Η ξέφρενη, λάγνα, επαναστατική ιστορία του χορού Can Can - Απελευθέρωσε ή σεξουαλικοποίησε τις γυναίκες;
Χριστίνα Κατσαντώνη
16 Μαΐου 2025

Στενοί κορσέδες, πόδια με κάλτσες και ζαρτιέρες που εκτινάσσονται στον ουρανό, φούστες με στρώσεις και δαντέλες που στροβιλίζονται σε μια φανταχτερή πανδαισία από γυναικεία άκρα και ρετρό εσώρουχα, υπό τους ήχους της ακαταμάχητα κεφάτης μουσικής του Όφενμπαχ (“Galop Infernal” από τον “Ορφέα στον Άδη”)…
Η ιστορία του χορού Can Can
Αυτό είναι το Kανκάν, ο χορός σύμβολο της παριζιάνικης νύχτας και της καμπαρέ κουλτούρας, με τη χαρακτηριστική μουσική, την έντονη ενέργεια και τα θεαματικά τινάγματα των ποδιών. Πίσω, όμως, από έναν χορό, που κάποτε σκανδάλισε και σήμερα μοιάζει με τουριστικό κλισέ για όσους επισκέπτονται το Παρίσι, υπάρχει η συναρπαστική ιστορία ενός φαινομένου καλλιτεχνικής τόλμης, ελευθερίας κι αντίστασης στο συντηρητισμό, που άσκησε μεγάλη επιρροή στην τέχνη, τη μόδα και την ποπ κουλτούρα των δεκαετιών, που ακολούθησαν.
Η αρχή της ιστορίας του χορού της αναρχίας
Το Κανκάν ξεκίνησε τη δεκαετία του 1830, ως κοινωνικός χορός στις αίθουσες χορού των λαϊκών τάξεων του Παρισιού, αρχικά από άντρες, που επιδίδονταν σε ένα αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό, ρισκάροντας τη σύλληψη για απρεπή συμπεριφορά.
Πρόγονος του θεωρείται το chahut, ένας άναρχος χορός της εργατικής τάξης, με επιρροές από τις γαλλικές αποικίες. Όσο για το όνομα “κανκάν”, κατά μία θεωρία προέρχεται από το canard που σημαίνει πάπια, κατά μία δεύτερη από το les cancans, που σημαίνει κουτσομπολιό ή φλυαρία.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, το κανκάν είχε αυξήσει τη δημοτικότητα του κι είχε καθιερωθεί στους χορευτικούς κήπους του Παρισιού -ακόμα τότε ως κοινωνικός χορός, με ζευγάρια που χόρευαν σκανδαλωδώς κοντά ο ένας στον άλλο. Από το 1840, όμως, σε μεγάλες πρωταγωνίστριες άρχισαν πια να εξελίσσονται οι γυναίκες, συχνά γυναίκες της εργατικής τάξης, που έβρισκαν στο κανκάν μια διέξοδο από τη φτώχεια.

