Γκρέις Κέλι: Μύθοι κι αλήθειες για το απόλυτο icon
14 Σεπτεμβρίου 2024
Γκρέις Κέλι, η αληθινή ιστορία μιας χολιγουντιανής ηθοποιού που έγινε πριγκίπισσα και πέθανε σαν σήμερα, 14 Σεπτεμβρίου του 1982.
Καμία σταρ δεν είχε την ομορφιά, τη χάρη και την ακτινοβολία της. Η νεαρή ξανθή από τη Φιλαδέλφεια, που κατέκτησε το Χόλιγουντ κι ένα Όσκαρ μέσα σε μόλις έξι χρόνια και 11 ταινίες, πήρε μυθικές διαστάσεις όταν παντρεύτηκε τον πρίγκιπα σε ένα παραμυθένιο γάμο κι εξελίχθηκε σε παγκόσμιο και διαχρονικό σύμβολο κομψότητας. Όμως ακόμα και η Γκρέις Κέλι, η αιθέρια πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό, ήταν φτιαγμένη από σάρκα και οστά. Όταν στις 13 Σεπτεμβρίου του 1982, το αυτοκίνητο της έπεσε στον γκρεμό σε ένα ελικοειδή δρόμο στο Μονακό, η αιθέρια, “θεϊκή” φύση της δεν θα μπορούσε να τη σώσει. Μια μέρα μετά, ο κόσμος πάγωσε στο άκουσμα του θανάτου της, μόλις στα 52 της.
Ακριβώς 42 χρόνια μετά τον θάνατο της, η Γκρέις Κέλι παραμένει το απόλυτο icon, διατηρεί την επιρροή της στην τέχνη, τη μόδα, την ποπ κουλτούρα, εξακολουθεί να εμπνέει και να σαγηνεύει με τη μυστηριακή, φινετσάτη αύρα της. Όσο κι αν η ίδια επέμενε να δηλώνει “μια κανονική γυναίκα”, ελάχιστα πειστική κατάφερε να γίνει. Το τέλος της ζωής της δεν διέκοψε, αντιθέτως ενίσχυσε το μύθο της, που εξακολουθεί να γοητεύει και να εμπνέει.
Όλα αυτά τα χρόνια, η ιστορία της έχει γίνει θέμα βιβλίων, ταινιών, ντοκιμαντέρ και αμέτρητων δημοσιευμάτων, που άλλοτε αποκαλύπτουν σκάνδαλα για την ερωτική της δραστηριότητα και άλλοτε πλέκουν θεωρίες συνωμοσίας γύρω από τον θάνατό της. Πολλοί οι μύθοι, αν και περιττοί. Γιατί στην ιστορία της Γκρέις Κέλι, η αλήθεια δείχνει πολύ πιο συναρπαστική από κάθε φαντασία…
Συχνά, η Γκρέις Κέλι, παρουσιάζεται ως μια κόρη καλής οικογενείας από τη Φιλαδέλφεια, που μεγάλωσε με χάδια, γλυκόλογα και ύμνους για την ομορφιά της. Έτσι είναι; Όχι ακριβώς.
Η οικογένειά της ήταν πράγματι πλούσια και είχε εξέχουσα θέση στην “καλή κοινωνία” της περιοχής. Ο πατέρας της ήταν τρεις φορές χρυσός Ολυμπιονίκης στην κωπηλασία (ο οποίος είχε δημιουργήσει μια κατασκευαστική εταιρία τζίρου εκατομμυρίων), η μητέρα της πρωταθλήτρια της κολύμβησης, προπονήτρια και μοντέλο, ο ένας θείος σταρ του θεάτρου κι ο άλλος βραβευμένος με Πούλιτζερ, θεατρικός συγγραφέας. Το μότο της οικογένειας ήταν ότι “οι Κέλι δεν χάνουν”. Η μικρή Γκρέις, όμως, δεν τα πολυκατάφερνε.
