Καρκίνος του μαστού: Το «ταξίδι» των ασθενών στην Ελλάδα μέσα από στοιχεία που πρέπει να γνωρίζουμε
JTeam
22 Οκτωβρίου 2024
Ο Οκτώβριος έχει θεσμοθετηθεί διεθνώς ως μήνας πρόληψης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για τον καρκίνο του μαστού. Είναι ο μήνας που έρχεται για να μας υπενθυμίσει την αξία της πρόληψης, την αξία του να φροντίζουμε τον εαυτό μας και την αξία του να είμαστε πλήρως ενήμερες για ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα παγκόσμιας υγείας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Εργαστήριο Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (LabHTA) του Τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής» πραγματοποίησαν την έρευνα με τίτλο: «Το ταξίδι των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα: 10 χρόνια μετά», με στόχο να αποτυπώσουν το «ταξίδι» των ασθενών με καρκίνο του μαστού σήμερα, να μιλήσουν για την επίπτωση της νόσου στις ασθενείς και τις οικογένειές τους, αλλά και να διερευνήσουν την ύπαρξη εμποδίων στην πρόσβαση σε φροντίδα υγείας.
Λίγα λόγια για την έρευνα
H συγκεκριμένα έρευνα, της οποίας τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν σε Συνέντευξη Τύπου την Τρίτη (22/10), αποτελεί συνέχεια αντίστοιχης μελέτης που πραγματοποιήθηκε το 2014 από τον Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), μέσα από την οποία αναδείχθηκαν σημαντικές πτυχές του φορτίου της νόσου στην Ελλάδα και διαμορφώθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, με σκοπό τη βελτίωση του «ταξιδιού» των γυναικών με τον καρκίνο μαστού.
Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν γυναίκες που είχαν νοσήσει από πρώιμο ή και τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού το διάστημα από 1/1/2019 έως 30/6/2023, και των οποίων η διάγνωση και οι θεραπείες είχαν γίνει στην Ελλάδα. Η συλλογή των απαντήσεων πραγματοποιήθηκε μέσω ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου και διεξήχθη τον Απρίλιο του 2024. Οι βασικές ενότητες του ερωτηματολογίου αφορούσαν το χρονικό διάστημα έως τη διάγνωση, την πορεία μετά τη διάγνωση, την πρόσβαση των ασθενών στη φροντίδα υγείας, τις οικονομικές επιπτώσεις και την επίδραση της νόσου στη ζωή των ασθενών και των οικογενειών τους. Το τελικό δείγμα της έρευνας ανήλθε σε 552 συμμετέχουσες. Ο επιστημονικά Υπεύθυνος της έρευνας, είναι ο κ. Κωνσταντίνος Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
Τα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζουμε
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας «Το ταξίδι των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα: 10 χρόνια μετά», η πλειονότητα των συμμετεχουσών (50,5%) εντόπισε το κύριο πρόβλημα στο στήθος σε προληπτικές εξετάσεις. Παράλληλα, ένα ποσοστό της τάξης του 46,9% σημείωσε πως εντόπισε μετά από αυτοεξέταση κάποιο σύμπτωμα (πρήξιμο, ογκίδιο, πόνο). Από τη στιγμή του εντοπισμού ενός ύποπτου ευρήματος, το 81,2% των γυναικών που συμμετείχε στην έρευνα, ενήργησε όσο γρήγορα χρειαζόταν.
Ωστόσο, το θλιβερό είναι πως όταν οι γυναίκες αναζήτησαν φροντίδα υγείας για το πρόβλημα που έχουν εντοπίσει, αντιμετώπισαν προβλήματα στην πρόσβαση και συγκεκριμένα η λίστα αναμονής για ιατρικό ραντεβού (29,7%), έλλειψη σχετικής ειδικότητας στον τόπο διαμονής τους (19,0%) και μεγάλη απόσταση του ιατρείου/νοσοκομείου/κέντρου υγείας από τον τόπο κατοικίας (23%).
Σε ό,τι αφορά στις υπηρεσίες υγείας, σύμφωνα με τα ευρήματα, ο πρώτος γιατρός στον οποίο απευθύνθηκε η πλειονότητα του δείγματος (51,3%) ήταν ιδιώτης γιατρός (στο ιατρείο του) ενώ το 21,9% απευθύνθηκε σε εξωτερικά ιατρεία ιδιωτικού νοσοκομείου ή κλινικής ή σε ιδιωτικό πολυϊατρείο, έναντι 25,4% για αντίστοιχες δημόσιες δομές. Σε μεγαλύτερο ποσοστό οι συμμετέχουσες απευθύνθηκαν στον ιδιωτικό τομέα και για τη διενέργεια της βιοψίας, με το 64,3% να δηλώνει πως πραγματοποίησε τη βιοψία σε ιδιωτικό νοσοκομείο/ διαγνωστικό κέντρο/ ιατρείο, έναντι 35,5% σε δημόσιο νοσοκομείο.