Οι αντιδράσεις και οι πρώτες σταρ
Η “ανάρμοστη” φύση του νέου χορού, που ακροβατούσε ανάμεσα στον αλλόκοτο, ξέφρενο αυτοσχεδιασμό και στους κανόνες της εποχής, προκάλεσε την αστική ηθική. Ιερείς και εκπαιδευτικοί θεσμοί το κατήγγειλαν ως “ανήθικο” και “διεφθαρμένο” χορό, η αστική τάξη το καταδίκασε -δημοσίως- ως “χυδαία έκφραση των λαϊκών”, ενώ δεν έλειψαν και κάποια δημοσιεύματα γεμάτα ηθικό πανικό, που το χαρακτήριζαν βάρβαρο και απειλή για τα ήθη.
Παράλληλα, όμως, αγκαλιάστηκε από τη λαϊκή τάξη, αλλά και από καλλιτέχνες και διανοούμενους της μποέμ κοινωνίας του Παρισιού ως σύμβολο ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης, αντίστασης στο συντηρητισμό κι απελευθέρωσης από τις αυστηρές νόρμες της εποχής.
Φτάνοντας πια προς τα τέλη του 19ου αιώνα, οι επαγγελματίες χορεύτριες του κανκάν αμείβονταν αδρά για τις εμφανίσεις τους κι ήταν οι σταρ -κάτι σαν σημερινές influencers- της εποχής.
Το κοινό τις λάτρευε, έδινε σε όλες παρατσούκλια και παρακολουθούσε κάθε τους κίνηση, ενώ ενέπνεαν καλλιτέχνες, όπως ο Τουλούζ Λοτρέκ, που αγαπούσε να ζωγραφίζει τη χορεύτρια Λουίζ Βέμπερ (που είχε το παρατσούκλι “Η Λαίμαργη”, επειδή της άρεσε να πίνει τα ποτά των θεατών όταν χόρευε). Μια άλλη διάσημη χορεύτρια της πρώτης περιόδου του κανκάν ήταν Ζοζεφίν Ντουρβέντ, μια πρώην μπαλαρίνα, η οποία τίναζε το πόδι της τόσο ψηλά, που μπορούσε να πετάξει το καπέλο από το κεφάλι ενός άντρα.
Η πιο θεατρική μορφή του κανκάν
Από το ξεκίνημα του 20ού αιώνα, το κανκάν πήρε πιο θεατρική μορφή και στιλ, μεταφερόμενο στη σκηνή μεγάλων καμπαρέ όπως το Moulin Rouge, με πολυμελή μπαλέτα συγχρονισμένων χορευτών.
Από χορός της αναρχίας, του αυτοσχεδιασμού και του καταπιεσμένου περιθωρίου, το κανκάν γίνεται πια ένας χορός ταυτόσημος με την καρδιά της γαλλικής εθνικής ταυτότητας, που συνεχίζει να αποτελεί ένα άμεσα αναγνωρίσιμο σύμβολο του Παρισιού.
Σήμερα, η ιδιότητα της χορεύτριας κανκάν στο Moulin Rouge, ισοδυναμεί με την κορύφωση της καριέρας πολλών ταλαντούχων χορευτριών, που εξακολουθούν να προσφέρουν ένα συναρπαστικό θέαμα υψηλής ποιότητας.
Η επιρροή στη μόδα και την ποπ κουλτούρα
Αντικατοπτρίζοντας το πνεύμα ελευθερίας και πρόκλησης της Belle Époque, το κανκάν είχε σημαντική επιρροή στη μόδα των αρχών του 20ού αιώνα, φέρνοντας στην επιφάνεια τις ζαρτιέρες και τα -στολισμένα κι όχι μόνο λειτουργικά- γυναικεία εσώρουχα, τους κορσέδες που τόνιζαν τη γυναικεία μέση, τις πολύχρωμες φούστες και την μποέμ αισθητική.
Σφράγισε μια γενική αισθητική υπερβολής και τόλμης (του καμπαρέ και του μπουρλέσκ) άσκησε πολυδιάστατη επιρροή στην τέχνη και την ποπ κουλτούρα (μέσα από ταινίες όπως το “Moulin Rouge”, μιούζικαλ, διαφημίσεις, σόου μόδας ή χορού) και παραμένει ένα σύμβολο καλλιτεχνικού “θράσους” και ελευθερίας.

Απελευθέρωση vs εμπορευματοποίηση
Στην εποχή του, το κανκάν λειτούργησε απελευθερωτικά απέναντι στη γυναίκα. Της έδωσε τη δυνατότητα να πάρει τον έλεγχο του κορμιού της, να διεκδικήσει την οικονομική ανεξαρτησία της και να ξεφύγει από τον παθητικό ρόλο, στον οποίο υποχρεώνονταν τότε οι γυναίκες.
Ως ένα φαινόμενο, όμως, γεμάτο αντιθέσεις, δέχτηκε και έντονη κριτική γιατί πέρα από την ενδυνάμωση, ενίσχυσε ταυτόχρονα και τη σεξουαλικοποίηση των γυναικών. Κατηγορήθηκε για εκμετάλλευση της εικόνας και εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος με παραστάσεις που απευθύνονταν μόνο σε αντρικά κοινά και για διαιώνιση στερεοτύπων (π.χ. “γυναίκα του καμπαρέ”).
Κάποιες πρώιμες φεμινίστριες τον υποστήριξαν ως μια μορφή σωματικής και σεξουαλικής απελευθέρωσης κι άλλες τον καταδίκασαν ως εκμετάλλευση της γυναικείας εικόνας, λέγοντας ότι δεν απελευθέρωνε, αλλά ενίσχυε τα αντρικά φαντασιακά πρότυπα. Όπως και να έχει, εξελίχτηκε και παραμένει ένα πολύσημο, ζωντανό και προκλητικό, σύμβολο της Belle Époque.