Μόλις είχα περάσει τη στάση "Αμπελόκηποι" και ήδη το χέρι μου με έτρωγε να ανοίξω το φερμουάρ της τσάντας. Δεν άντεξα και έτσι όπως ήμουν στριμωγμένη ανάμεσα σε έναν ιδρωμένο έφηβο και έναν μεσήλικα κύριο, το έκανα. Όσο και αν έλεγα από μέσα μου "πως εντάξει μωρέ μία-δύο σελίδες θα διαβάσω, έτσι για να πάρω μία γεύση", ήξερα πολύ καλά ότι η αρχή είχε γίνει. Το "στόμαστομαστό" είχε γίνει ο νέος μου εραστής.
Μέχρι να φτάσω στο σπίτι είχα διαβάσει τρία από τα δέκα διηγήματα της συλλογής. Μέχρι να έρθει η επόμενη μέρα είχα διαβάσει ακόμα τρία. Διάβαζα μέσα στο μετρό, λίγο πριν κοιμηθώ, μόλις ξύπνησα, ενώ περπατούσα - με κίνδυνο να πέσω πάνω σε κάποιον άνθρωπο, σε κάποια κολώνα, σε μία ανθισμένη νερατζιά. Οι λέξεις έφευγαν νερό και οι ανθρώπινες ιστορίες μέσα από την πένα της Ροζίτας Σπινάσα, στις οποίες ηθελημένα γινόμουν μάρτυρας, μου άφηναν πότε ένα χαμόγελο στα χείλη (αυτό του χαζοχαρούμενου, που οι άλλοι σε κοιτούν μέσα στο λεωφορείο και σκέφτονται "α πάει κι αυτή") και πότε έναν κόμπο στο στομάχι. Οι ήρωές της πέρα για πέρα πραγματικοί, θα μπορούσαν να είναι οι γείτονες σου, οι συγγενείς σου...ίσως και εσύ η ίδια, ενώ η φαντασιακή (ή μήπως όχι;) σκηνή στην οποία διαδραματίζονται οι περισσότερες από τις ιστορίες είναι η Αθήνα, οι δρόμοι της, τα μαγαζιά της, οι συνοικίες της. Θά ελεγα πως το "στόμαστομαστό" είναι ένα υπέροχο βιβλίο γι αυτά τα ανοιξιάτικα πρωινά σε κάποιο καφέ του κέντρου. Μόνη. Σαν θιασώτης στις περιπέτειες της Νίτσας, της Καίτης, του Αργύρη, του Μήτσου...
Πού να το φανταζόταν η Ροζίτα, ότι θα τα έβαζε με τον απόλυτο λατίνο εραστή Πέδρο Χουάν. Πού...
Το "στόμαστομαστό" της Ροζίτα Σπινάσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.