Η σοβαρή οικονομική επιβάρυνση
Οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού διανύουν μια οδύσσεια και καλούνται – εκτός από σωματικά, ψυχολογικά, κοινωνικά και επαγγελματικά εμπόδια, να αντιμετωπίσουν και σοβαρή οικονομική επιβάρυνση. Βάσει της έρευνας, λοιπόν, εκτός από το ότι 30,6% των γυναικών πήρε άδεια άνευ αποδοχών ή σταμάτησε να εργάζεται, το 23,4% αναφέρει πως ένιωσε ανησυχία για οικονομικά προβλήματα στο μέλλον ως αποτέλεσμα της ασθένειας ή της θεραπείας.
Συγκεκριμένα, η δαπάνη για τη διάγνωση και τις θεραπείες καλύπτεται από την κοινωνική ασφάλιση αλλά και τις ίδιες τις ασθενείς με ιδιωτικές πληρωμές, και συμπληρωματικά από την ιδιωτική ασφάλιση. Οι ιδιωτικές αυτές πληρωμές, ανέρχονται σε 4.673 ευρώ, κατά μέσο όρο. Το συγκεκριμένο ποσό φαίνεται να καλύπτεται κατά κύριο λόγο από το ίδιο το νοικοκυριό (66,1%) ή/και από αποταμιεύσεις (40,6%), ενώ σημαντικό ρόλο φαίνεται πως παίζει και το ευρύτερο υποστηρικτικό δίκτυο (23,9% οι γονείς της ασθενούς, 12,5% δανεισμός από φίλους και γνωστούς). Το 31% του δείγματος θεωρεί πως η οικονομική τους κατάσταση επιβαρύνθηκε πολύ ή πάρα πολύ εξαιτίας των εξόδων για τη θεραπεία.
Ένα ποσοστό της τάξης του 75,7% των συμμετεχουσών στην έρευνα θεωρεί πως καθ΄ όλο το «ταξίδι» του, από την πρώτη επίσκεψη σε γιατρό ως μετά τη θεραπεία, έλαβε ιατρική φροντίδα εγκαίρως. Ωστόσο, για όσες γυναίκες απάντησαν πως δεν έλαβαν ιατρική φροντίδα εγκαίρως (23,2%), οι κυριότεροι λόγοι που αναφέρθηκαν ήταν πως οι γιατροί στους οποίους απευθύνθηκαν δεν διέγνωσαν το πρόβλημα και η αναμονή για να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες εξετάσεις ώστε να γίνει η διάγνωση. Σε ό,τι αφορά στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη, οι μισές περίπου ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνα απευθύνθηκαν σε κάποιο σύλλογο ασθενών για ενημέρωση (52,5%) μετά τη διάγνωσή τους, ενώ το 40,8% αναζήτησε ψυχολογική υποστήριξη από επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Τι άλλαξε από το 2014 μέχρι σήμερα;
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας αναδεικνύουν σημαντικές πτυχές του φορτίου της νόσου στην Ελλάδα, καθώς και τα βήματα που έχουν γίνει από το 2014 μέχρι και σήμερα. Δέκα χρόνια μετά, φαίνεται πως αυξήθηκε το ποσοστό των γυναικών που εντόπισε το πρόβλημα σε προληπτικό έλεγχο (50,7% έναντι 30,7%), κάτι που αποτελεί σημαντικό βήμα για την έγκαιρη αντιμετώπιση της νόσου. Επιπλέον, ο πρώτος γιατρός στον οποίο απευθύνονται οι συμμετέχουσες για τη διαχείριση του όποιου ευρήματος είναι ο χειρουργός μαστού σε ποσοστό 56,5% το 2024, έναντι 33,3% το 2014.
Ένα από τα πράγματα που δεν άλλαξε, είναι ότι η χειρουργική επέμβαση συνεχίζει (60%) να γίνεται σε ιδιωτικά κέντρα, ενώ η νόσος οδηγεί ακόμα και σήμερα περίπου το 30% των γυναικών σε σοβαρή οικονομική δυσκολία. Φυσικά, το στάδιο από την πρώτη επίσκεψη σε γιατρό μέχρι την οριστικοποίηση της διάγνωσης συνεχίζει να παραμένει το στάδιο της φροντίδας όπου οι συμμετέχουσες πιστεύουν πως υπάρχει η μεγαλύτερη καθυστέρηση.
Τα απογοητευτικά ευρήματα της έρευνας, δείχνουν ότι παρά το γεγονός πως υπάρχει κάποιο σύμπτωμα (κοινό και στις δύο μελέτες: Ψηλάφηση μάζας στον μαστό), η κινητοποίηση προς αναζήτηση φροντίδας γίνεται πιο αργά: 3 μήνες το 2024, έναντι 2 μηνών το 2014. Παράλληλα σε αυτά τα δέκα χρόνια, μειώθηκε το ποσοστό των γυναικών που έχουν έναν γιατρό που τους παρακολουθεί σε σταθερή βάση (47,5% έναντι 54,8%) και παρά το γεγονός πως η ιδιωτική δαπάνη είναι σχετικά ίδια, το βάρος από τη δαπάνη είναι μεγαλύτερο για τις γυναίκες με καρκίνο του μαστού (43% αναφέρει σημαντικό ψυχολογικό βάρος από την ιδιωτική πληρωμή το 2024 έναντι 32,8% το 2014).