Υπόθεση Γεωργούλη ή Πώς αρνούμαστε να καταλάβουμε την κουλτούρα του βιασμού
Νάγια Κωστιάνη
19 Απριλίου 2023
Ό,τι έχω διαβάσει από όταν έγινε γνωστή η καταγγελία σε βάρος του Αλέξη Γεωργούλη για βιασμό και ξυλοδαρμό από την Ελένη Χρονοπούλου, και όλα όσα επακολούθησαν αυτής, επιβεβαιώνει ένα δυσάρεστο αλλά όχι και τόσο αναπάντεχο γεγονός: πως η πλειονότητα του κοινού αρέσκεται στο να σοκάρεται από καταστάσεις που έχουμε βιώσει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια, από τις οποίες οφείλαμε να έχουμε πάρει κάποια βασικά μαθήματα. Η μνήμη, για άλλη μια φορά, δεν είναι το δυνατό μας σημείο.
Τις τελευταίες 48 ώρες, το προφίλ του Αλέξη Γεωργούλη σκιαγραφείται μέσα από τρεις βασικές (και πολύ βολικές) πτυχές. Τόσο από μια μεγάλη μερίδα του κόσμου στα social media όσο και από φίλους και συνεργάτες του και, φυσικά, από τα media.
Η Φαντασίωση
«Κατηγορείται λέει ο Γεωργούλης για σεξουαλική παρενόχληση...
Ο ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ...
Που το όνειρο κάθε Ελληνίδας μετά το “Είσαι το ταίρι μου” είναι να την παρενοχλήσει ο Γεωργούλης!»
Μέτρησα αρκετές παραλλαγές αυτού του status σε Twitter και Facebook, οι περισσότερες γραμμένες από γυναίκες. Ποια από εμάς άλλωστε δεν έχει φαντασιωθεί να παθαίνει κρανιοεγκεφαλική κάκωση από τα στιβαρά μπράτσα ενός ζεν πρεμιέ με αμφιλεγόμενο ταλέντο;
Ο Φίλος / Το «καλό παιδί»
Ακολούθησε η δήλωση της Πηγής Δεβετζή: «Τον Αλέξη τον γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια. Είναι ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, ένα πάρα πολύ καλό παιδί (...) Εντάξει, μιλάμε τώρα, είναι γελοία πράγματα αυτά. Δεν πιστεύω τίποτα, δεν υπάρχει περίπτωση να έχει γίνει κάτι τέτοιο. Η καθεμία, δεν ξέρω ποια είναι αυτή που έχει κάνει μια τέτοια καταγγελία, για κάποιον σκοπό έγινε όλο αυτό. Γελάω, τίποτα άλλο».
Το αφήγημα του «καλού παιδιού» είναι ένα αφήγημα που λειτουργεί εκπληκτικά για τη συνείδησή μας, σε κάθε περιστατικό βίας κατά των γυναικών. Δεν θα μπούμε καν στη διαδικασία να ορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει «καλό παιδί», ποια είναι η διαφορά του να φαίνεσαι καλός και του να είσαι στην πραγματικότητα (στα αγγλικά οι χαρακτηρισμοί “kind” και “nice” έχουν ένα φαράγγι απόσταση μεταξύ τους), αν αυτή είναι η δημόσια εικόνα του κατηγορούμενου, μας αρκεί. Οι κακοί άλλωστε, όπως ξέρουμε όλοι, είναι στη φυλακή. Όταν μάλιστα το εν λόγω «καλό παιδί» είναι φίλος σου, η αθωότητά του είναι κάτι παραπάνω από δεδομένη. Δεν γίνεται ο δικός μου φίλος να είναι βιαστής. Θα το είχα καταλάβει. Και, σε κάθε περίπτωση, εμένα δεν με βίασε ποτέ, άρα πώς γίνεται να βίασε κάποια άλλη γυναίκα;
Ο Ωραίος Τύπος
Και φυσικά υπήρξε και η δήλωση του Γ. Κύρτσου σε ενημερωτική εκπομπή, για να φέρει έναν αέρα εγκυρότητας Ευρωκοινοβουλίου και να αμπαλάρει όμορφα τα προηγούμενα σχόλια: «Ο Γεωργούλης όπου πηγαίνει, όλες οι γυναίκες τρέχουν από πίσω του, ακόμη και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή και στο αεροπλάνο (όταν ταξιδεύουμε), και το σχολιάζουμε μεταξύ μας οι άλλοι ευρωβουλευτές κάνοντας πλάκα».
Γιατί οι ξελιγωμένες γυναίκες που λιποθυμούν από πόθο μπροστά σε έναν διάσημο γόη είναι πάντα μια αστεία ιστορία ανάμεσα στις αντροπαρέες -είτε αυτές πίνουν ποτά σε ένα μπαρ, είτε τον καφέ τους στα έδρανα του Ευρωκοινοβουλίου. Σίγουρα πολύ πιο αστεία από εκείνες των κακοποιημένων γυναικών, τα δικαιώματα των οποίων θέλουν τόσο διακαώς να υπερασπιστούν.
Ένας όμορφος άντρας δεν έχει ποτέ ανάγκη να βιάσει μια γυναίκα, οι γυναίκες είναι εκείνες που παρακαλούν για την προσοχή του, σε όποια μορφή. Ένας καλός φίλος δεν μπορεί ποτέ να μην είναι καλό παιδί, δεν μπορεί γενικότερα να είναι τίποτα άλλο πέρα από την εικόνα που μας έχει δώσει. Γιατί, αν αυτές οι δύο παραδοχές ανατραπούν (ξανά), τι λέει αυτό για εμάς (ξανά); Ότι τόσο καιρό δεν έχουμε μάθει τίποτα. Ότι τόσες γυναίκες υπέφεραν ή και έχασαν τη ζωή τους σχεδόν μπροστά στα μάτια μας, κι εμείς ακόμη δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε τις ιστορίες τους. Και αυτό, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι κάτι που νιώθεις άνετα να παραδεχτείς.