Σε αντίθεση με τα τρία δραστήρια αδέρφια της, που διακρίνονταν και στο σχολείο και στον αθλητισμό, η Γκρέις Κέλι ήταν ένα ήσυχο κορίτσι με γυαλιά, που απέφευγε τα σπορ και δεν την ενδιέφερε καθόλου ο ανταγωνισμός, παρά μόνο το θέατρο και οι σχολικές παραστάσεις.
Στο στενό περιβάλλον είχε τον χαρακτηρισμό “της αποτυχημένης της οικογένειας”, που επιβεβαιώθηκε στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο του Bennington, όπου απορρίφθηκε λόγω χαμηλών επιδόσεων στα μαθηματικά. Η απόφασή της να ξεκινήσει μαθήματα υποκριτικής στη Νέα Υόρκη δεν βρήκε στήριξη στην οικογένειά της, οπότε αναγκάστηκε να δουλέψει ως μοντέλο σε φωτογραφήσεις και διαφημιστικά.
Η μετέπειτα αλματώδης εξέλιξη της στην πλέον περιζήτητη σταρ δεν φάνηκε να πείθει τον πατέρα της. Αμέσως μετά την απονομή του Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία “The country girl”, ο πατέρας της, Τζακ Κέλι, δήλωσε σε δημοσιογράφο: “Να ξέρετε πως ό,τι κι αν έκανε η Γκρέις, η αδερφή της, η Πέγκι, πάντα το έκανε καλύτερα…”.
Όσο κι αν πολλοί πιστεύουν ότι από την πρώτη στιγμή το Χόλιγουντ υποκλίθηκε στη γοητεία της Γκρέις Κέλι, η αλήθεια είναι πως το παραμύθι της ξεκίνησε με απανωτές απορρίψεις. “Ήμουν στην κατηγορία του “πολύ”. Πολύ ψηλή, πολύ έντονο σαγόνι, πολύ ψηλόλιγνα πόδια” είχε δηλώσει η ίδια. Μισούσε το σαγόνι της, κι έβρισκε πόζες ώστε να το κρύβει μπροστά στην κάμερα. Πίστευε πως την έκανε να δείχνει πεισματάρα, που ήταν.
Για μια πενταετία έκανε οντισιόν και δοκιμαστικά για μικρούς τηλεοπτικούς και κινηματογραφικούς ρόλους κι εισέπραττε απανωτά “όχι”, ενώ παράλληλα έπαιζε σε φτηνά κι αδιάφορα διαφημιστικά μπύρας και τσιγάρων. Κατάφερε να πάρει τελικά ένα ρόλο στην ταινία“Fourteen Hours” (1951) και να παίξει δίπλα στον Γκάρι Κούπερ στο “High Noon” (“Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές”), ένα από τα σπουδαιότερα γουέστερν, όμως η μόνη πρόταση που είχε μετά, ήταν συμβόλαιο εβδομάδας ύψους 250 δολαρίων. Το αρνήθηκε και -όπως η ιστορία έδειξε- καλά έκανε.
Τελικά, την πόρτα στην επιτυχία άνοιξε ένας χαμένος ρόλος για την ταινία “Taxi”. Το δοκιμαστικό της που είχε απορριφθεί, έφτασε στα μάτια του Τζον Φορντ, που την κάλεσε να πρωταγωνιστήσει στην ταινία “Mogambo” στο πλευρό του Κλαρκ Γκέιμπλ και της Άβα Γκάρντνερ. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Υπέγραψε συμβόλαιο με την MGM λίγο πριν αναχωρήσει η πτήση για Κένυα, όπου έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας.
Ο Γκέιμπλ τη λάτρεψε -όχι μόνο συναδελφικά, σύμφωνα με φήμες της εποχής. Μετά την πρεμιέρα της ταινίας, ιδίως τη σκηνή της προδοσίας, στην οποία η παγερά τέλεια καλλονή χάνει για μια στιγμή τον έλεγχο και πυροβολεί τον αγαπημένο της, την είχε λατρέψει όλο το Χόλιγουντ -τιμώντας την με Χρυσή Σφαίρα και υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Από εκεί και πέρα, η Γκρέις Κέλι έγινε η Γκρέις Κέλι - απόλυτη σταρ, η επιτομή της χάρης και της κομψότητας.
