Προσπάθησε να ξεκολλήσει το ζυμάρι που επέμενε να μπλέκεται στα δάχτυλά της. Κάτι του έλειπε και είχε γίνει υπερβολικά κολλώδες. «Αχ βρε μάνα, σε τι μπελάδες μπήκα φέτος», μονολόγησε. Σκούπισε με μια αποφασιστική κίνηση τα δάχτυλά της σε μια νωπή πετσέτα, τα στέγνωσε με λίγο χαρτί και έπιασε το κινητό, για να πατήσει ξανά το play. Μόλις πριν λίγες μέρες είχε ανακαλύψει αυτή τη μουσική συλλογή και έκτοτε έπαιζε στο repeat. «200 χρόνια δημοτικό τραγούδι» ο τίτλος της και… ίσαμε εκατό φορές την είχε ακούσει ήδη!
Δήλωνε ενθουσιασμένη με αυτή την υπέροχη όσο και απρόσμενη μουσική πρωτοβουλία, με την οποία μια μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ έδινε νέα πνοή στο δημοτικό τραγούδι. Ο λόγος για τη Lidl Ελλάς, που με τούτη τη μοναδική συλλογή τής πρόσφερε το καλύτερο soundtrack για το φετινό Πάσχα γενικότερα και για το απαιτητικό task της ημέρας ειδικότερα. Πρωτάρα γαρ! Και η μαμά της, αληθινή… δασκάλα στα ζυμώματα, φέτος ήταν πολύ μακριά για να της δώσει τα φώτα της. Μια απόπειρα βιντεοκλήσης νωρίτερα είχε αποτύχει. Ας είναι. Άκουγε τη μουσική και συνέχιζε. Ρυθμικά, οι γροθιές σφιγμένες, πέρα-δώθε στο μυρωδάτο ζυμάρι, όσο ο νους ταξίδευε στην Ελλάδα. Πασχαλινό τσουρέκι το εγχείρημα. Σε ένα Πάσχα διαφορετικό, φέτος. Ξεκομμένο από τον κόσμο όπου δικαιωματικά ανήκε για χρόνια και χρόνια· στην πατρίδα.
Παγιδευμένη όπως τόσοι άλλοι στις ιδιάζουσες συνθήκες της εποχής, η Λαμπρινή έσπασε την ταξιδιωτική παράδοση ετών. Από τότε που πολιτογραφήθηκε κάτοικος Νέας Υόρκης, δεν έχανε την ευκαιρία κάθε χρόνο να επιστρέφει στην Ελλάδα για την ονομαστική της γιορτή, την.. υπέρλαμπρη ελληνική Λαμπρή, την πιο φωτεινή γιορτή του κόσμου – έτσι την είχε στον νου της από παιδί. Μα να που φέτος η ζωή είχε άλλα σχέδια. Και το δρομολόγιο Αστόρια-Καστόρια (όπως οι ξενόγλωσσοι φίλοι της συνήθιζαν να αποκαλούν την αγαπημένη της γενέτειρα), έμελλε να αναβληθεί μέχρι νεωτέρας.
Κοίταξε το ατίθασο ζυμάρι απογοητευμένη. Καθάρισε και πάλι τα χέρια της. Αυτή τη φορά διέκοψε τη μουσική και έκανε μια νέα προσπάθεια να επικοινωνήσει με τη μαμά της. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να χτυπήσει δυο φορές και εκείνη το σήκωσε αμέσως, θαρρείς και είχε νιώσει τη συναισθηματική φούρια της.
-Πού είσαι βρε μαμά; Χρειάζομαι τα φώτα σου, δασκάλα μου!
-Πού να είμαι; Είχα πεταχτεί μέχρι το κατάστημα Lidl για τα τελευταία πασχαλινά ψώνια.