Ταυτόχρονα με το προφίλ του Γεωργούλη, ένα άλλο προφίλ παίρνει τη δική του μορφή μέσα από τα εξώφυλλα εφημερίδων και τα super στα δελτία ειδήσεων και τα πρωινά τηλεοπτικά μαγκαζίνο. Εκείνο της Ελένης Χρονοπούλου.
Η Ελένη Χρονοπούλου, δικηγόρος, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ και νομική σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι μια γυναίκα που τσεκάρει όλα τα κουτάκια ώστε να είναι άξια εμπιστοσύνης στο μυαλό του κοινού. Είναι η «Ωραία Ελένη». Ένα «αξιοσέβαστο πρόσωπο» με σπουδές, καριέρα και θέση ευθύνης. Μια «πολύ αξιοπρεπής κοπέλα και πολύ σοβαρός άνθρωπος». Όλα αυτά έδωσαν ξεχωριστή βαρύτητα στην καταγγελία της εναντίον του Γεωργούλη. Είναι, επίσης, μια πολύ όμορφη, νέα γυναίκα. Και είναι πάντα πιο εύκολο να δώσεις προσοχή, βαρύτητα και την εμπιστοσύνη σου σε ένα άτομο με εντυπωσιακή εμφάνιση. Επίσης, οι φωτογραφίες της γράφουν καλύτερα στα μοντάζ που συνοδεύουν το σχετικό ρεπορτάζ στις εκπομπές, για να μην βαρεθεί και γρήγορα το τηλεοπτικό κοινό.
Κι αν στη συγκεκριμένη υπόθεση όλα αυτά βοήθησαν την Ελένη Χρονοπούλου να χτίσει ένα δυνατό κατηγορητήριο απέναντι στον Γεωργούλη (ευτυχώς προφανώς για εκείνη, δυστυχώς για το σύστημα αξιών μας ως κοινωνία), μπορούμε να φανταστούμε πόσο διαφορετικοί θα ήταν οι παραπάνω τίτλοι, αν στη θέση της βρισκόταν μια άλλη γυναίκα. Μια γυναίκα χωρίς ιδιαίτερο μορφωτικό επίπεδο και κοινωνικά αποδεκτό επάγγελμα, με μέτρια προς καθόλου ελκυστική εμφάνιση (βάσει των κυρίαρχων προτύπων ομορφιάς), χωρίς ισχυρό λέγειν και δυναμική προσωπικότητα. Μπορούμε να φανταστούμε γιατί τους έχουμε διαβάσει πολλές φορές στο παρελθόν, τους έχουμε ακούσει ως σχόλιο από στόματα με επιρροή και μεγάλες πλατφόρμες, μπορεί να τα τους έχουμε πει και οι ίδιοι, μεταξύ αστείου και σοβαρού, στις παρέες μας.
Τίποτα δεν με σόκαρε αληθινά στην υπόθεση Γεωργούλη. Με εντυπωσίασε όμως, για άλλη μια φορά, η σταθερή άρνησή μας να κατανοήσουμε την κουλτούρα του βιασμού. Να καταλάβουμε, επιτέλους, πως η εξωτερική εμφάνιση, το κοινωνικό στάτους, τα πτυχία, η διασημότητα, οι πολιτικές πεποιθήσεις, τίποτε από αυτά δεν παίζει ρόλο για να γίνει κάποιος θύτης και κάποιος θύμα. Όταν δίνουμε άλλοθι στον θύτη επειδή είναι όμορφος και επιτυχημένος, γινόμαστε θύτες και οι ίδιοι. Όταν επιλέγουμε να πιστέψουμε (ή όχι) το θύμα, βάσει της εμφάνισης και της θέσης της στην κοινωνία, το κακοποιούμε για δεύτερη φορά -και τρίτη, και τέταρτη.
«Κανείς ποτέ δεν θεωρεί τον εαυτό του απαίσιο, ακόμη και οι άνθρωποι που είναι πραγματικά απαίσιοι. Είναι κάποιου είδους μηχανισμός επιβίωσης», λέει ο χαρακτήρας της Elizabeth στο Station Eleven, σε μια προσπάθεια αποποίησης προσωπικής ευθύνης για την ανήθικη κατάσταση στην οποία βρίσκεται από επιλογή της, αναδεικνύοντας έτσι μια βασική θεματική του βιβλίου της Emily St. John Mandel: τον ηθικό αντίκτυπο επιβλαβών ενεργειών. Σκέφτομαι αρκετά αυτή τη φράση τις τελευταίες ημέρες λόγω (πλέον και) της υπόθεσης Γεωργούλη. Το ότι ακόμη και σήμερα, στη μετά #MeToo εποχή, αντιμετωπίζουμε ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας το ότι άλλος ένας μέτριος λευκός άντρας θα κάνει κατάχρηση του προνομίου του για να πετύχει αυτό που θέλει. Αλλά υποθέτω πως ο μηχανισμός επιβίωσής μας δεν είναι ακόμη έτοιμος για να διαχειριστεί μια τέτοια συνειδητοποίηση. Μπορεί την επόμενη φορά. Μην ανησυχείτε, δεν θα αργήσει.