Σε αντίθεση, με άλλες σταρ της εποχής, δεν υπήρξε ποτέ σύμβολο του σεξ -περισσότερο φαντασίωση, δεν ταίριαζε με τα πρότυπα των φιναλίστ καλλιστείων και των pin-ups. Όπως το Time Magazine έγραψε “είναι μια σταρ, που ποτέ δεν υπήρξε στάρλετ”.
Στον αντίποδα του έτερου θρύλου της οθόνης, Μέριλιν Μονρόε, η Κέλι προβλήθηκε ως το καλό κορίτσι της καλής οικογενείας, που δεν αποχωρίζεται τα ρούχα του. Απέναντι στην πληθωρική σάρκα της Μέριλιν, η Γκρέις Κέλι με την αιθέρια και ταυτόχρονα “γρανιτένια” αύρα της, έδειχνε σαν να μην έχει καθόλου σάρκα. Η ίδια το καλλιέργησε, αποφεύγοντας να απαντάει σε ερωτήσεις σχετικά με τις διαστάσεις ή τις βλεφαρίδες της, στις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδινε.
Για την προσωπική της ζωή πολλά έχουν γραφτεί, που συχνά την παρουσιάζουν ως ιδιαίτερα δραστήρια. Υποστηρίζουν ότι είχε συνάψει σύντομη ή λιγότερο σύντομη ερωτική σχέση με σχεδόν όλους τους συμπρωταγωνιστές της -από τον Κλαρκ Γκέιμπλ μέχρι τον Ρέι Μίλαντ στο “Dial M for Murder”, ο οποίος κατά τα δημοσιεύματα θέλησε να εγκαταλείψει την επί 21 χρόνια σύζυγό του για χάρη της. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ίδια ποτέ δεν μίλησε για την προσωπική της ζωή και τις σχέσεις της -ούτε ως “κοινή θνητή”, ούτε αργότερα ως πριγκίπισσα. Περιοριζόταν σε “αποκαλύψεις” για το αγαπημένο της χρώμα (κίτρινο), ζώο (καμηλοπάρδαλη) και χόμπι (πλέξιμο).
Εμφανιζόταν βέβαια σε Χολιγουντιανά πάρτι και εκδηλώσεις, αλλά παρέμενε σιωπηλή και ανεξιχνίαστη, συντηρώντας έτσι ένα μυστήριο που έκανε τους άντρες να την αγαπούν περισσότερο, τις γυναίκες να ονειρεύονται να της μοιάσουν και τους παραγωγούς να την αποκτήσουν στην επόμενη ταινία τους. Ήταν το πλέον περιζήτητο πρόσωπο του Χόλιγουντ, αλλά πέρα από κουτσομπολιά, ουδείς μπορούσε να της πάρει -“ζουμερή”- λέξη.
Κι ίσως να μην υπήρχε και τίποτα να βρει, αφού η Κέλι, εκείνη την περίοδο, ήταν απολύτως αφοσιωμένη στην καριέρα της στον κινηματογράφο. Δούλευε παράλληλα σε γυρίσματα δύο και τριών διαφορετικών ταινιών ενίοτε σε διαφορετικές χώρες από τις 6 το πρωί μέχρι να σκοτεινιάσει, έτρωγε ένα χάμπουργκερ κι έπεφτε στο κρεβάτι. Έδινε όλο της τον χρόνο και την ενέργεια στα γυρίσματα, χωρίς να δείχνει να νοιάζεται για τη δόξα ή για το χρήμα, παρά μόνο για την απόλαυση του acting. Ίσως και για την έγκριση του μπαμπά. Οι Κέλι δεν χάνουν, η “αποτυχία της οικογένειας” είχε πια κυριεύσει το Χόλιγουντ...
