβείο για το “Ριφιφί”, και “καβαλάει” τα καθίσματα για να τρέξει να τη συναντήσει. Όπως της λέει στην πρώτη τους συνάντηση αργότερα στο Παρίσι “I am hooked” (“είμαι γραπωμένος”).

Η Στέλλα ήταν η πρώτη κινηματογραφική Ελληνίδα που λάτρεψε. Η επόμενη ήταν η Ίλια του “Ποτέ την Κυριακή”, που της χάρισε και το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες. “Αυτός ο χαρακτήρας είναι η Ελλάδα, που όλοι προσπαθούν να βιάσουν, να αποκτήσουν, όμως εκείνη με μια λαϊκή συνείδηση κι ένα πλατύ χαμόγελο τους λέει όχι”.
Αγάπησε επίσης πολύ τη Μαγδαληνή, στον “Χριστό ξανασταυρώνεται” του Ντασέν, τη Φαίδρα και τη συνεργασία με τον Άντονι Πέρκινς. Πρότυπο της στο σινεμά ήταν η Γκρέτα Γκάρμπο, με την οποία συναντήθηκε στις Σπέτσες. Συνολικά πρωταγωνίστησε σε 19 ταινίες σημαντικών δημιουργών όπως οι Βιτόριο Ντε Σίκα (Η Δευτέρα παρουσία), Νόρμαν Τζούισον (Σικάγο-Σικάγο), Καρλ Φόρμαν (Οι Νικητές).
Η διεθνής καριέρα της μετά το “Ποτέ την Κυριακή” και την επιτυχημένη θεατρική μεταφορά του στην Αμερική και στο Μπρόντγουεϊ ως “Ίλια Ντάρλινγκ” (1967), βρισκόταν σε σταθερά ανοδική πορεία. “Τότε είχα προτάσεις απίθανες, θα μπορούσα να γίνω μεγάλη σταρ, όμως έτυχε η Χούντα”.
Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, όταν ο Χατζιδάκις τηλεφωνεί για να ενημερώσει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Μελίνα λέει κλαίγοντας στις κάμερες αμερικανικών media: “Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου”. Στις 12 Ιουλίου, η Χούντα της αφαιρεί την ελληνική ιθαγένεια κι εκείνη απαντά με το ιστορικό: “Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας”.
Τα χρόνια που ακολουθούν, η Μελίνα βγαίνει μπροστά, ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη, συμμετέχει σε διαδηλώσεις, συναυλίες κι άλλες αντιδικτατορικές εκδηλώσεις, δίνει συνεντεύξεις, δεν σταματά να φωνάζει και τραγουδά ενάντια στο καθεστώς των Συνταγματαρχών. Δεν τη σταματούν ούτε οι απαγορεύσεις και η δήμευση της περιουσίας της, ούτε οι επιθέσεις εναντίον της ζωής της. Η είσοδος στην Ελλάδα της επιτρέπεται μόνο για λίγες ώρες τον Ιούλιο του 1972 για την κηδεία της μητέρας της, όμως η αντίστροφη μέτρηση για την επιστροφή έχει ήδη ξεκινήσει. Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, γυρίζει στην Ελλάδα, κάνοντας το σήμα της νίκης.

Η πολιτική της δράση συνεχίζεται τα επόμενα χρόνια, παράλληλα με τη δουλειά της στον κινηματογράφο και στο θέατρο (με παραστάσεις όπως “Η όπερα της πεντάρας” το 1975 και ταινίες όπως η “Κραυγή γυναικών” το 1978, πάντα σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν).
Το 1977 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ κι από το 1981 ορκίζεται Υπουργός Πολιτισμού και παραμένει στη θέση και τα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης του κόμματος.
Ως πολιτικός και μέλος της κυβέρνησης, η Μελίνα χρησιμοποιεί τη διεθνή ακτινοβολία της και τις γνωριμίες της με Ευρωπαίους ηγέτες όπως ο Φρανσουά Μιτεράν, για να αναδείξει και να επιβάλλει την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Γιατί όπως λέει “είναι η κληρονομιά της, η περιουσία της. Αν τον χάσουμε, δεν είμαστε τίποτα”.
Η επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα ήταν το μεγάλο όραμα που έθεσε επίσημα -και με το απαράμιλλο πάθος της- για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού σε διάσκεψη της Unesco το 1982 στο Μεξικό: “Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας”.
Στο πλαίσιο του αγώνα για την επιστροφή των μαρμάρων συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός σύγχρονου Μουσείου, όπου θα μπορούσαν τα γλυπτά να εκτεθούν. Δεν πρόλαβε να δει το έργο ολοκληρωμένο, ούτε βέβαια τα μάρμαρα να επιστρέφουν στη φυσική τους πατρίδα. Όπως όμως είχε πει, “αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ…”.
Η Μελίνα έφυγε σαν σήμερα, στις 6 Μαρτίου 1994, στο νοσοκομείο Μεμόριαλ της Νέας Υόρκης και κηδεύτηκε στις 10 Μαρτίου με τιμές πρωθυπουργού. Στην τελευταία της συνέντευξη στην ΕΡΤ ρωτήθηκε τι φοβάται περισσότερο στη ζωή της κι απάντησε: “Νόμιζα ότι φοβόμουν την αρρώστια. Δεν είναι αυτό. Φοβάμαι να μην με αγαπάνε πια…” Πάνω από τρεις δεκαετίες μετά την απώλεια της τελευταίας Ελληνίδας Θεάς, η Ίλια, η Στέλλα, η Φαίδρα, η Μελίνα της Ελλάδας έχει κάθε λόγο να γελάει πλατιά με ορθάνοιχτο στόμα. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Η φλόγα της παρουσίας της παραμένει ζωντανή κι ασίγαστη.