-Δες εδώ το ζυμάρι, δες πώς κολλάει! Τζίφος τα φετινά τσουρέκια -όπως και τα υπόλοιπα δηλαδή…
- Μην μου στενοχωριέσαι. Πρόσθεσε λίγο αλεύρι και θα στρώσει! Μαχλέπι έβαλες; Μαστίχα; Εναλλακτικά λίγο ξύσμα λεμονιού θα το απογειώσει!
Ακολούθησε τις οδηγίες της γράμμα-γράμμα και, με την ψηφιακή της επιτήρηση, πήρε να αφρατεύει και να σφίγγει το εύπλαστο ζυμάρι. Δήλωνε πια έτοιμο για ξεκούραση και φούσκωμα, πριν γίνει χορταστική πλεξούδα και πάρει τον δρόμο για τον φούρνο.
«Α ρε μανούλα! Την έβαλες την πινελιά σου ακόμη και από την άλλη πλευρά της γης! Θα κανονίσω webinar για μάθημα ζυμώματος μέσω zoom! Ξέρεις ότι το stress baking κάνει θραύση…» της είπε χαριτολογώντας και έπειτα ένα αυθόρμητο «Μου λείπεις!» βάρυνε την καρδιά της. Βιάστηκε να κλείσει, να σκουπίσει το δάκρυ που της ξέφυγε, γεμάτο νοσταλγία και βουβό παράπονο.
Μεγάλη Πέμπτη, μακριά από την αγαπημένη της λίμνη, μακριά από την οικογένειά της και τους παιδικούς της φίλους. Είχε βέβαια και στη Νέα Υόρκη φιλαράκια. Την φώναζαν Lamp. Ενίοτε και Lamb! Το “Lamprini” τους έπεφτε κομματάκι δύσκολο. Γελούσε από μέσα της σκεπτόμενη πως και τα δυο αγγλικά της παρατσούκλια ταίριαζαν γάντι στο Πάσχα, τόσο για τη… φωτεινή του φύση, όσο και για τη γαστρονομική του κουλτούρα. Μα φέτος το τραπέζι της Λαμπρής δεν θα στρωνόταν με τη συνήθη του μεγαλοπρέπεια, θα ήταν πιο ταπεινό. Όχι από άποψη γεύσεων, αυτές πάντα περισσεύουν· αλλά από άποψη παρέας, πανηγυρικής διάθεσης και τρανής συνάθροισης.
Τέντωσε το αυτί να ακούσει στο repeat τους αγαπημένους της New York Gypsy All-Stars να ερμηνεύουν την «Κυρά δασκάλα», ένα παραδοσιακό άκουσμα, βγαλμένο θαρρείς από το συλλογικό ασυνείδητο κάθε Έλληνα. Ένα άκουσμα τόσο οικείο και γνώριμο, χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις το γιατί. «Φρεσκαρισμένο» όσο πρέπει από τους μάγους της νεοϋορκέζικης balkanalia, με τις απαραίτητες funky πινελιές και ένα ορμητικό ραπάρισμα, σωστό ράπισμα για το θυμικό!
Με αυτό το πετυχημένο ηχητικό πάντρεμα του παλιού και του νέου, της Ελλάδας και της Νέας Υόρκης, η Λαμπρινή ξεφουρνίζει το πρώτο τσουρέκι μακριά από την πατρίδα. Και όσο το λιγωτικό του άρωμα εισβάλλει στα ρουθούνια της και τα ξελογιάζει, γίνεται το μουσικό κομμάτι γέφυρα· από ήπειρο σε ήπειρο, από χώρα σε χώρα, από μια κουζίνα στην καρδιά της πολύβουης Αστόρια, σε ένα μπαλκόνι με αντανάκλαση τη θέα της λίμνης στην όμορφη Καστοριά. Μια γέφυρα που εκμηδενίζει αποστάσεις, χώρους και χρόνους, και βρίσκει πάντα τον σωστό δρόμο· από καρδιά σε καρδιά.