Στο πρόσωπο της, ο ιδιοφυής σκηνοθέτης που αγαπούσε -και βασάνιζε- τις ξανθές πρωταγωνίστριες του, βρήκε τη Μούσα του. “Διαθέτει μια ερωτική κομψότητα” είχε πει γι’ αυτήν, ενώ την είχε χαρακτηρίσει “παγωμένο ηφαίστειο”.
Ο Χίτσκοκ, που δεν έγινε γνωστός και ως ο πιο εύκολος σκηνοθέτης, στην περίπτωση της Γκρέις Κέλι έδειχνε μαγεμένος από την παρουσία της. Έλεγε ότι μπορεί να διαβάσει το μυαλό του, την άκουγε και υπολόγιζε τη γνώμη της, ενώ έκανε μαζί της τρεις ταινίες (“Dial M for murder”, “Rear Widow” το 1954 και “To Catch a Thief” το ‘55). Της πρότεινε μάλιστα και τέταρτη (“Marnie”) αφού είχε πια γίνει πριγκίπισσα (οπότε του αρνήθηκε).
Για εκείνη ο Χίτσκοκ ήταν ο μεγάλος δάσκαλος: “Μου έμαθε τα πάντα γύρω από το σινεμά. Χάρις σε αυτόν κατάλαβα ότι οι σκηνές φόνου πρέπει να γυρίζονται σαν ερωτικές σκηνές και οι ερωτικές σαν σκηνές φόνου”.
Στην απονομή των ‘Οσκαρ το 1955, ξεπέρασε τη Τζούντι Γκάρλαντ, που περίμενε το αγαλματίδιο για την ερμηνεία της στο “A star is born” και παρέλαβε το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στο “The country girl”, με ένα πράσινο μεταξωτό φόρεμα της Edith Head, που έχει μείνει στην ιστορία ως σύμβολο κομψότητας στο κόκκινο χαλί.
Ο ευχαριστήριος λόγος της περιλάμβανε 32 λέξεις: “Η αγωνία της στιγμής με κρατάει από το να πω τι αληθινά αισθάνομαι. Μπορώ μόνο να πω ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά σε όλους όσους την έκαναν εφικτή για μένα. Ευχαριστώ”. Υπερ-τριπλάσιοι ήταν οι τίτλοι που απέκτησε ένα χρόνο μετά, στις 19 Απριλίου 1956, όταν σε μια μεγαλοπρεπή θρησκευτική τελετή, που χαρακτηρίστηκε ως ο γάμος του αιώνα, παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό κι έγινε πριγκίπισσα, αλλά και η γυναίκα με τους περισσότερους τίτλους στον κόσμο (δύο φορές πριγκίπισσα, τέσσερις δούκισσα, οκτώ κοντέσα, εννέα βαρώνη κ.λπ.). Την ίδια ώρα, ο πατέρας της δήλωνε στον Τύπο: “Δεν με εντυπωσιάζουν οι βασιλικοί κύκλοι”.
Φήμες που αναπαράγονται από μέσα όπως το έγκυρο BBC λένε ότι ο γάμος της με τον πρίγκιπα ήταν τόσο ξαφνικός, που η μητέρα της νόμιζε πως θα παντρευτεί τον πρίγκιπα του Μαρόκου. Άλλες φήμες λένε ότι ο Ρενιέ έψαχνε σύζυγο στο Χόλιγουντ, ώστε να ενισχύσει τη μοναρχία στο Μονακό, γι’ αυτό και είχε πλησιάσει ανθρώπους, ζητώντας να γνωριστεί με τη Μέριλιν Μονρόε.
Γεγονός είναι πως το μεταξύ τους ειδύλλιο ήταν σύντομο. Ύστερα από μια μάλλον άτυχη πρώτη γνωριμία στο Μονακό τον Μάιο του 1955 -με τη μεσολάβηση της Ολίβια Ντε Χάβιλαντ- εν μέσω εμποδίων, όπως διακοπή ρεύματος στο ξενοδοχείο της και μια μεγάλη καθυστέρηση του πρίγκιπα στο ραντεβού, η πρόταση γάμου ήρθε τα επόμενα Χριστούγεννα και η τελετή λίγους μήνες μετά.
