Παρίσι, 10 Ιανουαρίου του 1971. Η 87χρονη Κοκό Σανέλ, η γυναίκα που επανεφηύρε τον εαυτό της, την ιστορία της και τη γυναικεία μόδα, συνέχιζε να δουλεύει πάνω στην τελευταία συλλογή του οίκου της. Μια μέρα πριν, ήταν στις επάλξεις. Ανέλυε κάθε στάδιο των δημιουργιών της, έλεγχε τα κουμπιά, τα στριφώματα, τα υλικά, κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια. Εκείνη τη μέρα έκανε μια σύντομη βόλτα, πριν αποσυρθεί ξανά στη σουίτα της στο ξενοδοχείο Ριτζ, ξαπλώσει στο κρεβάτι της και πει στη Σελίν την καμαριέρα της, την τελευταία της φράση: “Κοίτα τώρα πώς πεθαίνουν...”.
Οι εργαζόμενοι στον οίκο Chanel απόρησαν με την είδηση του θανάτου της, δηλώνοντας πόσο ακμαία έδειχνε παρά την προχωρημένη ηλικία της. Μίλησαν για το πάθος, με το οποίο μέχρι την τελευταία μέρα δούλευε πάνω στη συλλογή της. Οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν ότι άφησε την τελευταία της πνοή με γαλήνιο και ειρηνικό τρόπο. Πέθανε, όπως έζησε. Με στιλ. Διαμόρφωσε τον προσωπικό της μύθο ξανά από την αρχή -διαγράφοντας τα σκοτάδια της απόλυτης φτώχειας ενός αγροκτήματος στο Σομίρ- μέχρι το τέλος -σε μια σουίτα του ξενοδοχείου Ριτζ με θέα την πλατεία Βαντόμ στο Παρίσι...
Στην πορεία της ζωής της, η Κοκό Σανέλ, δεν άλλαξε μόνο τη γυναικεία μόδα, δίνοντας στις γυναίκες την ευκαιρία να φορούν ταγιέρ, κοστούμια, τουίντ και ζερσεϊ, να εγκαταλείψουν τους κορσέδες, να ανακαλύψουν το μικρό μαύρο φόρεμα και και να τολμήσουν τα κοντά αυστηρά μαλλιά με κατακόκκινο κραγιόν. Η ζωή της δεν την ευχαριστούσε, οπότε την άλλαξε, τη μετέτρεψε σε μυθιστόρημα, που είχε το όνομα, που η ίδια επέλεξε για τον εαυτό της.
Κοκό Σανέλ: Tα μυστικά της επαναστάτριας της μόδας
Παιδικά χρόνια με φτώχεια, απώλεια κι εγκατάλειψη
Η Γκαμπριέλ Κοκό Σανέλ απέφευγε να μιλήσει για την οικογένεια της και για τα παιδικά της χρόνια. Σε συνεντεύξεις της υποστήριζε πως η μητέρα της πέθανε από φυματίωση όταν ήταν έξι χρονών, όμως σύμφωνα με βιογράφους της, η Γκαμπριέλ Σανέλ έζησε στην κοιλάδα του Λίγηρα με την ανύπαντρη μητέρα της μέχρι τα 11, όταν εκείνη πέθανε από τη φτώχεια και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
Ο πατέρας, κατά τις περιγραφές της Σανέλ, ήταν ένας πάμφτωχος 20άρης, που δεν είχε άλλη επιλογή από τα να αφήσει τις κόρες του σε στοργικές θείες του, όμως η αλήθεια είναι ότι τις εγκατέλειψε στο Ομπερζίν, όπου μεγάλωσαν στο αυστηρό ίδρυμα του Μοναστηριού. Εκεί έμαθε να κεντά και να ράβει. Εκεί αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή της και να αφήσει τις σκοτεινές αναμνήσεις, την εγκατάλειψη και τη φτώχεια της μικρής Γκαμπριέλ πίσω της. Όπως η ίδια είχε πει “η ζωή μου δεν με ευχαριστούσε, οπότε δημιούργησα μια νέα ζωή”.
Όταν η μόδα είναι τρόπος ζωής
Το όνομα Κοκό το πήρε από τη σύντομη καριέρα της ως τραγουδίστρια σε καμπαρέ, όπου μεγάλο σουξέ της ήταν το τραγούδι Qui qu’ a vu Coco. Παράλληλα, έραβε. Μεταποιούσε και στόλιζε τα ρούχα της, αντλώντας έμπνευση από κάθε τι που βίωνε. Εμπνευσμένη από τις στολές των μοναχών, δημιούργησε αργότερα τις φημισμένες μονοχρωμίες της, ενώ από τα γεωμετρικά σχήματα στα παράθυρα του μοναστηριού λέγεται ότι εμπνεύστηκε το φημισμένο μεταλλικό λογότυπο του οίκου της.
Για τη Σανέλ, άλλωστε, η μόδα δεν ήταν μόνο ρούχα, κοσμήματα κι αξεσουάρ. “Η μόδα δεν είναι κάτι που υπάρχει μόνο στα φορέματα. Βρίσκεται στον ουρανό, στον δρόμο, έχει να κάνει με ό,τι συμβαίνει, με τις ιδέες, τις συνήθειες, τον τρόπο με τον οποίο ζούμε...”.