Αμοιβαίο συμφέρον; Είναι μια κυνική άποψη, που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η ίδια, πάντως, είχε ξεκαθαρίσει: “Όταν παντρεύτηκα τον πρίγκιπα Ρενιέ, παντρεύτηκα τον άντρα, όχι την ιδιότητα του, αυτό που εκπροσωπούσε. Τον ερωτεύτηκα, χωρίς να σκεφτώ τίποτα άλλο”.
Δεδομένο είναι ότι στα 26 χρόνια ζωής που της απέμεναν και πέρασε μαζί του στο Μονακό, στάθηκε άξια σύζυγος, μητέρα και πριγκίπισσα, που βοήθησε σε πολλούς τομείς τη χώρα. Η έλευση της στο Μονακό, βοήθησε το πριγκιπάτο να ενισχύσει τη θέση του στη διεθνή σκηνή, να γίνει γνωστό στην Αμερική και να τραβήξει το ενδιαφέρον σταρ και εκατομμυριούχων. Έζησε μια ζωή προνομιούχο, όμως ανταπέδωσε σε πολλαπλό επίπεδο.
Και το ίσως σημαντικότερο, θυσίασε το σπίτι της, την πρότερη ζωή της, τη δουλειά που τόσο απολάμβανε ακριβώς στην κορυφή της επιτυχίας της. “Μου αρέσει να κοιτάω μπροστά” είχε δηλώσει σε σπάνια συνέντευξή της λίγο πριν το τέλος, “ωστόσο αν μπορώ να πω πως μετανιώνω για κάτι, είναι που δεν έκανα κάποιες ταινίες ακόμα, ώστε να αφήσω ένα πιο ολοκληρωμένο αποτύπωμα ως ηθοποιός…”.
Από εκεί και πέρα, φήμες περί απιστίας ποτέ δεν σταμάτησαν να κυκλοφορούν γύρω από τη σχέση της με τον Ρενιέ, εκείνος πάντως δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ μέχρι το θάνατό του το 2005, οπότε κηδεύτηκε στο πλευρό της.
Σύμφωνα με ντοκιμαντέρ του Channel 5 με τίτλο “Γκρέις Κέλι, τα χαμένα εκατομμύρια” (που βγήκε το 2021), η ηθοποιός χρειάστηκε να πληρώσει 2 εκατ. δολάρια ως “προίκα” για να μπει στην οικογένεια των Γκριμάλντι, για τη συγκέντρωση των οποίων έβαλε τα κέρδη της από τον κινηματογράφο και μέρος της οικογενειακής περιουσίας.
Μετά το θάνατό της το 1982, η -υλική- κληρονομιά, που το απόλυτο icon άφησε στους απογόνους της ήταν 10.000 δολάρια και μια καλύβα στην Ιρλανδία, που είχε κληρονομήσει από τον παππού της.
“Πολλοί πίστεψαν σε ένα παραμύθι, που ήθελε την Γκρέις Κέλι να εγκαταλείπει το Χόλιγουντ για να γίνει πριγκίπισσα και να αποκτήσει αμύθητα πλούτη” δήλωσε στο Insider η Τζέμα Γκόντφρεϊ, οικονομική σύμβουλος, που ερεύνησε τα περιουσιακά στοιχεία της. “Στην πραγματικότητα, όμως, πλήρωσε για να γίνει πριγκίπισσα. Η διάδοχος της, Σαρλίν Γουίτστοκ, που παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Αλβέρτο, φημολογείται πως έχει περιουσία που φτάνει τα 150 εκατομμύρια δολάρια. Όλοι γύρω της, η κινηματογραφική βιομηχανία, ο Ρενιέ, η βασιλική οικογένεια, το ίδιο το Μονακό, που προσέλκυσε εκατομμυριούχους, αξιοποιώντας την ακτινοβολία της σε Αμερική και Ευρώπη, επωφελήθηκαν οικονομικά από το φαινόμενο Γκρέις Κέλι. Όλοι, εκτός από την ίδια την Γκρέις Κέλι…”.