Οι εμβληματικές δημιουργίες
Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνουν οι πλέον εμβληματικές δημιουργίες της. Όπως για παράδειγμα το κλασικό τουίντ ταγέρ, που γεννήθηκε από την ανάγκη της να βγάλει τις γυναίκες από τα δεσμά του κορσέ, να τους δώσει ρούχα πολυτελή, κομψά και ταυτόχρονα άνετα. Να τις κάνει να νιώσουν ελεύθερες και χειραφετημένες.
Η Σανέλ έβλεπε πως τα αντρικά ρούχα ήταν πολύ πιο άνετα από τα γυναικεία της εποχής. Θεωρούσε επίσης πως υπάρχει μια μαγεία πίσω από μια γυναίκα που φοράει τα ρούχα του εραστή της, η ίδια το έκανε συχνά ιδίως την περίοδο της σχέσης της με τον 2ο Δούκα του Γουέστμινστερ Χιου Ρίτσαρντ Γκρόσβενορ.
Χρησιμοποίησε ανδρικές λεπτομέρειες σε γυναικεία ρούχα, δημιουργώντας σιλουέτες που είχαν στιλ, θηλυκότητα και άνεση. Οξυδερκής, γεμάτη νεύρο, έφερε την επανάσταση στη γυναικεία μόδα της εποχής, δίνοντας μια νέα έννοια στον πολυτελή μινιμαλισμό.
Εισήγαγε ένα πλήθος καινοτομίες στον κόσμο της μόδας, ανέδειξε ταπεινά για την εποχή υφάσματα, όπως το ζέρσεϊ και το τουίντ, εξύμνησε τη μαρινιέρα, συνδύασε ακριβά κοσμήματα με φο μπιζού, δημιούργησε δίχρωμα παπούτσια, τσάντες κι αρώματα που έγραψαν και συνεχίζουν να γράφουν ιστορία κι έκανε δημοφιλή στις γυναίκες τα παντελόνια. “Έδωσα στις γυναίκες πίσω το σώμα τους, που υπέφερε λόγω των κακών χειρισμών της μόδας” είχε σχολιάσει η ίδια. “Τους έδωσα την αίσθηση της ελευθερίας. Δημιούργησα ρούχα που ικανοποίησαν την ανάγκη τους για κομψότητα και απλότητα”.
Όπως είπε κάποτε γι’ αυτήν ο Ζαν Κοκτώ “ήταν κάτι σαν θαύμα, δούλεψε στον κόσμο της μόδας με κανόνες που είχαν αξία μόνο για τους καλλιτέχνες, τους ζωγράφους και τους ποιητές”.
Ο μεγάλος έρωτας και οι ισχυροί εραστές
Μυθιστορηματική στάθηκε και η ερωτική ζωή της γυναίκας με τα μαργαριτάρια. Μεγάλος έρωτας της ήταν ο Μπόι Καπέλ, με τον οποίο έζησε μια παθιασμένη σχέση εννέα ετών, την εποχή που έκανε τα πρώτα της βήματα στον χώρο της μόδας -θεωρείται και ο χρηματοδότης πίσω από το πρώτο της κατάστημα με καπέλα.
Ο θάνατος του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1919 δημιούργησε ένα μεγάλο κενό, που όπως η ίδια δήλωσε 25 χρόνια μετά, δεν καλύφθηκε ποτέ. Όχι πως δεν υπήρξαν άλλοι άντρες. Από τον δούκα του Γουέστμινστερ μέχρι τον Ρώσο αριστοκράτη Ντμίτρι Πάβλοβιτς και τον Ίγκορ Στραβίνσκι, στην ερωτική της ζωή υπήρξαν πάντα άντρες ισχυροί και πλούσιοι. Όμως η mademoiselle Chanel επέλεξε να μην παντρευτεί ποτέ. Ίσως γιατί κατά μία εκδοχή, εκμυστηρεύτηκε κάποτε σε φίλο της ότι μετά τον Καπέλ, η μόνη χαρά στη ζωή της ήταν η δουλειά της.
Προληπτική, μανιώδης καπνίστρια και Λέων
Το καθημερινό της πρόγραμμα ήταν αυστηρό. Όπως ο στενός της φίλος, Ζαν Κοκτώ είχε πει, “κανείς δεν με πιστεύει όταν λέω πως κοιμάται κάθε βράδυ στις 9 και είναι πάντα έτοιμη στις 7 το πρωί”.
Βαθιά προληπτική, είχε διαρκώς γύρω της γλυπτά από ζώα και θρησκευτικά αντικείμενα που θεωρούσε πως την προστάτευαν από την κακοτυχία. Λάτρευε τις καμέλιες, τα λιοντάρια – σύμβολο του ζωδίου της, τους καθρέφτες και τα κρύσταλλα. Στο λαιμό της φορούσε πάντα πέρλες και μια μεταξωτή κορδέλα, στην άκρη της οποίας κρεμόταν ένα ψαλίδι. Προέκταση του χεριού της ήταν πάντα ένα τσιγάρο.
Αυτή ήταν η Κοκό Σανέλ, αυτή ήταν η εικόνα, που η ίδια δημιούργησε και τροφοδότησε με καινοτομίες, σχόλια και ατάκες που σήμερα γεμίζουν λίστες με αποφθέγματα στο διαδίκτυο. Μια γυναίκα, που επέλεξε να ζήσει σε έναν κόσμο, όπου το μικρό μαύρο φόρεμα συναντά το τουίντ, οι δίχρωμες γόβες μεθυστικά αρώματα και τσάντες και οι γυναίκες φορούν τα ρούχα του εραστή τους με κατακόκκινο κραγιόν. Γιατί μπορούν.