Η επικρατέστερη σήμερα εκδοχή για την αιτία του τραγικού αυτοκινητιστικού δυστυχήματος που κόστισε τη ζωή σε μια γυναίκα - σύμβολο αναφέρεται σε εγκεφαλικό, που η Γκρέις Κέλι έπαθε την ώρα που οδηγούσε, με αποτέλεσμα να ρίξει στο γκρεμό το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε και η 17χρονη τότε, κόρη της, Στέφανι (που βγήκε ζωντανή). Μια μέρα μετά, κι αφού οι γιατροί την κήρυξαν εγκεφαλικά νεκρή, ο πρίγκιπας Ρενιέ, πήρε την απόφαση να τη βγάλει από τη μηχανική υποστήριξη.
Η κηδεία της έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου στον Καθεδρικό του Μονακό, παρουσία προσώπων όπως η Νάνσι Ρίγκαν, η πριγκίπισσα Νταϊάνα, ο Κάρι Γκραντ και μπροστά στα μάτια περίπου 100 εκατομμυρίων τηλεθεατών.
Ωστόσο, ακόμα και σήμερα τέσσερις δεκαετίες μετά, υπάρχουν ερωτήματα, που οδηγούν σε σενάρια και θεωρίες συνωμοσίας -όπως π.χ. ότι πίσω από το δυστύχημα κρύβεται η Μαφία...
Πολλές εκδοχές υπάρχουν σχετικά με το γιατί οδηγούσε η ίδια, ενώ ήταν γνωστό ότι δεν της άρεσε η οδήγηση κι ο σοφέρ επέμενε να οδηγήσει εκείνος. Η απλή εξήγηση εδώ είναι ότι το αυτοκίνητο ήταν τόσο γεμάτο από πράγματα της Στέφανι, που δεν υπήρχε χώρος για άλλο ένα άτομο.
Κατά μία άλλη θεωρία στο τιμόνι δεν καθόταν η Γκρέις Κέλι, αλλά η Στέφανι και το παλάτι προσπάθησε να το καλύψει. Η Στέφανι το έχει αρνηθεί σε όλες τις συνεντεύξεις της έκτοτε, όπως και το σενάριο που λέει ότι μητέρα και κόρη τσακώνονταν, γι’ αυτό χάθηκε ο έλεγχος του αυτοκινήτου, τονίζοντας: “Ήταν δύσκολο για τον κόσμο να δεχτεί ότι η μητέρα μου μπορούσε να κάνει κάτι τόσο ανθρώπινο όσο να προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Ο κόσμος πάντα πίστευε ότι εγώ έφταιγα, γιατί τη θεωρούσε πολύ τέλεια για να κάνει κάτι τέτοιο...”.
Στην τελευταία της συνέντευξη, τρεις μήνες πριν από τον θάνατο της τον Ιούνιο του 1982, η Γκρέις Κέλι κλήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση πώς θα ήθελε να τη θυμούνται: “Ως έναν άνθρωπο, που προσπαθούσε να κάνει καλά τη δουλειά του, που είχε αγάπη, καλοσύνη και κατανόηση. Θα ήθελα να αφήσω την ανάμνηση ενός ανθρώπου, που έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε…”.
Στην υποθετική ερώτηση, αν δεν είχε τη ζωή της, ποια άλλη ζωή θα ονειρευόταν, απάντησε. “Αν έπρεπε να μετενσαρκωθώ, θα ήθελα να επιστρέψω ως ένα από τα σκυλιά μου. Έχουν μια όμορφη, χαρούμενη και πολύ εύκολη ζωή…”.